Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έφθασαν σε νέο ιστορικό υψηλό το 2023, για ένατη συναπτή χρονιά, υποδεικνύει έκθεση αναφοράς που δημοσιοποιείται σήμερα.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, που δημοσιοποιεί το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη με έδρα τη Στοκχόλμη, το SIPRI, οι στρατιωτικές δαπάνες σε πραγματικές τιμές, αφαιρουμένου του πληθωρισμού, αυξήθηκαν κατά 6,8% το 2023, φθάνοντας τα 2,44 τρισ. δολάρια, έναντι 2,24 τρισεκ. το 2022, κυρίως εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ετήσια βάση από το 2009, υπογραμμίζει το Ινστιτούτο.
Και οι 10 χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο τις αύξησαν κατά πολύ ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας θεωρείται η βασική αιτία της θεαματικής ανόδου τους.
«Όλες οι περιοχές που μελετάμε σημείωσαν αύξηση», κάτι που αποκαλύπτει πως «ο κόσμος νιώθει λιγότερο ασφαλής και πιθανόν καταφεύγει σε σκληρά μέτρα για την ασφάλειά του μάλλον παρά σε διπλωματικά μέσα», τόνισε ο ερευνητής του SIPRI Λορέντσο Σκαρατζάτο στο Γερμανικό Πρακτορείο.
Πολλές κυβερνήσεις εκλαμβάνουν την κλιμάκωση «των εντάσεων και της αστάθειας» και γι’ αυτό αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, πάνω απ’ όλα οι ευρωπαϊκές, μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού στην ουκρανική επικράτεια τον Φεβρουάριο του 2022, εξήγησε.
Οι ΗΠΑ παραμένουν μακράν στην πρώτη θέση παγκοσμίως, με στρατιωτικές δαπάνες που ανήλθαν σε 916 δισ. δολάρια. Πρόκειται για πάνω από το ένα τρίτο - το 37% - των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών και για ποσό περίπου τριπλάσιο από αυτό της χώρας που καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην κατάταξη: της Κίνας.
Το Πεκίνο αφιέρωσε κατά την εκτίμηση του Ινστιτούτου 296 δισ. δολάρια στις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις, ή περίπου το 12% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ποσό αυξημένο κατά 6% σε ετήσια βάση.
Με άλλα λόγια, στις ΗΠΑ και στην Κίνα αναλογούσαν πέρυσι σχεδόν οι μισές από τις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες.
Οι πρώτες επτά χώρες της κατάταξης παρέμειναν αμετάβλητες σε σχέση με το 2022, σύμφωνα με την έκθεση. Η Ρωσία παρέμεινε στην τρίτη θέση, ακολουθούμενη από την Ινδία και τη Σαουδική Αραβία.
Η Γερμανία κατέλαβε την 7η θέση, λίγο πίσω από τη Βρετανία.
Το Βερολίνο επικρίνεται συχνά διότι οι στρατιωτικές δαπάνες της «δεν έχουν φθάσει ακόμη το 2% του ΑΕΠ της, τον στόχο του NATO», σημείωσε ο ερευνητής του SIPRI Σκαρατζάτο. Ωστόσο πρέπει κανείς να λάβει υπόψη πως η Γερμανία είναι η χώρα με τις δεύτερες υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στη Γηραιά Ήπειρο, πίσω μόνο από τη Βρετανία, κι ότι το ποσοστό των δαπανών της το 2023 ήταν 1,5% του ΑΕΠ, όμως έχει δεσμευθεί πως θα το αυξήσει στο 2% από το 2024 και μετά.
Τα πράγματα στη Γερμανία «αλλάζουν», τόνισε ο ίδιος.
Ο Αλεξάντερ Λουρτς, ειδικός σε ζητήματα αφοπλισμού στη Greenpeace, πλειοδοτεί, τονίζοντας ότι η Γερμανία «πλέον έχει σημαντική συμβολή στην παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών».
«Η επαίσχυντη 7η θέση στον κατάλογο των χωρών με τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς παγκοσμίως θα όφειλε να κάνει όποιον καλεί να υπάρξει δεύτερο ειδικό ταμείο ή μεταρρύθμιση του φρένου χρέους για τον επανεξοπλισμό της Bundeswehr να το ξανασκεφτεί», πρόσθεσε.
Για τον κ. Λουρτς, η ασφάλεια δεν μπορεί να επιτευχθεί απλά και μόνο με στρατιωτικούς εξοπλισμούς: «Μπορούμε να δούμε ότι οι μαζικοί εξοπλισμοί δεν κάνουν τον κόσμο πιο ασφαλή, απεναντίας χειροτερεύουν τη βία παντού».
Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ισούνται με το 2,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Η μεγαλύτερη εκατοστιαία αύξηση στην κορυφαία δεκάδα της κατάταξης καταγράφτηκε στην Ουκρανία: ήταν 51%, με τις δαπάνες να φθάνουν τα 64,8 δισ. δολάρια. Από 11η το 2022, η Ουκρανία κατατάχθηκε 8η το 2023. Οι στρατιωτικές δαπάνες αναλογούσαν σχεδόν στο 60% -επακριβώς στο 58%- του συνόλου των κρατικών δαπανών της.
Το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο της Ρωσίας, όπου οι στρατιωτικές δαπάνες αναλογούσαν στο 16% του συνόλου των δημοσίων εξόδων.
Άλλες χώρες παρείχαν στο Κίεβο στρατιωτική βοήθεια ύψους τουλάχιστον 37,3 δισ. δολαρίων. Οι ουκρανικές στρατιωτικές δαπάνες και η ξένη βοήθεια υπολογίζεται πως αναλογούν στο 91% των ρωσικών στρατιωτικών δαπανών.
Στη Ρωσία, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 24%, στα 109 δισ. δολάρια το 2023, κατά τους υπολογισμούς του SIPRI.