Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Δύσης και Κρεμλίνου, με τις διπλωματικές προσπάθειες για επίλυση της κρίσης που έχει δημιουργηθεί στα σύνορα Ρωσίας – Ουκρανίας να μοιάζουν άκαρπες, επαναφέρει στο προσκήνιο την επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων στη Μόσχα.
Οι ΗΠΑ εμφανίζονται πιο «επιθετικές» σε αυτήν την προοπτική, ασκώντας και πιέσεις, μέσω του ΝΑΤΟ, στην Ευρώπη να προετοιμαστεί για μία σειρά κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέσω πίεσης προκειμένου ο Βλαντιμίρ Πούτιν να «χαλαρώσει» τις πιέσεις προς το Κίεβο, καθώς θα βρεθεί αντιμέτωπος και με το ενδεχόμενο μίας οικονομικής κρίσης.
Όπως σημειώνεται σε ανάλυσή δύο πρώην στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης, Μπράιαν Ο' Τουλ και Ντάνιελ Φριντ στο Atlantic Council, υπάρχει μία σειρά κυρώσεων που θα μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν την πίεση στο καθεστώς Πούτιν.
Σύμφωνα με την ανάλυση ο ρωσικός χρηματοοικονομικός και ενεργειακός τομέας υπόκεινται επί του παρόντος σε απαγορεύσεις των ΗΠΑ που περιορίζουν την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για αρκετές μεγάλες κρατικές εταιρείες, μαζί με ξεχωριστούς περιορισμούς στην πρόσβαση της Ρωσίας σε τεχνολογίες εξόρυξης πετρελαίου αιχμής.
Αυτές οι κυρώσεις επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας και άσκησαν πιέσεις σε αυτές τις εταιρείες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επηρέασαν την καθημερινή λειτουργία τους.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να διευρύνουν τη λίστα με τις εταιρείες που υπόκεινται στις τρέχουσες κυρώσεις ή να επιβάλουν αυστηρότερους περιορισμούς, όπως κυρώσεις πλήρους αποκλεισμού, που περιλαμβάνουν δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευση συναλλαγών.
Οι συζητήσεις για τις κυρώσεις συνήθως λαμβάνουν υπόψη τις δευτερογενείς επιπτώσεις στις οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταίρων τους, αλλά οι πολιτικές κυρώσεων που έχουν σκοπό να αμβλύνουν την απειλή μιας ρωσικής εισβολής ή προσάρτησης εδάφους θα απαιτούν υψηλότερη ανοχή για αυτές τις δευτερογενείς επιπτώσεις.
Κυρώσεις σε μεγάλους ρωσικούς ομίλους
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία και άλλοι δεν έχουν στοχοποιήσει μέχρι στιγμής την Gazprom με κυρώσεις ανάλογες με αυτές που εφαρμόζονται στη ρωσική ενεργειακή εταιρεία Rosneft. Δεδομένης της εξάρτησης της Ευρώπης από το φυσικό αέριο που παρέχει η Gazprom, οι κυρώσεις πλήρους αποκλεισμού δεν είναι δυνατόν να γίνουν. Ωστόσο, η επιβολή περιορισμών στη χρηματοδότηση της Gazprom από τις αγορές είναι μία εναλλακτική που περιέχει λιγότερους κινδύνους. Η Ρωσία έχει λίγες βραχυπρόθεσμες επιλογές εκτός από τη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη, δεν μπορεί απλώς να αλλάξει τα τερματικά παράδοσης όπως μπορεί με ένα πετρελαιοφόρο. Και σε ένα δύσκολο δημοσιονομικό περιβάλλον, η Μόσχα χρειάζεται όλα τα έσοδα που μπορεί να πάρει.
Η Rosneft, μία από τις μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες στον κόσμο, υπόκειται σε σχετικά ήπιες κυρώσεις. Ενώ οι κυρώσεις πλήρους αποκλεισμού μπορεί να είναι δυσάρεστες, δεδομένης της δευτερογενούς επίδρασης που θα είχαν σε συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ, οι κυρώσεις στη Rosneft θα μπορούσαν να γίνουν αυστηρότερες για να δυσκολέψουν την οικονομική της πορεία και κυρίως τις νέες επενδύσεις που έχει προγραμματίσει.
