Στα τέλη Αυγούστου, μια μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπίθεση χτύπησε την Jaguar Land Rover (JLR), αναγκάζοντας τον βρετανικό κολοσσό να διακόψει τη λειτουργία των εργοστασίων του σε όλο τον κόσμο.
Η επίθεση, που εκτιμάται ότι έχει κοστίσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, διέκοψε κρίσιμα σημεία της εφοδιαστικής αλυσίδας και απείλησε χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Σε μια πρωτοφανή κυβερνητική παρέμβαση, το Λονδίνο αποφάσισε να εγγυηθεί έκτακτο δάνειο ύψους 1,5 δισ. λιρών (2 δισ. δολάρια), προκειμένου η εταιρεία να πληρώσει τους προμηθευτές της και να επανέλθει σε πλήρη λειτουργία.
Ωστόσο, ειδικοί προειδοποιούν ότι η στήριξη αυτή μπορεί να δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο, μειώνοντας τα κίνητρα των εταιρειών να επενδύουν επαρκώς στην κυβερνοασφάλεια.
«Αυτή η υπόθεση ανοίγει μια δύσκολη συζήτηση σχετικά με το αν πρέπει να θέτουμε αυστηρότερους κανόνες ασφάλειας για ξένες εταιρείες που έχουν βαθιά παρουσία στην οικονομία μας», δήλωσε ο Stuart Davis στο Bloomberg, ειδικός κυβερνοασφάλειας και πρώην διευθυντής της CrowdStrike Ευρώπης. «Είναι επίσης ένα τεράστιο καμπανάκι αφύπνισης».
Η JLR εντόπισε την επίθεση στις 31 Αυγούστου, με μια ομάδα χάκερ που αυτοαποκαλείται “Scattered Lapsus$ Hunters” να αναλαμβάνει την ευθύνη μέσω Telegram.
Οι επιτιθέμενοι ισχυρίστηκαν ότι εκμεταλλεύτηκαν μια ευπάθεια στην πλατφόρμα SAP Netweaver, αποκτώντας πρόσβαση σε εσωτερικά συστήματα και αρχεία.
Η εταιρεία, που συνεργάζεται με το National Cyber Security Centre και τις αρχές ασφαλείας, ανακοίνωσε ότι πραγματοποιεί «σταδιακή και ελεγχόμενη» επανεκκίνηση των δραστηριοτήτων της. «Εργαζόμαστε μέρα και νύχτα για να διασφαλίσουμε ότι η επανεκκίνηση γίνεται με ασφάλεια», ανέφερε εκπρόσωπος της JLR.
Η κυβερνοεπίθεση είχε άμεσο και βαθύ αντίκτυπο στην παραγωγή. Τα εργοστάσια της JLR σε Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και Σλοβακία σταμάτησαν τη λειτουργία τους, με τις απώλειες να ανέρχονται σε περίπου 5 εκατ. λίρες ημερησίως και περισσότερα από 30.000 «χαμένα» οχήματα, σύμφωνα με τον αναλυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας Charles Tennant.
Η ζημιά εξαπλώθηκε και στην εφοδιαστική αλυσίδα, πλήττοντας δεκάδες εταιρείες και προμηθευτές στο West Midlands. Σε έρευνα του Black Country Chambers of Commerce, το 77% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι επλήγησαν αρνητικά από το μπλακ-άουτ, ενώ πολλές κατέφυγαν σε απολύσεις ή δανεισμό για να επιβιώσουν.
«Αυτή η κυβερνοεπίθεση δεν αφορά μόνο την JLR, πλήττει ολόκληρο το οικοσύστημα της αυτοκινητοβιομηχανίας και τις 13.000 θέσεις εργασίας που στηρίζει», προειδοποίησε η Sarah Moorhouse, διευθύνουσα σύμβουλος του επιμελητηρίου.
Η JLR αποτελεί τον μεγαλύτερο κατασκευαστή αυτοκινήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο και κρίσιμο παράγοντα για τη βρετανική οικονομία, η οποία ήδη δοκιμάζεται από το Brexit, τη μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα και την ενεργειακή κρίση. Η πολιτική σημασία της βιομηχανίας πιθανόν επηρέασε την απόφαση της κυβέρνησης να προσφέρει οικονομική στήριξη.
«Είναι απίθανο να δούμε μια παρόμοια παρέμβαση ξανά, καθώς αφορά μια εταιρεία με βαθιά οικονομική επιρροή και παρουσία σε πολλές εκλογικές περιφέρειες», εκτίμησε ο Jamie MacColl του Royal United Services Institute.
Η κρατική στήριξη, ωστόσο, προκαλεί ανησυχίες για ενδεχόμενο «ηθικό κίνδυνο». «Η κυβερνητική βοήθεια προσφέρεται συνήθως σε κρίσιμες υποδομές, όπως το νερό ή το ρεύμα», εξηγεί ο Davis. «Αν επεκτείνουμε αυτήν τη λογική σε ιδιωτικές, ξένες εταιρείες, τότε στέλνουμε το μήνυμα ότι μια εταιρεία μπορεί να είναι “πολύ μεγάλη για να αποτύχει” μόνο λόγω του οικονομικού της αποτυπώματος».
Η Laura Galante, πρώην διευθύντρια κυβερνοαπειλών στις ΗΠΑ, συμφωνεί: «Η κυβέρνηση κάνει το σωστό για την οικονομία και τους εργαζομένους, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνιμο εργαλείο. Οι εταιρείες δεν πρέπει να βασίζονται στο κράτος για να καλύψει τα κενά στις στρατηγικές ασφαλείας τους».
Η υπόθεση της Jaguar Land Rover αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυξανόμενης επιρροής του κυβερνοεγκλήματος στις εθνικές οικονομίες και της ανάγκης για πιο ανθεκτικά συστήματα ασφαλείας και προληπτικές πολιτικές σε ένα περιβάλλον όπου οι επιθέσεις δεν είναι πλέον θέμα «αν», αλλά «πότε».