Η 9η Ιουνίου 2024 μοιάζει να μετατρέπεται όχι μόνο στην ημέρα που ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμ. Μακρόν ήρθε αντιμέτωπος με μία σκληρή πραγματικότητα, αυτή της ήττας, αλλά και σε ένα απόλυτα κομβικό σημείο για τη γαλλική οικονομία.
Η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης τείνει να μετατραπεί στο μεγαλύτερο θύμα των πολιτικών εξελίξεων, εξαιτίας των φόβων ότι μία επικράτηση του ακροδεξιού κόμματος της Μ. Λεπέν στις εθνικές εκλογές θα οδηγήσει σε μια σοβαρή κρίση διακυβέρνησης.
Οι μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κόμμα της Εθνικής Συσπείρωσης θα κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές, αν και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα κατακτήσει την πλειοψηφία. Ακόμη, όμως, και έτσι ο Εμ. Μακρόν υποχρεούται από το γαλλικό Σύνταγμα να εγκρίνει τον διορισμό στη θέση του πρωθυπουργού του 28χρονου Ζ. Μπαρντελά.
Η κατάρρευση της αγοράς
Οι επενδυτές δεν φαίνεται να βλέπουν με τις καλύτερες προθέσεις το ενδεχόμενο της πρωθυπουργίας του Μπαρντελά, όπως αποδείχθηκε από την πορεία της γαλλικής αγοράς την τρέχουσα εβδομάδα.
Ο γαλλικός δείκτης CAC 40, είχε απώλειες για την εβδομάδα που ξεπέρασε το 6%, με τις γαλλικές τράπεζες να βλέπουν τις μετοχές τους να καταρρέουν και τις απώλειές τους να είναι διψήφιες.
Την ίδια ώρα το CDS, δηλαδή το κόστος κινδύνου που ζητούν οι επενδυτές για να διατηρήσουν στην κατοχή τους τα γαλλικά κρατικά ομόλογα, έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο 20 μηνών, με το spread μεταξύ 10ετών γερμανικών και γαλλικών ομολόγων, εντός της εβδομάδας, να εκτοξεύεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2022.
Τα γαλλικά 10ετή ομόλογα βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα εκτεταμένο sell off, με την απόδοσή τους να ξεπερνά, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, ακόμη και το επίπεδο του 3,3%, δηλαδή να είναι υψηλότερη από αυτήν των πορτογαλικών..
Μία οικονομία σε κρίση
Η αγωνία για το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών είναι τέτοια, που ο Γάλλος υπ. Οικονομικών, Μπ. Λεμέρ, δεν δίστασε σε δηλώσεις του να υποστηρίξει ότι εάν η άκρα δεξιά ή η άκρα αριστερά κατακτήσουν την εξουσία τότε η γαλλική οικονομία θα εισέλθει σε μία άνευ προηγούμενου κρίση.
Όπως υποστήριξε, τόσο το ακροδεξιό κόμμα όσο και ο συνασπισμός των αριστερών κομμάτων έχουν τέτοια οικονομικά προγράμματα που είναι αδύνατον να χρηματοδοτηθούν χωρίς να υπάρξει εκτίναξη του ελλείμματος και περαιτέρω αύξηση του χρέους.
Οι προειδοποιήσεις Λεμέρ -όσο και εάν προέρχονται από κάποιον που έχει και προσωπικό όφελος, καθώς θα πάψει να είναι ΥΠΟΙΚ- έχουν στέρεο έδαφος. Ο νέος πρωθυπουργός θα πρέπει να διαχειριστεί μια χώρα όπου το χρέος ανέρχεται στο 110% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει το 5%. Θα πρέπει επίσης να παρουσιάσει τον προϋπολογισμό του 2025 τον Οκτώβριο.
Το κόμμα της Λεπέν δεν έχει αλλάξει το οικονομικό του πρόγραμμα, σε σύγκριση με αυτό που ήταν πριν από δύο χρόνια, όταν διεκδίκησε τη γαλλική προεδρία. Σε αυτό περιλαμβάνεται μία σειρά φοροελαφρύνσεων αλλά και άλλων μέτρων, η αξία των οποίων – βάσει της εκτίμησης του Institut Montaigne- φθάνουν στο επίπεδο των 102 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή το γαλλικό έλλειμμα φθάνει στα 145 δισ., τότε εάν ο Μπαρντελά ως πρωθυπουργός θελήσει να το εφαρμόσει τότε αυτόματα θα εκτοξευθεί στο 8,5% του ΑΕΠ.
Ο Μπαρντελά, πάντως, άρχισε να «μαζεύει» έως ένα βαθμό τις υποσχέσεις, δηλώνοντας σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι δεν θα προχωρήσει σε κατάργηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που προωθεί ο Μακρόν – με μεγάλες πάντως αντιδράσεις από τα γαλλικά συνδικάτα- ενώ αφήνει στην άκρη υποσχέσεις όπως η κρατικοποίηση των φορέων εκμετάλλευσης των αυτοκινητόδρομων.
Όμως θα πρέπει να υλοποιήσει ορισμένες από τις υποσχέσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν την κατάργηση φόρων 20 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις επιχειρήσεις, τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα καύσιμα και την ηλεκτρική ενέργεια με κόστος 10 δισεκατομμυρίων ευρώ και την αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών κατά 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Θέλει επίσης να καταργήσει τον φόρο εισοδήματος για όσους είναι κάτω των 30 ετών, γεγονός που θα στερήσει από τα κρατικά ταμεία περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μόνο αυτά τα μέτρα ανέρχονται σε 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση πρέπει ήδη να συγκεντρώσει άλλα 120 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους για να ολοκληρώσει το πρόγραμμα χρηματοδότησης του 2024.