Εντείνεται η πολιτική αντιπαράθεση στην Πολωνία μεταξύ της φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης και του εθνικιστή προέδρου Κάρολ Ναβρότσκι, καθώς αυξάνονται τα σημεία τριβής σε ζητήματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι αμβλώσεις και τα δικαιώματα των ζώων.
Ο πρόεδρος, που ανέλαβε καθήκοντα πριν τέσσερις μήνες με τη στήριξη της δεξιάς αντιπολίτευσης, έχει ήδη ασκήσει βέτο σε 17 νόμους του κοινοβουλίου, δημιουργώντας πρωτοφανές προηγούμενο στη δημοκρατική ιστορία της χώρας.
Επιπλέον, ο Ναβρότσκι προχώρησε σε απορρίψεις διορισμών και προαγωγών σε τομείς όπως η δικαιοσύνη, η διπλωματία και οι μυστικές υπηρεσίες.
Παράλληλα, επικρίνει σταθερά την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τουσκ, εμφανιζόμενος ως υπερασπιστής της εθνικής κυριαρχίας και εκφράζοντας πολιτική εγγύτητα με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, κατηγορεί τον πρόεδρο ότι επιχειρεί να διευρύνει τις εξουσίες του και να υπονομεύσει τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται μετά από χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης του κόμματος PiS.
Ο Ντόναλντ Τουσκ είχε δεσμευτεί προεκλογικά για την επανεξέταση των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν από το 2015 έως το 2023, προκαλώντας συχνά τριβές με τις Βρυξέλλες σχετικά με το κράτος δικαίου και την ισορροπία εξουσιών.
Στην Πολωνία, ο πρόεδρος έχει κυρίως αντιπροσωπευτικό ρόλο και επιρροή στην εξωτερική και αμυντική πολιτική, αλλά διαθέτει και το κρίσιμο εργαλείο του βέτο στους νόμους. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν η κυβερνητική πλειοψηφία δεν διαθέτει το απαιτούμενο 60% για να το παρακάμψει.
Η πολιτειολόγος Έβα Μαρτσινιάκ σημειώνει πως "αυτή η συγκατοίκηση θυμίζει ένα δρόμο γεμάτο λακούβες", με τον πρόεδρο, τον πρωθυπουργό και το κοινοβούλιο να συγκρούονται διαρκώς.
Η ασυνεννοησία μεταξύ των δύο κέντρων εξουσίας αντικατοπτρίζεται και στην εξωτερική πολιτική, σε μια περίοδο που ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει άμεσα τη χώρα.
Ο Ναβρότσκι εκφράζει απόψεις που ευθυγραμμίζονται με τον αμερικανικό απομονωτισμό, ενώ η κυβέρνηση επιδιώκει την ενίσχυση της παρουσίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αναφέρει ο Πιοτρ Μπούρας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων.
Ο πρόεδρος εμφανίζεται αντίθετος στην ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ενώ δεν έχει συναντηθεί ακόμη με τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, παρότι η Βαρσοβία παραμένει βασικός υποστηρικτής του Κιέβου και κόμβος παροχής βοήθειας.
Παράλληλα, ο Ναβρότσκι υποστήριξε πρόσφατα την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, κατηγορώντας τις Βρυξέλλες ότι «στερούν τα κράτη μέλη από την κυριαρχία τους». Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών Ράντοσλαβ Σικόρσκι, που κατηγόρησε τον πρόεδρο για μονομερείς ενέργειες.
Σύμφωνα με τον Μπούρας, η διπλή γλώσσα στην πολωνική εξωτερική πολιτική προκαλεί σύγχυση στους εταίρους και αποδυναμώνει τη θέση της χώρας.
Τα προεδρικά βέτο έχουν χαρακτηριστεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό ως «νομοθετικό σαμποτάζ», καθώς αφορούν κρίσιμους τομείς όπως το καθεστώς των ουκρανών προσφύγων, την αγορά ενέργειας, τα κρυπτονομίσματα, τη φορολογία και το εκλογικό σύστημα. Μάλιστα, ορισμένα βέτο ασκήθηκαν παρά τη στήριξη της κοινής γνώμης, όπως στην απελευθέρωση της αγοράς αιολικής ενέργειας ή την απαγόρευση της μόνιμης δεσίματος σκύλων.
Το ρήγμα επηρέασε και τις προσπάθειες μεταρρύθμισης του ιδιαίτερα περιοριστικού νόμου περί αμβλώσεων, με τέσσερα σχετικά νομοσχέδια να αποτυγχάνουν λόγω της απειλής προεδρικού βέτο.
Όπως εκτιμά ο Πιοτρ Τρουντνόφσκι του Klub Jagiellonski, αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερους συμβιβασμούς, καθώς «καθένας πλέον θα πρέπει να σκέπτεται τρεις φορές πριν αναλάβει νέες πρωτοβουλίες, αν θέλει να φανεί αποτελεσματικός».