Οι κρατικές τράπεζες της Ρωσίας κατέχουν τη συντριπτική πλειοψηφία του μεριδίου της εγχώριας αγοράς και καμία δεν έχει υποστεί κυρώσεις αποκλεισμού. Εάν το Κρεμλίνο ξεκινήσει μια πλήρους κλίμακας επίθεση κατά της Ουκρανίας, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν περισσότερες κρατικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είτε ως ομάδα είτε μία κάθε φορά, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες να αντιστραφεί η ρωσική επίθεση. Η SberBank είναι μακράν η μεγαλύτερη ρωσική τράπεζα και η επιβολή κυρώσεων σε αυτήν θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στη Ρωσία, αν και υπάρχει κίνδυνος παράπλευρες επιπτώσεις στο δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι κυρώσεις εναντίον αυτών των τραπεζών θα αντιπροσώπευαν μια μεγάλη κλιμάκωση δεδομένης της συστημικής σημασίας τους για την οικονομία της Ρωσίας, αλλά θα ήταν δικαιολογημένες δεδομένης της απειλής που θέτουν οι πρόσφατες κινήσεις του Πούτιν.
Άλλες ρωσικές ενεργειακές εταιρείες θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν στόχους ώριμους για αποκλεισμό κυρώσεων. Η Surgutneftegas είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της Ρωσίας και έχει μια σκιώδη ιδιοκτησιακή δομή που υποδηλώνει εγγύτητα με το Κρεμλίνο. Η Novatek, η οποία υπόκειται σε χρηματοοικονομικές κυρώσεις, ανήκει εν μέρει στον Γκενάντι Τιμτσένκο, στον οποίο το αμερικανικό υπ. Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις επειδή φέρεται να ενεργούσε ως χρηματιστής του Πούτιν. Η Novatek ανήκει επίσης εν μέρει στη γαλλική Total, πράγμα που σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να ενεργήσουν με κάποια διπλωματική «λεπτότητα» εάν πιέσουν για σκληρότερες κυρώσεις κατά της εταιρείας.
Ο τομέας εξόρυξης και μετάλλων της Ρωσίας είναι σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτος. Πολλές συζητήσεις για κυρώσεις κατά του ολιγάρχη Ρομάν Αμπράμοβιτς, ο οποίος ελέγχει τη χαλυβουργία Evraz, είχα υπάρξει μετά τη σύλληψη του ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι. Επίσης κοντά στο Κρεμλίνο βρίσκεται η Alrosa, η κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία διαμαντιών που διαχειρίζεται ο Σεργκέι Ιβάνοφ Τζούνιορ, γιος ενός επί μακρόν συνεργάτη του Πούτιν.
Η μεγαλύτερη κρατική ναυτιλιακή εταιρεία της Ρωσίας, η Sovcomflot, είναι βασικός παράγοντας στον ενεργειακό τομέα της χώρας. Οι κυρώσεις εναντίον της θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας και να αυξήσουν την πίεση στον τομέα που συνδέεται στενότερα με τον πλούτο και την επιρροή του Πούτιν. Θα πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε να αποφευχθεί η διακοπή των ροών τυπικών καταναλωτικών αγαθών, όπως οι παραδόσεις τροφίμων ή φαρμάκων, οι οποίες γενικά εξαιρούνται από εδαφικές κυρώσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη ενδέχεται να αποφασίσουν να αποφύγουν τις κυρώσεις που πλήττουν τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας. Ωστόσο, εάν ο Πούτιν διέταζε τον περιορισμό των εξαγωγών πετρελαίου ή φυσικού αερίου, θα μπορούσαν να επιβληθούν τέτοιες κυρώσεις. Ο ρωσικός ασφαλιστικός γίγαντας Sogaz είναι βασικός όμιλος που ασφαλίζει έργα εταιρειών που συνδέονται άμεσα είτε με το Κρεμλίνο είτε με τον Πούτιν.