Αντιμέτωπη με ένα τεράστιο πρόβλημα, για το οποίο πολύ δύσκολα θα κατορθώσει να βρει λύση, μπορεί να βρεθεί η Ρωσία, όπως αναφέρει μία νέα μελέτη. Η Μόσχα θα μπορούσε να ξεμείνει με «άχρηστα» περιουσιακά στοιχεία αξίας δύο τρισ. δολαρίων, τα οποία είναι άμεσα συνδεμένα με την αγορά των υδρογονανθράκων, εάν τελικώς οι μεγάλες οικονομίες της υφηλίου κατορθώσουν, εντός των επόμενων δεκαετιών, να επιτύχουν την πλήρη «πράσινη» μετάβαση.
«Η μετάβαση σε χαμηλές εκπομπές άνθρακα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια περίοδο παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και πολιτικής αστάθειας λόγω του συνδυασμού εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών, σημαντικών απωλειών και αναδιοργάνωσης της χρηματοοικονομικής ισχύος των διεθνών αγορών», εκτιμά σε έκθεσή της ομάδα ερευνητών προερχόμενη από βρετανικά πανεπιστήμια, με τη μελέτη να δημοσιεύεται στο περιοδικό «Nature».
Βάσει των μετρήσεών τους αυτή τη στιγμή η Ρωσία διαθέτει αποθέματα ορυκτών καυσίμων αξίας 3,9 τρισ. δολαρίων, στα οποία περιλαμβάνονται εξέδρες πετρελαίου και φυσικού αερίου, αγωγοί, εγκαταστάσεις εξόρυξης και άλλες υποδομές που συνδέονται άμεσα με τους υδρογονάνθρακες. Εάν η «πράσινη» μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας επιτύχει, τότε η αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων θα μηδενιστεί έως το 2036.
Πρόκειται για μία ακόμη προειδοποίηση για το πιθανό κόστος της παγκόσμιας μετάβασης σε καθαρότερες πηγές καυσίμων για τη Ρωσία. Πάντως, όπως τονίζουν οι ερευνητές, παρά τις μεγάλες απώλειες για τον κλάδο των υδρογονανθράκων, η επίπτωση για την ρωσική οικονομία ως μέγεθος δεν θα είναι τόσο επιθετική, καθώς το ΑΕΠ της θα υποχωρήσει κατά 0,8%, ποσοστό όχι αμελητέο αλλά σίγουρα όχι και καταστροφικό.
Στη μελέτη τονίζεται ακόμη ότι η ρωσική κυβέρνηση θα μπορούσε να χάσει περίπου το 40% των προσοδοφόρων εσόδων της από πετρέλαιο και φυσικό αέριο έως το 2030 - έσοδα που αντιστοιχούν στο 40% περίπου του συνολικού εθνικού προϋπολογισμού τα τελευταία χρόνια. Η απασχόληση θα μπορούσε επίσης να μειωθεί κατά σχεδόν 4% μέχρι το τέλος της δεκαετίας, καθώς η ζήτηση για τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες μειώνεται και ο τομέας συρρικνώνεται.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εισαγωγείς ενέργειας όπως ΕΕ, Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Αφρική θα είναι μεγάλοι νικητές, με τις οικονομίες τους να κερδίζουν περισσότερο από 10% σε ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, οι οικονομίες που βασίζουν σημαντικό μέρος των εσόδων τους και στην ενέργεια, Ρωσία, ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, Νορβηγία και Καναδάς θα αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να «μείνουν» με άχρηστα περιουσιακά στοιχεία αξίας από 11 έως και 14 τρισ. δολάρια.
Σημαντική θα είναι η συμβολή του ΟΠΕΚ, καθώς μπορεί να καθορίσει ποιες θα είναι οι χώρες που θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα. Δεδομένου ότι το κόστος παραγωγής τους είναι συνήθως φθηνότερο από αυτό σε χώρες όπως η Ρωσία, η οποία έχει πολύ πιο σκληρό κλίμα και πιο δύσκολες διαδικασίες εξόρυξης, θα ήταν προς το συμφέρον τους να αυξήσουν την παραγωγή, να πλημμυρίσουν την αγορά και ουσιαστικά να καταστρέψουν τους μέσω χαμηλότερων τιμών.
«Οι χώρες του ΟΠΕΚ έχουν ένα ισχυρό λογικό κίνητρο, μαζί ή ανεξάρτητα, και μπορούν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος της μελλοντικής ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου διατηρώντας ή αυξάνοντας την παραγωγή τους και ως εκ τούτου «διώχνοντας» άλλους παραγωγούς από τις αγορές ορυκτών καυσίμων», εκτιμά η μελέτη.Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, ο ΟΠΕΚ θα εξασφάλιζε τα δύο τρίτα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, από περίπου 40% τώρα.
Η Ρωσία έχει μια περίπλοκη σχέση με τον ΟΠΕΚ, όπως επισημαίνουν οι ενεργειακοί αναλυτές, έχοντας συνεργαστεί με το μπλοκ για τη σταθεροποίηση των τιμών τα τελευταία χρόνια, αλλά και έχοντας πυροδοτήσει έναν σύντομο πόλεμο τιμών του πετρελαίου πέρυσι με τη Σαουδική Αραβία στην αρχή της πανδημίας του κορονοϊού.
Ωστόσο, εάν η Ρωσία και ο ΟΠΕΚ συνεχίσουν την πολιτική τους να συγκρατούν την παραγωγή για να διατηρήσουν τις τιμές υψηλές - μια κίνηση που θα ωφελούσε τη Ρωσία με το υψηλότερο κόστος εξόρυξής της - η αξία των «άχρηστων» περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας θα υποχωρούσε ελαφρώς στα 1,7 τρισ. δολάρια.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες δεσμεύονται να μειώσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, η Ρωσία συνεχίζει να επενδύει στην υποδομή υδρογονανθράκων της, κυρίως μέσω του τεράστιου έργου «Vostok Oil» της κρατικής Rosneft, που έχει σχεδιαστεί για την εκμετάλλευση των δυσπρόσιτων αποθεμάτων πετρελαίου της χώρας στην Αρκτική.
Παράλληλα, όμως, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει δεσμευτεί να καταστήσει τη Ρωσία μια καθαρή «μηδενικών ρύπων» μέχρι το 2060. Η χώρα αυτή τη στιγμή είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πηγή εκπομπής αερίων θερμοκηπίου στον κόσμο, με τους επικριτές της να υποστηρίζουν δεν κινείται αρκετά γρήγορα για να βοηθήσει στην αναχαίτιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.