«Έτοιμος» να προχωρήσει στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις και παράλληλα να «μαζέψει» όσες φροντίζουν να γλιτώνουν φόρους μέσω των φορολογικών παραδείσων εμφανίζεται ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Εάν το επιτύχει θα είναι η πρώτη φορά σε διάστημα τριών δεκαετιών που οι αμερικανικές εταιρείες θα δουν τον φορολογικό τους λογαριασμό να «φουσκώνει».
Το πρόβλημα, βέβαια, για τον Αμερικανό πρόεδρο έγκειται στο γεγονός ότι κάποιες εκ των προτάσεών του θα πρέπει να εγκριθούν από Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία, αν και υπάρχουν και ορισμένες που μπορούν να τεθούν σε ισχύ άμεσα, με απόφαση του υπ. Οικονομικών.
Η βασική αλλαγή είναι η αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις στο 28% από 21% που είχε μειωθεί επί προεδρίας Τραμπ (από 35% που ήταν πριν αναλάβει την προεδρία). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αμερικανικού οικονομικού επιτελείου με αυτόν τον τρόπο τα φορολογικά έσοδα για το κράτος θα αυξηθούν κατά 2,5 τρισ. δολάρια σε ορίζοντα 15 ετών, αλλά οι αντιρρήσεις που εκφράζονται είναι αρκετές.
Οι Ρεπουμπλικάνοι εξ αρχής τόνισαν ότι το σύνολο των προτάσεων και όχι μόνο η αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις θα καταστήσει την αμερικανική οικονομία λιγότερο ανταγωνιστική, ενώ και ορισμένοι Δημοκρατικοί έσπευσαν να υπογραμμίσουν ότι πιθανώς το 28% είναι πολύ υψηλός φόρος και θα πρέπει να εφαρμοστούν και ορισμένα μέτρα «ανακούφισης» για τις εταιρείες.
Σε περίπτωση που ο φορολογικός συντελεστής αυξηθεί στο 28% τότε οι ΗΠΑ θα ευθυγραμμιστούν περισσότερο με το τι ισχύει σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αυτή τη στιγμή τα έσοδα από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ βρίσκονται στο μικρότερο επίπεδο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ σε σύγκριση με όλες τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες της υφηλίου. Παράλληλα τα εν λόγω έσοδα βρίσκονται πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός το οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρεί το λιγότερο άδικο.
Τα έσοδα από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων ως % ποσοστό του ΑΕΠ
Όπως σημειώνουν οι «New York Times» πολλές κορυφαίες αμερικανικές εταιρείες, χρησιμοποιώντας «παραθυράκια» του φορολογικού καθεστώτος καταβάλλουν φόρους χαμηλότερους από το 21% που ισχύει σήμερα ή και κάποιες έχουν καταφέρει να… μην πληρώνουν απολύτως τίποτε.
Ένα ακόμη μέτρο που προωθείται είναι η επιβολή ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15% ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «λογιστικός φόρος». Πρόκειται για φορολόγηση των εσόδων τα οποία, μεν, οι εταιρείες υποστηρίζουν ότι τα έχουν επιτύχει στους μετόχους τους αλλά δεν φορολογούνται γι’ αυτά. Μέσω αυτών των εσόδων οι εταιρείες «πληρώνουν» πλουσιοπάροχα μερίσματα στους μετόχους τους και μηδέν φόρους στο αμερικανικό κράτος.
«Οι μεγάλες εταιρείες που προσφέρουν υψηλά κέρδη στους μετόχους θα πρέπει να πληρώσουν τουλάχιστον ένα ελάχιστο ποσό φόρου για τέτοιου μεγέθους επιβραβεύσεις», τονίζει σε ανακοίνωσή του το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ. Βάσει της πρότασης εταιρείες με ετήσια έσοδα άνω των δύο δισ. δολαρίων θα κληθούν να πληρώσουν φόρο 15% επί αυτών. Μάλιστα το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι εάν είχε εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα 45 εταιρείες που δεν πλήρωσαν τίποτα απολύτως στο Δημόσιο τα τελευταία χρόνια θα είχαν κληθεί να το πράξουν.
Νέο φόρος για τα «διεθνή» κέρδη
Μία ακόμη αλλαγή είναι ο διπλασιασμός του επονομαζόμενου «Παγκόσμιου Άυλου Φόρου Εισοδήματος» (GILTI) στο 21%, σε μία προσπάθεια να περιοριστεί το τι πληρώνουν οι εταιρείες για τις δραστηριότητές τους εκτός ΗΠΑ και τι για αυτές εντός. Ταυτόχρονα εισάγεται ρύθμιση μέσω της οποίας καθίσταται λιγότερο επικερδές για τις αμερικανικές εταιρείες η μεταφορά της έδρας τους στο εξωτερικό και κυρίως σε χώρες όπως η Ιρλανδία και όχι σε «κλασσικούς» φορολογικούς παραδείσους.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εταιρείες με έδρα στην Ιρλανδία μπορούν να «αφαιρέσουν» μερικά από τα κέρδη που έχουν κερδίσει οι θυγατρικές στις Ηνωμένες Πολιτείες και να τα στείλουν πίσω στην ιρλανδική εταιρεία ως «έξοδα» προκειμένου να καταβάλει αποζημιώσεις για ζητήματα όπως τα πνευματικά δικαιώματα και κατόπιν να αφαιρέσουν αυτά τα ποσά από το ύψος των εσόδων τους που φορολογούνται στις ΗΠΑ.
Κατώτατος διεθνής φορολογικός συντελεστής
Οι προθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν απόλυτα σαφείς και στις πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, η οποία τόνισε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τα κράτη – μέλη του G20 ώστε να θεσπιστεί ένας κατώτατος διεθνής φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις, ώστε να ανακοπεί η «βουτιά της φορολόγησης των εταιρειών σε διεθνές επίπεδο».
Η κα Γέλεν τόνισε ότι είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι κυβερνήσεις «διαθέτουν σταθερά φορολογικά συστήματα που αυξάνουν επαρκώς έσοδα σε βασικά δημόσια αγαθά και ανταποκρίνονται σε κρίσεις και ότι όλοι οι πολίτες μοιράζονται δίκαια το βάρος της χρηματοδότησης της κυβέρνησης».