Σημαντικές κοινωνικές και υγειονομικές δαπάνες προκαλεί στις ΗΠΑ η μόλυνση του πόσιμου νερού με τα PFAS, γνωστά ως «παντοτινά χημικά», σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Αριζόνας. Οι ετήσιες απώλειες εκτιμώνται σε τουλάχιστον οκτώ δισεκατομμύρια δολάρια, με το κόστος να αφορά τόσο την ιατρική περίθαλψη όσο και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία και τα εισοδήματα.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences», αξιοποίησε δεδομένα από γεννήσεις στο Νιου Χάμσαϊρ την περίοδο 2010-2019. Επικεντρώθηκε σε μητέρες που ζούσαν κοντά σε περιοχές μολυσμένες με PFAS, εξετάζοντας τις επιπτώσεις στην υγεία των νεογνών.
Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν αυξημένα ποσοστά πρόωρων τοκετών, χαμηλού βάρους γέννησης και βρεφικής θνησιμότητας μεταξύ των μητέρων που κατανάλωναν νερό προερχόμενο από μολυσμένες περιοχές, σε σύγκριση με όσες βρίσκονταν σε περιοχές όπου το νερό έρεε προς τις μολυσμένες ζώνες.
Όπως σημειώνει η καθηγήτρια Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Αριζόνας, Άσλεϊ Λάνγκερ, οι υπολογισμοί αυτοί αποτελούν το ελάχιστο όριο του οικονομικού αντίκτυπου, ενώ εκτιμάται ότι το πραγματικό κόστος είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Τα ευρήματα αναδεικνύουν τη σημασία των παρεμβάσεων για τον καθαρισμό και τη ρύθμιση των PFAS, με στόχο τη μείωση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία.
Τα PFAS αναπτύχθηκαν αρχικά για ανθεκτικές επιστρώσεις σε προϊόντα καθημερινής χρήσης και πυρόσβεση, εξαιτίας της αντοχής τους στη θερμότητα, το λάδι και το νερό. Ωστόσο, χαρακτηρίζονται «παντοτινές χημικές ουσίες» λόγω της εξαιρετικά αργής αποδόμησής τους στο περιβάλλον, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες των επιστημόνων για τις επιπτώσεις στην υγεία.
Η μελέτη εστιάζει σε δύο διαδεδομένες ουσίες της οικογένειας PFAS, τις PFOA και PFOS, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται πλέον στις ΗΠΑ, αλλά παραμένουν στο περιβάλλον και συνεχίζουν να επηρεάζουν τα υπόγεια ύδατα.