Η οικονομία της ευρωζώνης μπορεί να έχει δεχθεί ένα ιδιαίτερα ισχυρό πλήγμα από την πανδημία, όπως απέδειξαν και τα επίσημα στοιχεία για το ΑΕΠ β’ τριμήνου, αλλά αυτό δεν εμποδίζει το ευρώ να συνεχίζει το ράλι του έναντι του δολαρίου, έχοντας φθάσει σε υψηλό δύο ετών και παράλληλα να δημιουργεί αρκετή νευρικότητα στην επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της διοίκησης της τράπεζας καλείται να δώσει απάντηση και σε αυτό το ζήτημα στην αυριανή συνεδρίασή της.
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έχει ενισχυθεί 10% έναντι του δολαρίου από τον Μάρτιο έως και σήμερα, γεγονός που έχει επίπτωση τόσο στην πορεία του πληθωρισμού όσο και στην –έχουσα δεχθεί ήδη «κτύπημα» λόγω κορονοϊού- εξαγωγική δραστηριότητα των κρατών – μελών.
Οι αναλυτές ενώ αρχικά θεωρούσαν ότι η αυριανή συνεδρίαση της ΕΚΤ θα ήταν περισσότερο «διεκπεραιωτική» αρχίζουν πλέον να αλλάζουν άποψη και σπεύδουν να εξετάσουν τις κινήσεις που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει η τράπεζα προκειμένου να αντιμετωπίσει το ράλι του κοινού νομίσματος.
Την ίδια ώρα αρκετή πίεση στην ΕΚΤ προκαλούν και οι πρόσφατες αποφάσεις της Fed αναφορικά με τον τρόπο «αντιμετώπισης» του πληθωρισμού, με τη Λαγκάρντ να καλείται να αποδείξει ότι η ευρωπαϊκή τράπεζα δεν μένει πίσω αναφορικά με τις αντιδράσεις που οφείλει να έχει, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί με την εξέλιξη της πανδημίας.
Όπως αναφέρει σε εκτενή ανάλυσή του το πρακτορείο Bloomberg η ΕΚΤ διαθέτει τέσσερις εναλλακτικές λύσεις προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πονοκέφαλο που λέγεται ισχυρό ευρώ και ταυτόχρονα να το πράξει με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να μη δημιουργήσει συνθήκες «συναλλαγματικού πολέμου»:
- «Σιωπηρή αποδοχή»: Ένας από τους απαράβατους κανόνες της ΕΚΤ, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, είναι να μην παρεμβαίνει στις αγορές συναλλάγματος, υποστηρίζοντας ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν καθορίζουν την πολιτική της. Πάντως αυτόν τον κανόνα παραβίασε πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, ο οποίος σε δηλώσεις του παραδέχθηκε ότι «η πορεία του ευρώ σαφώς έχει σημασία για τη νομισματική πολιτική». Βάσει εκτίμησης του Bloomberg, παρά την πρόσφατη διόρθωσή του, το ευρώ μπορεί να φθάσει άνω των 1,22 δολαρίων το επόμενο τρίμηνο, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι η Λαγκάρντ θα αποφύγει να κάνει κάποια αναφορά στο ευρώ, παρότι είναι απόλυτα κατανοητό ότι ο κ. Λέιν έχει δίκιο στην άποψη που εξέφρασε.
- Χαλαρότερη νομισματική πολιτική: Η εφαρμογή μίας πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής με ταυτόχρονη επιτάχυνση του προγράμματος αγοράς ομολόγων ύψους 1,35 τρισ. ευρώ θα μπορούσε να αποτελέσει μία λύση για την ΕΚΤ, καθώς θα επιδρούσε τόσο στον πληθωρισμό όσο και στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ.
- Μείωση του επιτοκίου καταθέσεων: Αν και οι αναλυτές θεωρούν απίθανη μία τέτοια απόφαση, ορισμένοι traders πιστεύουν ότι αργά ή γρήγορα η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση, ιδιαίτερα εάν το ευρώ σπάσει το φράγμα των 1,30 δολαρίων, επίπεδο το οποίο στο παρελθόν έχει χαρακτηρίσει ως «απαγορευτικό» ο σύνδεσμος των Γερμανών βιομηχάνων, καθώς θα ασκούσε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην εξαγωγική δραστηριότητα αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης.
- Μείωση του επιτοκίου των TLTROs: Μέχρι πρότινος η ΕΚΤ ανησυχούσε ιδιαίτερα για την επίδραση που έχει στην κερδοφορία των τραπεζών και κατά συνέπεια στη χρηματοδότηση της οικονομίας το επιτόκιο με το οποίο «χρεώνει» τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους που επιλέγουν να διατηρούν στα ταμεία της μέρους του αποθεματικού τους. Φρόντισε να λύσει αυτό το πρόβλημα εφαρμόζοντας την πολιτική των «κλιμακωτών επιτοκίων» από τον Μάρτιο του 2020. Σύμφωνα με νέους όρους που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο για τα στοχευμένα μακροπρόθεσμα δάνεια, η ΕΚΤ παρέχει στις τράπεζες μετρητά με επιτόκιο μόλις 1%, υπό τον όρο ότι θα το δανείσουν σε εταιρείες και νοικοκυριά. Με αυτόν τον τρόπο φροντίζει να καλύψει το κενό που δημιουργεί το αρνητικό επιτόκιο, με το οποίο χρεώνει τις τράπεζες που καταθέτουν σε αυτήν κεφάλαια. Μία μείωση του επιτοκίου για τα στοχευμένα μακροπρόθεσμα δάνεια θα μπορούσε να αποτελέσει μία διέξοδο για την ΕΚΤ.