Τα επιδημιολογικά δεδομένα των τελευταίων μηνών στην Ελλάδα, μετά τη χειμερινή έξαρση λόγω της ηπιότερης παραλλαγής Omicron φαίνεται να επιτρέπουν μία επιστροφή στην κανονικότητα της συνύπαρξης με ιούς στη φύση, όπως άλλωστε συνέβαινε και πριν την COVID-19. Ταυτόχρονα, δίνεται πλέον ο χρόνος και η δυνατότητα στα συστήματα υγείας να κεφαλαιοποιήσουν τη γνώση που απέκτησαν από τη διαχείριση της πανδημίας και να προετοιμαστούν για μελλοντικές ίσως αντίστοιχες καταστάσεις, οι οποίες πιθανόν να είναι και συχνότερες. Αλλά και στον τομέα των εμβολίων, οι εξελίξεις θα είναι συνεχείς και θα κυριαρχήσουν στην ατζέντα της δημόσιας υγείας το επόμενο διάστημα.
Μια σχετική συζήτηση δημόσιας πολιτικής που έχει επανέλθει στο προσκήνιο με αφορμή τα εμβόλια, είναι το ζήτημα των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με αυτά, δηλαδή των πατεντών. Συζητείται έντονα αυτό το διάστημα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) η απαίτηση από ορισμένα κράτη μέλη να περιορίσουν ή και να αφαιρέσουν τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας στον τομέα των εμβολίων. Το επιχείρημα είναι ότι η δίκαιη πρόσβαση σε ένα τόσο πολύτιμο αγαθό δεν μπορεί να επιτευχθεί για όλους –και ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες– παρά μόνο αν μπορούν να παραχθούν εμβόλια σε τοπικό επίπεδο, προφανώς αξιοποιώντας τεχνογνωσία από τους καινοτόμους παραγωγούς των πρωτότυπων εμβολίων.
Η γνώμη μου είναι ότι η επιλογή αυτή είναι μάλλον βιαστική, επιφανειακή ως προς την αιτιολόγηση, και μάλλον αποπροσανατολιστική χωρίς λόγο. Αντίθετα, θεωρώ ότι μια τέτοια κίνηση θα λειτουργήσει αντίθετα στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα, περιορίζοντας καθοριστικά τα κίνητρα καινοτομίας για τις ερευνητικές ομάδες που συνεχίζουν να εργάζονται στην κατεύθυνση της έρευνας για νέες θεραπείες, φάρμακα και αποτελεσματικά εμβόλια. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ήδη 10 εμβόλια για την COVID-19 για χρήση άμεσης ανάγκης και περίπου 60 που βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές φάσης 3 ή 4 ή αναμένουν τον έλεγχο κάποιας ρυθμιστικής αρχής
Λαμβάνοντας υπόψη το ότι τον Ιανουάριο του 2020 γνωρίζαμε ελάχιστα μόνο για την COVID-19, η τρέχουσα κατάσταση αποτελεί μάλλον ένα θρίαμβο της καινοτομίας. Η ταχύτητα στην απόκριση και η διαθεσιμότητα εμβολίων έγιναν εφικτές λόγω ακριβώς της προστασίας των δικαιωμάτων αυτών. Αυτά τα δικαιώματα επέτρεψαν ακόμα και ανταγωνιστικές εταιρείες να συνεργαστούν και να ετοιμάσουν εμβόλια, καθώς διασφάλισαν ότι η κοινοποίηση και κοινή χρήση όλων των διαθέσιμων δεδομένων που είχαν αναπτύξει προστατευόταν επαρκώς. Δεν είναι κρυφές οι συνταγές για τα εμβόλια, όπως συνήθως αναφέρεται. Αντίθετα, για να απονεμηθούν οι σχετικοί τίτλοι απαιτείται δημοσίευση. Χωρίς πατέντες αυτή η γνώση θα περιοριζόταν σε εμπορικά μυστικά, κλειστά εργαστήρια και οι ερευνητές δεν θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτόν τον πλούτο, τη γνώση που παράγεται καθημερινά.
Αν όντως η ερευνητική προσπάθεια στον χώρο των εμβολίων δεν προστατεύεται με την απονομή ενός τέτοιο τίτλου, τότε στην πραγματικότητα πλήττεται άμεσα το κίνητρο για δαπάνες Έρευνας & Ανάπτυξης. Είναι ακριβώς αυτή η προστασία που επέτρεψε την ανάπτυξη πολλαπλών νέων ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων σε χρόνο ρεκόρ και την παραγωγή δισεκατομμυρίων δόσεων, σώζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ζωές. Η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα να καινοτομεί, να κατασκευάζει και να διανέμει αυτά τα προϊόντα έχει οδηγήσει σε σωτήριες θεραπείες και εμβόλια σε επιδημίες στο παρελθόν και σίγουρα θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στις μελλοντικές πανδημίες.
Επίσης είναι γεγονός ότι η ταχύτατη παραγωγή των απαιτούμενων εμβολίων σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι εύκολη. Και όμως έγινε. Περίπου 12 δισ. δόσεις είχαν παρασκευαστεί μέχρι τα τέλη του 2021, αριθμός ικανός να τροφοδοτήσει τον παγκόσμιο πληθυσμό, αν εξασφαλίζαμε ισότιμη πρόσβαση. Τα δικαιώματα αυτά επέτρεψαν συμφωνίες συμπαραγωγής με εταιρείες σε διάφορα σημεία στον κόσμο. Και η ανταλλαγή τεχνογνωσίας ήταν δυνατή καθώς η συνεργασία είχε εμπορικά χαρακτηριστικά και όχι εξωτερική πίεση για υποχρεωτική διάθεση στοιχείων.
Μπορεί να μην ακούγεται ευχάριστα, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι η κοινοποίηση κρίσιμων πληροφοριών λόγω απλώς μιας εξωτερικής πίεσης θα γινόταν ευκρινώς και ειλικρινώς. Επομένως, δεν ήταν η πατέντα η αιτία στο πρόβλημα της μη πρόσβασης αλλά οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις ή μη παρεμβάσεις και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές προστατευτισμού –όπως απαγόρευση εξαγωγών– που κατεγράφησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης ανά τον κόσμο.
Και εδώ υπάρχει όντως περιθώριο για βελτίωση: η εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων θα επέτρεπε την ταχύτερη διαθεσιμότητα των εμβολίων. Κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης η έλλειψη αυτής της εναρμόνισης οδήγησε σε καθυστερήσεις και διαφορετικά χρονοδιαγράμματα εγκρίσεων στις διάφορες χώρες, ενώ ακόμα και οι τοπικοί παραγωγοί έπρεπε να βρουν τρόπους να συμμορφωθούν με διαφορετικές ρυθμιστικές αρχές ανάλογα με τη χώρα προορισμό.
Συνεπώς σε αυτόν τον τομέα πρέπει να δοθεί έμφαση για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Οι κυβερνήσεις πρέπει να δεσμευτούν αξιόπιστα και αποτελεσματικά να διατηρήσουν ελεύθερα τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού για εμβόλια και θεραπείες ασθενειών κατά τη διάρκεια πανδημιών. Αντί να περιορίζουμε τα δικαιώματα σε καταστάσεις πανδημίας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένα μέτρα για την επιτάχυνση της δίκαιης πρόσβασης σε εμβόλια και φάρμακα, ιδίως στην εναρμόνιση των κανονισμών και την άρση των εμπορικών φραγμών.
* O Άγγελος Τσακανίκας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας ΕΜΠ, Επιστημονικού Υπεύθυνου Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας ΙΟΒΕ,