Μία από τις μεγάλες «εκκρεμότητες» που απασχόλησαν την αγορά σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια των πρώτων τρεισήμισι μηνών του έτους, προκαλώντας και μεγάλη προσμονή εν μέσω σημαντικών εισροών στο Χρηματιστήριο, τελειώνει αργά απόψε με την ανακοίνωση της ετυμηγορίας του μεγαλύτερου οίκου αξιολόγησης Standard and Poor’s.
Ακριβώς έναν ημερολογιακό μήνα πριν από τις εκλογές και 21 –με τη σημερινή– συνεδριάσεις πριν την κάλπη, η προγραμματισμένη αξιολόγηση του αμερικανικού οίκου καλλιέργησε σημαντικές προσδοκίες όλες τις προηγούμενες εβδομάδες και κυρίως το πρώτο δίμηνο του έτους, όταν και οι μέσοι τζίροι στο χρηματιστήριο διαμορφώθηκαν αρκετά πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ.
Η ένταση των τοποθετήσεων από την πλευρά των ξένων χαρτοφυλακίων, ήταν τέτοια που αρκετοί είχαν προεξοφλήσει ότι θα υπάρξει ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας στις 21 Απριλίου, προσμονή ασφαλώς άκρως ρεαλιστική σύμφωνα με όλα τα συμφραζόμενα που ίσχυαν έως ότου έρθει το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και αναδιαμορφώσει εντελώς τους εκλογικούς σχεδιασμούς.
Οι μήνες Φεβρουάριος και Μάρτιος βγήκαν με συνολικές συναλλαγές στο χρηματιστήριο πάνω από 5 δισ. ευρώ, καθιστώντας την αρχή του 2023 την πιο πλούσια από πλευράς τζίρων από το 2014, έτος στο οποίο ο Γ.Δ. κινήθηκε μεταξύ 1.200 και 1.360 μονάδων, υπήρχαν πάνω από δέκα τράπεζες, ενώ και οι εισηγμένες ήταν πολύ περισσότερες. Συνάμα, τα στοιχεία του Χ.Α. έδειξαν ότι τα αλλοδαπά χαρτοφυλάκια «έριξαν» 267 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του έτους στο Χ.Α.
Θυμίζουμε πως ο αρχικός σχεδιασμός της κυβέρνησης ήταν για εκλογές την 9η Απριλίου, με ό,τι μπορεί να σήμαινε αυτό για το «ξεκλείδωμα» των όποιων πολιτικών αναστολών του οίκου Standard and Poor’s στην προσέγγισή προς την Ελλάδα στις 21 Απριλίου, όμως ήρθε η σιδηροδρομική τραγωδία να αλλάξει εντελώς τις προτεραιότητες αλλά και τις ισορροπίες.
Πλέον, με τη χώρα να μπαίνει στις τέσσερις τελευταίες εβδομάδες έως τις εκλογές, συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ο οίκος πολύ δύσκολα θα κάνει τόσο καταλυτική… παρέμβαση σε ένα κράτος και μια οικονομία που είναι σε εκλογική διαδικασία, έστω και αν είναι κοινή πεποίθηση των αναλυτών ότι στην Ελλάδα η πολιτική σταθερότητα έχει σε μεγάλο βαθμό εμπεδωθεί και δεν θα υπάρξει δραματική αλλαγή οικονομικής πολιτικής, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα.
Μια άλλη παράμετρος που θα σταθμίσει ο οίκος, όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, είναι ότι αν προχωρήσει τώρα στην αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, ύστερα από 13 χρόνια σε καθεστώς "junk", αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέμβαση στις εκλογές και πριμοδότηση του κυβερνώντος κόμματος. Υπό αυτές τις ιδιάζουσες συνθήκες, αυτό που αναμένεται σήμερα από τον οίκο S&P, στην καλύτερη περίπτωση, είναι να προχωρήσει σε αναβάθμιση του outlook της οικονομίας από ουδέτερο σε θετικό. Αν δεν κάνει ούτε αυτή την κίνηση, τότε πιθανότατα αυτό θα εκληφθεί ως αρνητική εξέλιξη από την αγορά.
