Την πρώτη αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης των επιτοκίων των ΗΠΑ από το 2000 πραγματοποίησε σήμερα η Fed, σε μία κίνηση που είχε προεξοφληθεί πλήρως από τις αγορές, αφού είχε προαναγγελθεί τόσο από τον επικεφαλής της Τζερόμ Πάουελ όσο και και από άλλα στελέχη της διοίκησής της.
Πλέον το βασικό επιτόκιο των ΗΠΑ διαμορφώνεται μεταξύ 0,75% και 1%, ενώ παράλληλα η αρμόδια Επιτροπή της τράπεζας αποφάσισε να προχωρήσει σε μείωση του ισολογισμού της με πωλήσεις ομολόγων και τιτλοποιημένων δανείων ύψους 47,5 δισ. δολαρίων μηνιαίως, ενώ εντός τριών μηνών το ποσό της μηνιαίας μείωσης θα φθάσει στα 95 δισ. δολάρια.
Στην ανακοίνωση της τράπεζας καθίσταται ξεκάθαρο ότι ανησυχεί ιδιαίτερα για την πορεία του πληθωρισμού, ενώ θεωρεί ότι οι επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι ακόμη αβέβαιες, προσθέτοντας στους κινδύνους και νέα lockdown που έχουν επιβληθεί στην Κίνα και αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια προκειμένου να επιτύχει, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, την υποχώρηση του πληθωρισμού κοντά στο 2%.
Η πρώτη αντίδραση της Wall Street στην ανακοίνωση ήταν θετική, με τον Dow Jones να εμφανίζει κέρδη 0,44%, τον S&P 500 να ενισχύεται 0,26%, ενώ ήπια πτώση 0,15% σημείωνε ο Nasdaq.
Αναλυτικά, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση: «Αν και η συνολική οικονομική δραστηριότητα υποχώρησε το πρώτο τρίμηνο, οι δαπάνες των νοικοκυριών και οι πάγιες επενδύσεις των επιχειρήσεων παρέμειναν ισχυρές. Η αύξηση των θέσεων εργασίας ήταν ισχυρή τους τελευταίους μήνες και το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά. Ο πληθωρισμός παραμένει αυξημένος, αντανακλώντας τις ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης που σχετίζονται με την πανδημία, τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και τις ευρύτερες πιέσεις στις τιμές.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκαλεί τεράστιες ανθρώπινες και οικονομικές κακουχίες. Οι επιπτώσεις για την οικονομία των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά αβέβαιες. Η εισβολή και τα συναφή γεγονότα δημιουργούν πρόσθετες ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό και είναι πιθανό να επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, τα lockdown που σχετίζονται με τον κορονοϊό στην Κίνα είναι πιθανό να επιδεινώσουν τις διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Η Επιτροπή (FMOC) είναι ιδιαίτερα προσεκτική όσον αφορά κινδύνους για τον πληθωρισμό και επιδιώκει να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή απασχόληση και τον πληθωρισμό στο 2% σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Με την κατάλληλη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, η Επιτροπή αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο του 2% και ότι η αγορά εργασίας θα παραμείνει ισχυρή. Για την υποστήριξη αυτών των στόχων, η Επιτροπή αποφάσισε να αυξήσει το εύρος - στόχο για το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων μεταξύ 0,75% έως 1% και αναμένει ότι συνεχείς αυξήσεις αυτού του εύρους είναι επιθυμητές.
Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε να αρχίσει να μειώνει τις συμμετοχές της σε τίτλους του Δημοσίου και σε χρέη οργανισμών και ενυπόθηκων τίτλων την 1η Ιουνίου, όπως περιγράφεται στα σχέδια για τη μείωση των μέγεθος του ισολογισμού της.
Κατά την αξιολόγηση της κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής, η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις επιπτώσεις των εισερχόμενων πληροφοριών για τις οικονομικές προοπτικές. Η Επιτροπή θα είναι έτοιμη να προσαρμόσει τη στάση της νομισματικής πολιτικής
ανάλογα με την περίπτωση, εάν ανακύψουν κίνδυνοι που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.
Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής θα λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύφάσμα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των ενδείξεων για τη δημόσια υγεία, τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, τον πληθωρισμό και τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, καθώς και τις χρηματοπιστωτικές και διεθνείς εξελίξεις.
Υπέρ της λήψης μέτρων νομισματικής πολιτικής ψήφισαν οι Jerome H. Powell, πρόεδρος, John C. Williams, αντιπρόεδρος, Michelle W. Bowman, Lael Brainard, James Bullard, Esther L. George, Patrick Harker, Loretta J. Mester και Christopher J. Waller. Ο Patrick Harker ψήφισε ως αναπληρωματικό μέλος σε αυτή τη συνεδρίαση».