Η ΕΕ θα πρέπει να διπλασιάσει τη στρατιωτική της βοήθεια προς την Ουκρανία για να αντισταθμίσει το κενό στην αμερικανική βοήθεια, καθώς ένα νέο πακέτο παραμένει μπλοκαρισμένο εδώ και μήνες στο Κογκρέσο, προειδοποίησε σήμερα το γερμανικό ινστιτούτο ερευνών Kiel.
«Είναι ιδιαίτερα αβέβαιο αν οι ΗΠΑ θα στείλουν επιπλέον στρατιωτική βοήθεια το 2024», εκτίμησε το ινστιτούτο που καταγράφει τη στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια που έχουν υποσχεθεί και έχουν προσφέρει οι σύμμαχοί της στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ινστιτούτου Kiel που σταματούν στις 15 Ιανουαρίου, οι ΗΠΑ έχουν στείλει 42,2 δισ. ευρώ στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022 ως τον Δεκέμβριο του 2023, δηλαδή περίπου 2 δισ. ευρώ τον μήνα.
Η ΕΕ έχει δεσμευθεί να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια ύψους 49,7 δισ. ευρώ, όμως μέχρι στιγμής έχουν δοθεί μόνο 35,2 δισ. ευρώ για όπλα και εξοπλισμό.
«Η Ευρώπη θα πρέπει τουλάχιστον να διπλασιάσει την τρέχουσα στρατιωτική της βοήθεια με την προοπτική ότι δεν θα υπάρξει επιπλέον βοήθεια από τις ΗΠΑ», προειδοποίησε ο Κρίστοφ Τρεμπές επικεφαλής της ομάδας του ινστιτούτου Kiel που είναι αρμόδια να παρακολουθεί τη βοήθεια στην Ουκρανία.
«Είναι μια πρόκληση, αλλά τελικά πρόκειται για ένα ζήτημα πολιτικής βούλησης», πρόσθεσε. «Οι χώρες της ΕΕ είναι μεταξύ των πιο πλούσιων παγκοσμίως και μέχρι σήμερα έχουν δαπανήσει μόλις το 1% του ΑΕΠ τους του 2021 για να στηρίξουν την Ουκρανία», σημείωσε.
Συνολικά από τον Φεβρουάριο του 2022 οι εταίροι της έχουν υποσχεθεί στην Ουκρανία συνολικά 265,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 141,3 δισ. ευρώ για οικονομική βοήθεια, 107,5 δισ. για στρατιωτική και 16,3 δισ. ανθρωπιστική βοήθεια.
Οι βασικότεροι δωρητές της Ουκρανίας είναι η ΕΕ και οι χώρες μέλη της (144,1 δισ.), οι ΗΠΑ (67,7 δισ.) και η Βρετανία (15,7 δισ.).
Αλλά και σε αυτή την περίπτωση το χάσμα μεταξύ των υποσχέσεων και των ποσών που πραγματικά δόθηκαν είναι μεγάλο, κυρίως για την ΕΕ, η οποία έχει προσφέρει μέχρι στιγμής βοήθεια ύψους 77,2 δισ. ευρώ. Η διαφορά αυτή εξηγείται διότι οι πόροι που αποδεσμεύονται από την ΕΕ αφορούν περίοδο πολλών ετών.