Μετά την μικρή ανάσα που πήραν στην τελευταία συνεδρίαση, οι δείκτες της Wall Street βυθίζονται και πάλι στο «κόκκινο», με την πίεση στον χρηματοοικονομικό κλάδο να εντείνεται μετά την καταιγίδα που προκάλεσε η ελβετική τράπεζα Credit Suisse και η άρνηση του μεγαλύτερου επενδυτή της να εισφέρει περισσότερα χρήματα.
Η μετοχή της ελβετικής τράπεζας έχει βρεθεί σε ιστορικά χαμηλά, προκαλώντας δυνατές αναταράξεις και στις δυο όχθες του Ατλαντικού, και τον οικονομολόγο Ν. Ρουμπινί να αναφέρει ότι η Credit Suisse είναι πολύ μεγάλη για να χαθεί, αλλά ίσως είναι και πολύ μεγάλη για να σωθεί.
Σε αυτό το δυσχερές κλίμα, στις 21:00 ο δείκτης Dow Jones υποχωρεί κατά 1,09% στις 31.805 μονάδες, και ο S&P 500 υποχωρεί κατά 0,92% στις 3.883 μονάδες ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq σημειώνει οριακές απώλειες 0,11% στις 11.416 μονάδες.
Υπό ασφυκτική πίεση βρίσκεται ο τραπεζικός κλάδος, ενώ μόλις είχε καταλαγιάσει ο πανικός από την κατάρρευση της SVB, με τη μετοχή της Credit Suisse να έχει μαζέψει τις απώλειες και να υποχωρεί κατά 18%, μετά την άρνηση του κορυφαίου ιδιώτη επενδυτή της, της Saudi National Bank να εισφέρει οποιαδήποτε παροχή νέων κεφαλαίων, τονίζοντας ότι το πράττει γιατί αύξηση του μεριδίου της στην ελβετική τράπεζα θα σήμαινε «μπερδέματα» και με τις ρυθμιστικές αρχές της Ευρώπης αλλά και την ΕΚΤ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των FT, η Credit Suisse απηύθυνε αίτημα στην Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας για στήριξη me μια καθησυχαστική δήλωση σχετικά με την οικονομική ευρωστία της μετά την κατάρρευση της μετοχής της, καταθέτοντας παρόμοιο αίτημα και στη Finma, την ελβετική ρυθμιστική αρχή.
Οι περιφερειακές τράπεζες βρίσκονται και πάλι υπό πίεση με την μετοχή της First Republic Bank να υποχωρεί κατά 17% στον απόηχο της υποβάθμισής της από S&P Global και Fitch, που επικαλέστηκαν κινδύνους για τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα της τράπεζας. Ο τίτλος της PacWest υποχωρεί κατά 14,5%, ενώ μικρότερες είναι οι απώλειες για τις μεγαλύτερες τράπεζες με την JP Morgan να καταγράφει πτώση 4,5% και η Bank of America 1,5%.
Ταυτόχρονα, τα νέα οικονομικά στοιχεία τροφοδοτούσαν τις ελπίδες για μια λιγότερο επιθετική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν κατά 0,4% τον Φεβρουάριο, φτάνοντας τα 697,9 δισ. δολάρια λίγο χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, καταγράφοντας μια μεγαλύτερη από την αναμενόμενη συρρίκνωση μετά από αύξηση 3,2% τον Ιανουάριο.
Οι τιμές παραγωγού αυξήθηκαν κατά 4,6% το έτος έως τον Φεβρουάριο, έναντι των προσδοκιών για αύξηση 5,4%, ενώ τον Ιανουάριο είχαν αυξηθεί κατά 5,7% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022.
Η αγορά παραμένει διχασμένη σχετικά με το ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της Fed. Περίπου το 60% στοιχηματίζει ότι δεν θα υπάρξει κίνηση επιτοκίων την επόμενη εβδομάδα, ενώ οι υπόλοιποι πιστεύουν ότι η κεντρική τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας, σύμφωνα με το εργαλείο Fed Rate Monitor.
Βαριές ήταν και οι απώλειες στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, καθώς η κρίση της Credit Suisse επέτεινε τους φόβους για διάχυση της κρίσης στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, με τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 να κλείνει σημειώνοντας πτώση 2,92% στις 436,45 μονάδες, ενώ ο Eurostoxx 50 υποχώρησε κατά 3,41% στις 4.036 μονάδες. Ο τραπεζικός κλάδος υποχώρησε κατά 7%, στη χειρότερη συνεδρίασή του από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eikon.
Στις επί μέρους ευρωπαϊκές αγορές, ο DAX στη Φρανκφούρτη υποχώρησε κατά 3,27% στις 14.735 μονάδες, και ο CAC-40 στο Παρίσι σημείωσε απώλειες 3,58% κλείνοντας στις 6.885 μονάδες, ενώ ο FTSE 100 στο Λονδίνο κατέγραψε πτώση 3,83% στις 7.344 μονάδες.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, ο FTSE MIB στο Μιλάνο υποχώρησε κατά 4,61% στις 25.565 μονάδες και ο IBEX-35 στη Μαδρίτη έκλεισε με απώλειες 4,37% κλείνοντας στις 8.759 μονάδες.