Οι αντιπρόσωποι των 27 εξέτασαν χθες Κυριακή μια νέα πρόταση, που προβλέπει την προσωρινή εξαίρεση πετρελαιαγωγού-κλειδιού για την Ουγγαρία ώστε να καμφθούν οι αντιρρήσεις Ορμπάν και να προχωρήσει η εφαρμογή του έκτου πακέτου κυρώσεων της ΕΕ στη Ρωσία. Σύμφωνα με την πρόταση, οι Ευρωπαίοι σχεδιάζουν ένα... μισό εμπάργκο όπου θα επιβληθεί στις από θάλασσα μεταφορές αλλά όχι τον αγωγό Ντρούζμπα προς το παρόν.
Η πρόταση, που κατέθεσαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η Γαλλία, η οποία ασκεί την εναλλασσόμενη προεδρία της ΕΕ το τρέχον εξάμηνο, εν όψει της σημερινής Συνόδου Κορυφης, προβλέπει εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται διά θαλάσσης ως το τέλος της χρονιάς, με την εξαίρεση «προς το παρόν» αυτού που διαμετακομίζεται μέσω του αγωγού Ντρούζμπα, που τροφοδοτεί κυρίως την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Τσεχία, έγινε γνωστό από πηγές προσκείμενες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Το ζήτημα του Ντρούζμπα θα θιγεί σύντομα εκ νέου», διαβεβαίωσε ευρωπαϊκή πηγή.
Η Ουγγαρία σαν περίκλειστη χώρα δίχως πρόσβαση στη θάλασσα, εξαρτάται κατά 65% για τον εφοδιασμό της από πετρέλαιο που μεταφέρεται από τη Ρωσία μέσω του Ντρούζμπα. Γι αυτό και εναντιώνεται στο εμπάργκο στον αγωγό αυτό ενώ απέρριψε την πρώτη προσφορά να εξαιρεθεί για δύο χρόνια που της έγινε. Η Βουδαπέστη ζήτησε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις σχεδόν 800 εκατ. ευρώ για να προσαρμοστούν τα διυλιστήριά της.
Όμως, την ώρα που το σχέδιο για την ανάκαμψη από την πανδημία που υπέβαλε η ουγγρική κυβέρνηση παραμένει μπλοκαρισμένο στις Βρυξέλλες εξαιτίας της διένεξης με τη Βουδαπέστη για το κράτος του δικαίου, φαντάζει δύσκολο να συμφωνηθεί να της χορηγηθούν ευρωπαϊκά κεφάλαια.
Πρόκειται για «δύσκολη και περίπλοκη συζήτηση που απαιτεί χρόνο, προσπαθούμε να βρούμε λύση για να επιτραπεί η υιοθέτηση των νέων κυρώσεων. Μπορεί να μην μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία» πριν από τη σύνοδο κορυφής, προειδοποίησε Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Η εξαίρεση εγείρει κυρίως πρόβλημα «ισότητας» ανάμεσα στα κράτη μέλη όσον αφορά τις εισαγωγές πετρελαίου, κάτι που έθεσαν κάποιες, σύμφωνα με την ίδια πηγή. «Ελπίζω πως θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία αύριο (σ.σ. σήμερα), αλλά δεν είμαι βέβαιος, θα εξαρτηθεί από τους ηγέτες», εκτίμησε ευρωπαίος διπλωμάτης.
«Βάζοντας στο στόχαστρο το πετρέλαιο που μεταφέρεται διά θαλάσσης, πλήττουμε τουλάχιστον τα δύο τρίτα του ρωσικού πετρελαίου», εκτίμησε Ευρωπαίος αξιωματούχος. Οι κυρώσεις της ΕΕ έχουν στόχο να στραγγίξει η χρηματοδότηση του πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Για την ΕΕ, η δαπάνη για τις εισαγωγές πετρελαίου (80 δισ. δολάρια) το 2021 ήταν τετραπλάσια από αυτή για τις εισαγωγές αερίου.
Εάν επιβληθεί «περιορισμένο εμπάργκο, που θα εξαιρεί τους πετρελαιαγωγούς, θα είναι πολύ λιγότερο οδυνηρό για τη Ρωσία του (προέδρου Βλαντίμιρ) Πούτιν, διότι το να βρεθούν νέοι πελάτες που θα εφοδιάζονται με δεξαμενόπλοια είναι πολύ λιγότερο δύσκολο», επισήμανε ο Τομά Πελερέν-Καρλέν του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ.
Ο Oυκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι αναμένεται να παρέμβει κατά την έναρξη της Συνόδου Κορυφής μέσω βιντεοσύνδεσης, καθώς το Κίεβο εντείνει την πίεση στη Δύση για να «σκοτώσει τις ρωσικές εξαγωγές», τρεις και πλέον μήνες μετά την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πέραν του εμπάργκο στο πετρέλαιο, το πακέτο κυρώσεων προβλέπει επίσης τον αποκλεισμό της μεγαλύτερης ρωσικής τράπεζας, της Sberbank (37% της αγοράς) και άλλων δύο ρωσικών τραπεζικών θεσμών από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα ανταλλαγής δεδομένων SWIFT, καθώς και προσθήκη περίπου εξήντα προσωπικοτήτων στη μαύρη λίστα της ΕΕ.
Οι 27 αναμένεται επίσης να συζητήσουν τη χορήγηση ρευστότητας στο Κίεβο για να συνεχίσει να λειτουργεί η ουκρανική οικονομία -η Κομισιόν πρότεινε βοήθεια 9 δισ. ευρώ το 2022-, καθώς και για το ζήτημα της διατροφικής ανασφάλειας, λόγω της αποκλεισμού των εξαγωγών σιτηρών από την Ουκρανία, που εκφράζονται φόβοι πως θα προκαλέσει κρίση στην Αφρική.
Στην ημερήσια διάταξη θα βρίσκεται επίσης η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, στην οποία η ΕΕ θέλει να διαδραματίσει βασικό ρόλο. Το Κίεβο υπολόγιζε πρόσφατα ότι οι ζημίες που έχει υποστεί εξαιτίας της καταστροφής δρόμων και άλλων υποδομών ανέρχονται σε κάπου 600 δισ. δολάρια.