Βρισκόμαστε στο τέλος του 2020 και παρατηρώ ότι πυκνώνουν όλο και πιο πολύ οι ειδήσεις που δείχνουν την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, την τεχνολογία, τις στρατηγικές συνεργασίες, τις πολιτικές διεργασίες και τις γεωπολιτικές ζυμώσεις. Σκέπτομαι ότι δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ξεκίνησε την πορεία της στην καπιταλιστική οικονομία, διαθέτοντας το πρακτικά ανεξάντλητο εργατικό δυναμικό της και την απέραντη ενδοχώρα της «έναντι πινακίου φακής».
Ήταν το 1978. Λίγα χρόνια αργότερα, είχαν δημιουργηθεί δύο μεγάλα ποτάμια, που έρεαν αδιάκοπα με όλο και μεγαλύτερη ορμή: Το ένα μετέφερε επενδυτικά κεφάλαια και τεχνογνωσία στην Κίνα και το άλλο καταναλωτικά προϊόντα στη Δύση. Οι ανεπτυγμένες χώρες δεν έδειχναν να ανησυχούν. Ήταν τόσο μεγάλη η τεχνολογική πρωτοπορία τους, που μπορούσαν να αντισταθμίζουν τις εισαγωγές τους με αυτοκίνητα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τόσα άλλα αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας. Άσε που πίστευαν ότι θα επαναπατριζόταν ένα μεγάλο μέρος των κερδών.
Όμως, η Κίνα χτύπησε στο καίριο σημείο: Αφού έμαθε να μιμείται τη Δύση στα βιομηχανικά προϊόντα, έκανε το ίδιο στην τεχνολογία και τις υπηρεσίες. Η πάγια πρακτική της, εδώ και πολλά χρόνια, είναι να αναγκάζει τις ξένες επιχειρήσεις να δημιουργούν κοινοπραξίες με εγχώριες και να τους μεταβιβάζουν την τεχνογνωσία τους. Με όλα αυτά, έχει κάνει τεράστια τεχνολογικά άλματα και έφτασε στο σημείο να κονταροχτυπιέται με τις ΗΠΑ για την παγκόσμια κυριαρχία στον τομέα αυτό.
Ας μην ξεχνάμε το φιλόδοξο πρόγραμμά της «Made in China 2025» που έχει ως στόχο την επικράτηση της στη βιομηχανία ημιαγωγών, την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και γενικότερα όλες τις νέες τεχνολογίες, μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου παρέχει τόσο μεγάλες ενισχύσεις στις επιχειρήσεις της, που κάνει να φαίνονται ψίχουλα τα 400 δισ. δολ. του προγράμματος Μπάϊντεν για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων των ΗΠΑ.
Λίγες ημέρες πριν, πέρασε σχεδόν «στα ψιλά», μια πολύ σημαντική είδηση: Κάποιοι κινέζοι ερευνητές, ανέπτυξαν μια μεθοδολογία με την οποία πέτυχαν το λεγόμενο «κβαντικό πλεονέκτημα», πραγματοποιώντας υπολογισμούς με τη χρήση φωτονίων. Σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις, τους υπολογισμούς που έκαναν σε 3,5 λεπτά, θα τους έκανε ο ισχυρότερος υπολογιστής του κόσμου (ο ιαπωνικός Fugaku) σε 600 εκατομμύρια χρόνια ή ο κινεζικός SunwayTaihuLight (4ος ισχυρότερος στον κόσμο) σε 2,5 δισεκατομμύρια χρόνια! Η προηγούμενη προσέγγιση του «κβαντικού πλεονεκτήματος» είχε επιχειρηθεί πέρυσι από την Google, χωρίς όμως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Βέβαια ο κινεζικός αλγόριθμος δεν μπορεί ακόμη να προγραμματισθεί. Δεν δίνει, όμως, μια γεύση για το τι θα πρέπει να περιμένουμε από αυτή τη χώρα;
Οι φιλοδοξίες της Κίνας, πάντως, δεν περιορίζονται στην κατάκτηση της παγκόσμιας τεχνολογικής υπεροχής. Με μεθοδικότητα και υπομονή, σχεδιάζει την επέκταση της στις πέντε ηπείρους, πραγματοποιώντας επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και διαμορφώνοντας συνεργασίες που θα της φανούν ιδιαιτέρως χρήσιμες στο μέλλον. Η προσπάθεια αυτή διευκολύνεται από τη δυνατότητα κεντρικού σχεδιασμού που διαθέτει, αλλά και από την οικονομική της ευχέρεια. Ας μην ξεχνάμε ότι διαθέτει συναλλαγματικά αποθεματικά πάνω από 3 τρισ. δολ. και ακόμη ότι το ΑΕΠ της αυξάνεται με ετήσιους ρυθμούς πάνω από 5%.
