Η Ελλάδα αποτελεί πλέον ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα επιτυχημένης οικονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη, τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera.
Μιλώντας για την πορεία της χώρας από τη βαθιά κρίση προς τη σταθερότητα, ο κ. Στουρνάρας έκανε λόγο για «την πιο φιλόδοξη δημοσιονομική μεταμόρφωση που έχει σημειωθεί ποτέ σε ανεπτυγμένη οικονομία», υπογραμμίζοντας ότι μέσα σε λίγα χρόνια η Ελλάδα κατάφερε να μετατρέψει το έλλειμμα του 15% σε πλεόνασμα, να μειώσει το δημόσιο χρέος και να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Αναγνωρίζοντας το υψηλό κοινωνικό κόστος των πολιτικών λιτότητας, ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος σημείωσε ότι η χώρα «ανακάμπτει ταχύτερα απ’ ό,τι προέβλεπαν οι αναλυτές», με ρυθμούς ανάπτυξης διπλάσιους του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Την πρόοδο αυτή απέδωσε στις μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, την αγορά εργασίας και τον τραπεζικό τομέα, αλλά και στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, την οποία χαρακτήρισε ως «το υπ’ αριθμόν ένα προαπαιτούμενο» για τη συνέχιση της ανάπτυξης.
Με αφορμή τη βράβευση της Ελλάδας από το Ινστιτούτο Bruno Leoni για τις επιδόσεις της στην οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, ο κ. Στουρνάρας περιέγραψε τη μακρά πορεία της χώρας από την κρίση στην ανάκαμψη, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για «την πιο φιλόδοξη δημοσιονομική μεταμόρφωση που σημειώθηκε ποτέ σε ανεπτυγμένη οικονομία».
«Εφαρμόσαμε πολύ σκληρά μέτρα εξαιτίας της κρίσης», ανέφερε χαρακτηριστικά. «Εν συντομία, εφαρμόσαμε τις σωστές φόρμουλες, που αφορούν σε δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Μετατρέψαμε το δημοσιονομικό έλλειμμα του 15% σε πλεόνασμα και μειώσαμε το δημόσιο χρέος.
Ως αντάλλαγμα, λάβαμε ένα γενναιόδωρο πακέτο διεθνούς χρηματοοικονομικής βοήθειας, που αποπληρώσαμε άμεσα. Αρχικά, επικεντρωθήκαμε στο φορολογικό σύστημα, με παράλληλη μείωση των δαπανών, που μετά προσαρμόσαμε σε μια κλίμακα 50-50».
Απαντώντας σε ερώτηση για τα λάθη εκείνης της δύσκολης περιόδου, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος παραδέχθηκε ότι «κανείς δεν ήταν έτοιμος, ούτε εμείς ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Όπως είπε, «εκείνη την εποχή, κανένας δεν ήξερε ακριβώς τα βήματα. Ακόμα και η Angela Merkel ήταν, στην αρχή, διστακτική. Υπήρχαν εκείνοι που μας συμβούλευαν να βγούμε από το ευρώ, κάτι που θα ήταν καταστροφικό και για την Ελλάδα και για το κοινό νόμισμα».
Ο ίδιος σημείωσε πως μέσα από δύσκολες αποφάσεις και νέα εργαλεία, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, η Ευρώπη κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση. «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα του Mario Draghi έθεσε τέλος στην κρίση, χωρίς να δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ», υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην Ελλάδα, ο κ. Στουρνάρας εξήγησε: «Καταστήσαμε λειτουργικό το φορολογικό σύστημα, δημιουργώντας μια αυτόνομη αρχή για τη φορολόγηση.
Εγκρίναμε παρεμβάσεις για τις συντάξεις, προστατέψαμε το τραπεζικό σύστημα. Σήμερα έχουμε μόνο τέσσερις συστημικές τράπεζες, αντί για δέκα. Μεταρρυθμίσαμε την αγορά εργασίας και περιορίσαμε τη γραφειοκρατία, που αν και έχει μειωθεί, παραμένει πρόβλημα.
Τώρα πρέπει να βελτιώσουμε τις υποδομές, τις μεταφορές, την ποιότητα των υπηρεσιών και τη δικαιοσύνη. Έγιναν, όμως, πάρα πολλά πράγματα».
Για τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης και της λιτότητας, ο Διοικητής τόνισε πως «στην αρχή, ο κόσμος αντέδρασε άσχημα, αντιστάθηκε στην αλλαγή.
Πολλοί ήθελαν εκδίκηση εναντίον της Ευρώπης, αλλά εμείς ήμασταν υπεύθυνοι για την κρίση. Το κόστος ήταν υψηλό: το ΑΕΠ κατέρρευσε κατά 25%, η κοινωνική συνοχή εισήλθε σε κρίση και τα λαϊκιστικά κόμματα, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά, αναδύθηκαν». Όπως πρόσθεσε, «χρειάστηκαν κότσια για να συνεχιστεί η προσπάθεια, αλλά τα αποτελέσματα ήρθαν».
Αναφερόμενος στο δημοψήφισμα του 2015, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε: «Ήταν σωστό που ο κ. Τσίπρας αποδέχθηκε τελικά τους όρους των δανειστών, αλλά αυτό έπρεπε να είχε γίνει έξι μήνες νωρίτερα.
Του είχα τονίσει ότι αυτή η καθυστέρηση θα στοίχιζε στη χώρα 100 εκατ. ευρώ. Όταν τα λαϊκιστικά κόμματα έρχονται στην εξουσία, συνήθως δεν κυβερνούν καλά και πέφτουν. Ωστόσο, προκαλούν ζημία, και αυτή η ζημία πρέπει να γίνεται κατανοητή».
Για την τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ο Διοικητής υπογράμμισε πως «έχουμε ανακάμψει από την κρίση πολύ γρηγορότερα και καλύτερα από τις αρχικές προβλέψεις».
Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι «υπάρχουν ακόμα πληγές. Υπάρχει φτώχεια που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Οι επενδύσεις αυξάνονται κάθε χρόνο, αλλά παραμένουν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξάνεται, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμη στα προ κρίσης επίπεδα».
Παρά ταύτα, όπως είπε, «το ΑΕΠ αυξάνεται τα τελευταία χρόνια με ρυθμούς διπλάσιους της Ευρωζώνης».
Όταν ρωτήθηκε ποια θα ήταν η συμβουλή της Ελλάδας προς την Ευρώπη, ο κ. Στουρνάρας απάντησε με έμφαση: «Δεν μπορείς να ηγείσαι μιας χώρας με μεγάλα ελλείμματα». Και πρόσθεσε ότι «στην Ελλάδα σήμερα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,6%. Αυτό είναι ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενιές».
Τέλος, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε στη σημασία της πολιτικής σταθερότητας, χαρακτηρίζοντάς την «το υπ’ αριθμόν ένα αναγκαίο στοιχείο για την πρόοδο».
Όπως είπε, «η κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο που στηρίζουν τα αναγκαία μέτρα χρειάζονται ορθολογική προσέγγιση. Χωρίς σταθερότητα, είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Σήμερα έχουμε σταθερότητα με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και λιγότερο λαϊκισμό».