Θυμίζουμε πως αύριο Σάββατο ο πρωθυπουργός επισκέπτεται την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να «σφραγιστεί» η διάλυση της Βουλής και να μπουν μπροστά οι διαδικασίες για την προετοιμασία των εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση και το πρόσωπο του χρηματιστηρίου στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις όπου κινήθηκε διορθωτικά, με τάσεις συντήρησης αλλά και μείωση συναλλαγών, δείχνει ότι οι… insiders δεν αναμένουν κάτι δυνατό από τη σημερινή ανακοίνωση της S&P.
Η αγορά άλλωστε, μετά τη διόρθωση του Μαρτίου κάλυψε και με το παραπάνω το πτωτικό κενό, φτάνοντας την περασμένη Τρίτη στις 1.120 μονάδες και ελάχιστα κάτω από τα υψηλά οκτώμισι ετών και τις 1.133 μονάδες της 1ης Μαρτίου, άρα πλέον είναι σε καινούρια διαδικασία επανεκτίμησης δεδομένων, κάτω από το πρίσμα των πολιτικών συσχετισμών που θα διαμορφωθούν στις τέσσερις επόμενες εβδομάδες.
Ο πήχης των προσδοκιών για την αξιολόγηση του αμερικανικού οίκου Standard and Poor’s λοιπόν έχει χαμηλώσει και αυτός είναι και ο λόγος που η αγορά κατεβάζει τους τόνους, μειώνει όγκους και πρωτοβουλίες, αναμένοντας άλλους καταλύτες.
Στην προχθεσινή του ομιλία στην Κέρκυρα, άλλωστε, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης τόνισε πως η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας θα έρθει μετά τις εκλογές και μετά τη δημιουργία σταθερής και αυτοδύναμης κυβέρνησης, δείχνοντας ότι δεν αφήνει ούτε το ελάχιστο ενδεχόμενο να υπάρξει απρόσμενη θετική έκπληξη σήμερα από την S&P.
Σε κάθε περίπτωση, οι οίκοι αξιολόγησης δεν βιάζονται –ούτε έχουν λόγους να επισπεύσουν κάτι που νομοτελειακά θα έρθει- να αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία, εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Πολλώ δε μάλλον, όταν το παρόν εκλογικό σύστημα όχι μόνο δεν διευκολύνει τη δημιουργία σταθερής κυβέρνησης, αλλά φαίνεται πως θα δοκιμάσει τις πολιτικές και κομματικές και, τελικά, το επίπεδο της ωριμότητας του εγχώριου πολιτικού προσωπικού.
Οι κρίσιμες εκλογές και ο νέος ενάρετος οικονομικός κύκλος
Όλα αυτά, σε μια συγκυρία που η… νομή της εξουσίας καθίσταται άκρως ελκυστική. Η χώρα έχει βγει από τον «κορσέ» των μνημονίων, της τρόικας και των θεσμών, τα περιθώρια για μεγαλύτερη πρωτοβουλία κινήσεων σε επίπεδο παροχών, διορισμών, απευθείας ανάθεσης διαγωνισμών και άλλων σημαντικών αποφάσεων υπέρ των κομματικών «στρατών», είναι ξανά σχεδόν ελεύθερα.
Η Ελλάδα επιστρέφει στην πρώτη κατηγορία μετά από δώδεκα και πλέον χρόνια στην επενδυτική απομόνωση, ο προϋπολογισμός επανέρχεται φέτος σε πλεόνασμα, ο τουρισμός οδεύει για μια ακόμη εκρηκτική σεζόν, οι τράπεζες έχουν καθαρίσει από τα «τοξικά» των κόκκινων δανείων και γενικώς το οικονομικό περιβάλλον δείχνει ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ ελκυστικό.
