Έχουμε εισέλθει πλέον για τα καλά σε μια εποχή παγκόσμιων κρίσεων, αλλά και παγκόσμιων προκλήσεων. Η πρόσφατη πανδημία του sars-cov-2 (COVID-19) μας το έδειξε αυτό με τον πιο σκληρό τρόπο. Από μια επαρχία της Κίνας, όπου υπήρχε ανεξέλεγκτη κατανάλωση άγριων ζώων, με ελλιπείς συνθήκες υγιεινής, μια μεταλλαγή ενός ιού των νυχτερίδων κατάφερε να μεταφερθεί από τα ζώα στον άνθρωπο. Οι αρχές της χώρας δεν αξιολόγησαν έγκαιρα την κατάσταση με αποτέλεσμα η μετάδοση του ιού να γίνει ανεξέλεγκτη. Το παγκοσμιοποιημένο δίκτυο των μετακινήσεων ευνόησε τη μετάδοση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Το κλείσιμο των συνόρων ή η απαγόρευση των μετακινήσεων, αν και επιβράδυνε την εξάπλωση και βοήθησε τα συστήματα υγείας να αντεπεξέλθουν στο φορτίο, δεν απέτρεψε τη διασπορά του ιού παντού στον πλανήτη. Αυτή τη στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο με βάση τα πιθανά ενδεχόμενα, μεταλλαγμένα στελέχη του ιού με υψηλότερη μεταδοτικότητα εμφανίζονται στο προσκήνιο. Το να οχυρωθούμε πίσω από τα σύνορα της χώρας μας, είδαμε ότι δεν μπορεί να είναι λύση στο πρόβλημα. Η λύση είναι η όσο το δυνατόν γρηγορότερη ανοσοποίηση του πληθυσμού σε ολόκληρο τον πλανήτη, από τη στιγμή που έχουμε αποτελεσματικά εμβόλια.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι δεν μπορεί να υπάρξει φως στο τούνελ χωρίς παγκόσμια συνεργασία και χωρίς διακρατικούς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Για εμάς ειδικότερα, αναδείχτηκε ξανά η σημαντικότητα του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανήκουμε, τόσο πολιτικά και οικονομικά, αλλά και ιστορικά, ως η πρώτη κοιτίδα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Αρχικά η Ε.Ε. έδειξε τα σωστά αντανακλαστικά, σχεδίασε ταχύτατα ένα ταμείο ανάκαμψης και ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για τα εμβόλια, έτσι ώστε τα κράτη να μην βρεθούν σε μεταξύ τους ανταγωνισμό. Στην πορεία βέβαια φάνηκε ότι η διαπραγμάτευση δεν ήταν τόσο επιτυχημένη, ενώ ούτε η χρηματοδότηση είναι γενναία, όπως κάνει για παράδειγμα η νέα κυβέρνηση των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ. Επανέρχεται λοιπόν ξανά στο προσκήνιο το ερώτημα: τι γίνεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση; O καθένας θα τραβήξει το δρόμο του όπως έκανε η Μ. Βρετανία ή θα ασχοληθούμε σοβαρά και με θέματα όπως η κοινή πολιτική σε θέματα αντιμετώπισης κρίσεων, κοινή αμυντική πολιτική, εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης και εκλογή της ηγεσίας της Ε.Ε. απευθείας από το λαό ώστε να υπάρχει έλεγχος και λογοδοσία;
Μήπως όμως, μετά την πανδημία, τα θέματα αυτά γίνουν λιγότερο πιεστικά; Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Η πίεση, σε όλα τα επίπεδα για το πού πάμε ως Ευρώπη συνεχώς θα αυξάνει, καθώς οι ανακατατάξεις σε όλο τον πλανήτη θα είναι τεκτονικές. Είναι αναγκαία όσο ποτέ μια στιβαρή και ενιαία ευρωπαϊκή γραμμή άμυνας, ως δημοκρατικό αντίβαρο στον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και αναδυόμενων δυνάμεων. Πολύ περισσότερο, που τη μεγαλύτερη κρίση δεν την έχουμε βιώσει ακόμη, αν και πλησιάζει συνεχώς προς το μέρος μας: την κλιματική αλλαγή. Μια μικρή αλλαγή στη μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα δημιουργήσει τεράστιες, μη αναστρέψιμες ανακατατάξεις, φυσικές καταστροφές εξαιρετικής σφοδρότητας, μια πολύ μικρή μόνο γεύση των οποίων έχουμε πάρει προς το παρόν. Πολλοί άνθρωποι θα αναγκαστούν βίαια να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα; Έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση το σχέδιο και τη θέληση να παίξει ένα σημαντικό ρόλο σε αυτό το νέο τοπίο, ή θα ακολουθεί τις εξελίξεις θεραπεύοντας παρά προλαμβάνοντας; Μπορούν οι παγκόσμιοι παίχτες να συνεννοηθούν σε μια ελάχιστη κοινή βάση, ώστε να αποφύγουμε τα χειρότερα;
*Ο κ. Βαγγέλης Αλμπάνης είναι περιφερειακός σύμβουλος Αττικής και Δρ. Φυσικής – Ερευνητής Φυσικών Επιστημών.