Η οικονομία της Ρωσίας βρίσκεται σε καθοδική πορεία - και όσο ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παραμένει επικεφαλής, οποιαδήποτε χρήματα επενδύονται στη χώρα είναι βέβαιο ότι δεν θα πάνε πουθενά, σύμφωνα με τους Τζ. Σόνφιλντ και Στήβεν Τίαν, ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale.
Η ισχυρή άνοδος του Χρηματιστηρίου της Μόσχας με άνοδο 43% από την αρχή του έτους, αποτελεί μία πλασματική εικόνα τονίζουν οι δύο ειδικοί και ουσιαστικά, έως ένα βαθμό, καλύπτει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Η επιτυχία των ρωσικών μετοχών φέτος οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η Ρωσία έχει παγώσει τις εισροές και εκροές ξένων περιουσιακών στοιχείων, πράγμα που σημαίνει ότι όσοι επένδυσαν σε ρωσικές μετοχές πριν από την εισβολή στην Ουκρανία δεν μπόρεσαν να τις εξαργυρώσουν. Πρόκειται για μια κίνηση που είχε ως στόχο να στηρίξει τη ρωσική χρηματιστηριακή αγορά.
Τα κέρδη αποδίδονται επίσης στο ρωσικό ρούβλι, το οποίο πρόσφατα έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδό του έναντι του δολαρίου από την έναρξη του πολέμου - κάτι που επίσης λειτούργησε για να στηρίξει τη χρηματιστηριακή αγορά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ρωσία παράγει κυρίως εμπορεύματα που πωλούνται με τη χρήση ξένων νομισμάτων. Τα νομίσματα υψηλότερης αξίας εισρέουν, γεγονός που βοήθησε στην τεχνητή διόγκωση των κερδών και στην ενίσχυση των ρωσικών μετοχών.
«Τα κέρδη του χρηματιστηρίου αντικατοπτρίζουν λιγότερο την πραγματική δημιουργία πλούτου ή τις ξένες επενδύσεις/εμπιστοσύνη στις ρωσικές αγορές (που είναι ανύπαρκτες) και περισσότερο απλώς τις επιπτώσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας», σημειώνει ο Τίαν.
Πίσω από αυτά τα «φουσκωμένα» στοιχεία στην πραγματικότητα η Ρωσία υποφέρει από μια τεράστια απώλεια εμπιστοσύνης στην οικονομία της - και είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι επενδύσεις θα συνεχίζουν να υποχωρούν ακόμη και εάν ολοκληρωθεί ο πόλεμος της Ουκρανίας.
«Η απόδοση των ρωσικών μετοχών είναι πλασματική. Κανείς δεν θέλει να επενδύσει στη Ρωσία και αυτό θα ισχύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλωστε οι Ουκρανία, Πολωνία αλλά και οι χώρες της Βαλτικής είναι καλύτερες επιλογές», προσθέτει ο Σόνφιλντ. Εκτιμά ακόμη ότι και τα επόμενα έτη η ρωσική οικονομία θα υποφέρει. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει αποκοπεί από το παγκόσμιο σύστημα χρηματοοικονομικής επικοινωνίας, έχει παγώσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων και έχει δει τα ενεργειακά της έσοδα να μειώνονται στο μισό, γεγονός που έχει πλήξει τα οικονομικά της Μόσχας.
Η προβληματική οικονομία της Ρωσίας έχει επίσης οδηγήσει σε μαζική έξοδο εργαζομένων, ακαδημαϊκών και ολιγαρχών που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει θανατική καταδίκη για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Το χρήμα φεύγει και ρέει τώρα σε γειτονικές χώρες όπως η Αρμενία, η Γεωργία και το Κιργιστάν.
Οι εργαζόμενοι και οι ακαδημαϊκοί που φεύγουν αφαιρούν επίσης το τεχνικό και πνευματικό κεφάλαιο, τα οποία ήταν βασικά συστατικά της εμπορευματοκεντρικής οικονομίας της Ρωσίας. «[Το κεφάλαιο] πηγαίνει στις γειτονικές χώρες και δείχνει μια πλήρη περιφρόνηση για τις αδίστακτες τακτικές του Πούτιν και αποψιλώνει το διανοητικό κεφάλαιο για τη χώρα. Είναι καταστροφικό για το μέλλον της Ρωσίας», επιμένει ο ειδικός.
Αλλά αυτοί οι άνθρωποι (και τα χρήματά τους) πιθανότατα δεν θα επιστρέψουν στη Ρωσία ούτε μετά το τέλος του πολέμου, πρόσθεσε, αφού πολλοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στον Πούτιν ως ηγέτη. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει διπλασιάσει την οικονομική ισχύ της Ρωσίας παρά τα σαφή σημάδια οικονομικής αδυναμίας στη χώρα, από τις χαμηλότερες πωλήσεις αυτοκινήτων μέχρι την ελεύθερη πτώση για το νόμισμα.
Αν και οι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά περίπου 2% φέτος, το 58% των Ρώσων πιστεύει ότι «οι δύσκολες στιγμές έρχονται», σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Levada Center.