Παράλληλα με τις επενδύσεις, η Κίνα ενισχύει την εσωτερική ζήτηση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διαμορφώσει μια μεγάλη αγορά στην ευρύτερη περιοχή της, ώστε να διασφαλίσει τη διάθεση της παραγωγής της σε κάθε περίπτωση. Θα αναφερθώ και πάλι σε μια σχετικά πρόσφατη είδηση (15-11-2020), που μας πληροφορούσε ότι η Κίνα, μαζί με άλλες 14 χώρες του Ειρηνικού (μεταξύ τους δύο χώρες με τεράστια οικονομική ισχύ, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα) συγκρότησε μια ζώνη ολοκληρωμένης οικονομικής συνεργασίας («RCEP»). Οι 15 χώρες της RCEP έχουν ετήσιο εισόδημα (ΑΕΠ) 26,2 τρισ. δολ. και ο πληθυσμός τους φτάνει τα 2.200 εκ. Για να καταλάβουμε το εκτόπισμα αυτής της σύμπραξης, ας σκεφτούμε ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι περίπου 85 τρισ. δολ. και ο πληθυσμός 7.800 εκ. Ακόμη, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (27 χώρες) έχει αντίστοιχο εισόδημα 20 τρισ. δολ. (πληθυσμός 450 εκ.) και η ζώνη ελεύθερου εμπορίου Βόρειας Αμερικής (ΗΠΑ, Μεξικό, Καναδάς) έχει εισόδημα 23,5 τρισ. δολ. (πληθυσμός 493 εκ). Σε όρους εμπορίου, η καινούργια οικονομική ένωση πραγματοποιεί περίπου το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών, έναντι 15% της ΕΕ και 11% των ΗΠΑ.
Με άλλα λόγια, η RCEP γίνεται η μεγαλύτερη οικονομική ένωση στον κόσμο. Και όχι μόνο αυτό. Παρουσιάζει διπλάσια εξαγωγική διείσδυση από την ΕΕ και τριπλάσια από τις ΗΠΑ και γι’ αυτό εκτιμάται ότι το 2030 θα πραγματοποιεί το 50% των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών. Έτσι, η Κίνα, όχι μόνο διπλασιάζει την αγορά στην οποία απευθύνεται, αλλά θα έχει την ευκαιρία να επεκτείνει την οικονομική της δραστηριότητα επενδύοντας στις φτωχότερες χώρες-μέλη της RCEP, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει να το κάνει. Π.χ. κινεζικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο Βιετνάμ πραγματοποιούν εξαγωγές ρούχων στις ΗΠΑ, αξίας 22 δισ. δολ. ετησίως.
Τέλος, έχοντας εξασφαλίσει τον ζωτικό χώρο παραγωγής και τις αγορές κατανάλωσης των προϊόντων της, μεριμνά για την ομαλή ροή τους, επενδύοντας σε υποδομές μεταφοράς και logistics (βλ. π.χ. λιμάνι Πειραιά).
Το επόμενο μεγάλο σχέδιο είναι να αυξήσει σιγά-σιγά τον βαθμό αποδοχής του νομίσματος της στις παγκόσμιες συναλλαγές (σήμερα το δολάριο και το ευρώ χρησιμοποιούνται στο 90% των συναλλαγών αυτών). Με ένα διεθνώς αποδεκτό γουάν, θα μπορεί να συνεχίσει την επεκτατική της πολιτική εξαγοράζοντας χωρίς όρια και πληρώνοντας με χρήμα που θα εκδίδει η ίδια, χωρίς μάλιστα να απειλείται από πληθωρισμό, γιατί ένα μεγάλο μέρος των «εκδιδόμενων» γουάν θα χρησιμοποιείται εκτός της χώρας, για συναλλαγές ή για το χτίσιμο συναλλαγματικών αποθεματικών.
Όλα δείχνουν λοιπόν ότι είναι θέμα χρόνου για την Κίνα, όχι μόνο να εκτοπίσει τις ΗΠΑ από τη θέση της πρώτης οικονομικής δύναμης, αλλά και να γίνει ο μεγάλος ρυθμιστής των γεωπολιτικών εξελίξεων στον Πλανήτη. Ο πρόεδρος Ξι Πινγκ, μιλώντας στο 19ο Συνέδριο του κόμματος, έθεσε ως χρονικό όριο το 2049 για την επίτευξη αυτού του στόχου. Με τα σημερινά δεδομένα και κυρίως με την αδράνεια της Ευρώπης και την προϊούσα παρακμή των ΗΠΑ, ίσως να τα καταφέρουν νωρίτερα. Φαντάζεσθε τι εθνικιστικά οράματα και τι διεκδικήσεις «θα βγάλουν στην επιφάνεια», σε μια τέτοια περίπτωση, τα δικτατορικά και θεοκρατικά καθεστώτα της Ρωσίας, του Ιράν, της Τουρκίας κ.α. με τα οποία η Κίνα έχει στενές σχέσεις;
Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.