Tη θέση της ΕΕ ενόψει της Διάσκεψης Κορυφής για το Κλίμα που διοργανώνεται από τα Ηνωμένα Έθνη, στη Νέα Υόρκη, στις 23 Σεπτεμβρίου, παρουσίασαν σήμερα στις Βρυξέλλες οι δύο αρμόδιοι επίτροποι, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Ενεργειακή Ένωση, Μάρος Σέφτσοβιτς και ο επίτροπος για το Κλίμα, Μιγκέλ Αριάς Κανιέτε.
Στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής προσέγγισης είναι o στόχος για επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας (απεξάρτηση από τον άνθρακα) μέχρι το 2050, ενώ η ΕΕ έχει, σύμφωνα με τους δύο επιτρόπους, εκπληρώσει ήδη τους στόχους για το 2020 και νομοθετήσει τα απαραίτητα μέτρα σε ό,τι αφορά τους στόχους για το 2030. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής, από το 1990 έως το 2017 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μειώθηκαν στην ΕΕ κατά 23% ενώ η οικονομία αυξήθηκε κατά 58%. Επιπλέον, το 25% των κεφαλαίων που θα περιλαμβάνονται στο επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (2021-2027) πρόκειται να χρηματοδοτήσουν δράσεις για το κλίμα.
«Με τη Συμφωνία των Παρισίων, για πρώτη φορά όλα τα μέρη δεσμεύτηκαν να μειώσουν τις εκπομπές. Τώρα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι αυτές οι μειώσεις θα είναι έγκαιρες ώστε να αποφευχθεί το χειρότερο από την κλιματική κρίση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα φέρει στη Νέα Υόρκη τον καρπό των εργασιών μας για την Ενεργειακή Ένωση: μια ρεαλιστική προοπτική μιας Ευρώπης ουδέτερης από πλευράς εκπομπών άνθρακα μέχρι το 2050, υποστηριζόμενης από φιλόδοξες πολιτικές που καθορίζονται στη δεσμευτική νομοθεσία», δήλωσε σχετικά ο Μ. Σέφτσοβιτς, εκφράζοντας την ελπίδα ότι τα ευρωπαϊκά σχέδια θα αποτελέσουν πηγή "έμπνευσης" και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τον περασμένο Ιούνιο τέσσερα κράτη-μέλη της ΕΕ (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία) δεν συμφώνησαν στον στόχο που έχει θέσει η Επιτροπή για το 2050, με το επιχείρημα ότι ο οικονομικός αντίκτυπος στις χώρες τους θα είναι μεγάλος.
«Είμαι βέβαιος ότι στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής θα υπάρξουν αποφάσεις όχι μόνο για την κλιματική ουδετερότητα αλλά και για το ταμείο μετάβασης το οποίο πλέον περιλαμβάνεται στις προτάσεις για να διασφαλιστεί μια κοινωνικά δίκαιη μετάβαση», σχολίασε ο επίτροπος Κανιέτε, ερωτηθείς σχετικά με το εν λόγω εμπόδιο. Ο ίδιος εξήγησε ότι το ταμείο μετάβασης είναι ένα νέο και «μεγάλης σημασίας» στοιχείο στο τραπέζι που θα πείσει όσους χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να κατανοήσουν την κλιματική ουδετερότητα. Επίσης, ο Ισπανός επίτροπος αναφέρθηκε και στη στήριξη των πολιτών αναφορικά με την αναγκαιότητα μιας φιλόδοξης δράσης για το κλίμα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το τελευταίο ειδικό Ευρωβαρόμετρο για το κλίμα που δημοσιεύθηκε σήμερα, το 93% των Ευρωπαίων πιστεύει ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και το 79% το βλέπει ως ένα «πολύ σοβαρό πρόβλημα».
Σε σύγκριση με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο το 2017, η κλιματική αλλαγή ξεπέρασε τη διεθνή τρομοκρατία στον κατάλογο με τα σημαντικότερα προβλήματα της ανθρωπότητας και βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά τη φτώχεια, πείνα και έλλειψη πόσιμου νερού.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, εννέα στους δέκα ερωτηθέντες (90%) θεωρούν την κλιματική αλλαγή «πολύ σοβαρό» πρόβλημα, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (79%), το οποίο συνιστά αύξηση πέντε ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2017. Επιπλέον, το ποσοστό που θεωρεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα έχει υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας το 11%, δηλαδή αύξηση επτά ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2017. Ωστόσο, παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 23%.
Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες στην Ελλάδα δηλώνουν ότι έχουν προβεί προσωπικά σε κάποια ενέργεια για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής τους τελευταίους έξι μήνες (54% έναντι 60%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ), και όταν δίνονται συγκεκριμένα παραδείγματα ενεργειών για το κλίμα, το ποσοστό αυξάνεται στο 91% (έναντι 93%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ).
Τα αποτελέσματα του Ευρωβαρόμετρου δείχνουν επίσης ότι οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν ανάγκη να ενισχύσουν τους δικούς τους στόχους για την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (92%) και να δώσουν περισσότερη δημόσια χρηματοδότηση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (84%).
Σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες στην Ελλάδα απάντησαν ότι είναι σημαντικό να θέσει η εθνική κυβέρνησή τους στόχους για να αυξήσει τη χρήση της ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030 (96%, σημειώνοντας αύξηση δύο ποσοστιαίων μονάδων), καθώς επίσης να στηρίξει τη βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση έως το 2030 (96%, σημειώνοντας αύξηση έξι ποσοστιαίων μονάδων). Τέλος, το 95% των ερωτηθέντων (πάνω από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 92%) στηρίζει τον στόχο μιας κλιματικά ουδέτερης ΕΕ έως το 2050.