Η χώρα έχει «καθαρίσει» με τις ιδιαίτερα δύσκολες αποφάσεις που ταλανίζουν άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, καθώς μέσω των μνημονίων και της επιτήρησης το όριο συνταξιοδότησης έχει ανέλθει στα 67 έτη, το brain drain είναι σε αναστροφή, επιχειρήσεις δεν φεύγουν πλέον από την Ελλάδα, καθώς η χώρα έχει γίνει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για κάθε είδους επένδυση σε νέες τεχνολογίες (data centers) φάρμακα, τρόφιμα αλλά κυρίως τουρισμό και φιλοξενία, οπότε το πεδίο είναι στρωμένο και πολλά υποσχόμενο για έναν νέο ενάρετο οικονομικό κύκλο.
Η πανδημία του Covid-19 που ταλάνισε όλη την υφήλιο αλλά και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλάζοντας εκ των πραγμάτων προτεραιότητες και στοχεύσεις είναι σε αποδρομή, ενώ κυρίαρχος καταλύτης και «εγγυητής» του νέου ενάρετου οικονομικού κύκλου, είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, κεφάλαια του οποίου ήδη έχουν ξεκινήσει να έρχονται προς τη χώρα.
Ολόκληροι κλάδοι θα αλλάζουν φυσιογνωμία μέσα στα επόμενα χρόνια και έως το 2026, ενώ τεράστια είναι τα έργα υποδομής, κατασκευών, ενέργειας, καινοτομίας και άλλων που χρηματοδοτούνται παχυλώς από το Ταμείο, εξού και η πρεμούρα των κατασκευαστών να δημιουργήσουν μεγαλύτερα σχήματα.
Όλες αυτές οι εξελίξεις καθιστούν ιδιαίτερα κρίσιμες τις προσεχείς εκλογές, ενώ θα δώσουν την ευκαιρία σε όποιον τελικώς πάρει το χρίσμα διακυβέρνησης της χώρας, να διαχειριστεί ένα αβανταδόρικο οικονομικό και επιχειρηματικό σκηνικό, που δύναται να αλλάξει προς το καλύτερο τη χώρα.
Ασχέτως λοιπόν με τη σημερινή ανακοίνωση του οίκου S&P, αυτό που είναι κοινός τόπος για το επενδυτικό προφίλ της χώρας είναι πως πρέπει να θεωρείται πως έχει ήδη πάρει την επενδυτική βαθμίδα, κάτι άλλωστε που μαρτυρούν και οι αποδόσεις ομολόγων, που κινούνται σε ελκυστικότερα επίπεδα από αυτά της Ιταλίας που έχει επενδυτική βαθμίδα.
Υπενθυμίζεται ότι η χώρα παρουσίασε το 1ο τρίμηνο πρωτογενές πλεόνασμα 3,1 δισ. ευρώ, ενώ έχει «κλειδώσει» με δανεισμό από τις αγορές το 90% των κεφαλαίων που χρειάζεται για να βγάλει τη χρονιά και τα έσοδα από τον τουρισμό αναμένεται ότι θα ξεπεράσουν φέτος τα 20 δισ. ευρώ, νούμερο που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία.
Από εκεί και πέρα, σε καθαρά βραχυχρόνιο ορίζοντα, αν δεν υπάρξει κίνηση από S&P, κάποιοι αναμένουν διόρθωση από Δευτέρα. Ο διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance ΑΕΠΕΥ Ηλίας Ζαχαράκης τονίζει πως αν δεν έρθει κάποια θετική έκπληξη από την S&P σήμερα, είναι λογικό να υπάρξει κάποια περαιτέρω διόρθωση.
Συνάμα, άλλοι αναλυτές επισημαίνουν πως το ενδεχόμενο πολιτικό και εκλογικό ρίσκο δεν έχει αποτιμηθεί σε αυτή τη φάση από την αγορά, κάτι που ίσως γίνει προσεχώς, με βάση και τις νέες δημοσκοπήσεις. Ο Economist, σε χθεσινό του δημοσίευμα αναφέρεται στο ενδεχόμενο η Ελλάδα να χρειαστεί τρεις εκλογικές διαδικασίες προκειμένου να υπάρξει νέα κυβέρνηση, ένα σενάριο που μολονότι έχει μικρές πιθανότητες, δεν παύει να αποτελεί ένα παράγοντα πιθανής ενίσχυσης του πολιτικού ρίσκου.