«Η συχνή συμμετοχή στα crypto μπορεί να εκθέτει τους συμμετέχοντες στον κίνδυνο του εθισμού και στην απώλεια περιουσίας»: Αυτή θα μπορούσε να είναι μια προειδοποίηση προς τους αγοραστές κρυπτονομισμάτων βγαλμένη από το... μέλλον της ρύθμισης και εποπτείας τους από τις αρχές, που θα θύμιζε την αντίστοιχη προειδοποίηση της Επιτροπής Παιγνίων για τα τυχερά παιχνίδια, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ύστερα από αρκετή μελέτη των crypto καταλήγει στο καταδικαστικό συμπέρασμα ότι δεν είναι επενδυτικά μέσα, είναι τυχερά παιχνίδια που εκθέτουν σε σοβαρούς κινδύνους τους παίκτες.
Την Πέμπτη, ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης, Φάμπιο Πανέτα, μέλος της πενταμελούς Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ και αρμόδιος για τα κρυπτονομίσματα και την εισαγωγή του ψηφιακού ευρώ, δημοσίευσε ένα σύντομο, αλλά με μεγάλη βαρύτητα, άρθρο, όπου συνοψίζει τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί ύστερα από αρκετή μελέτη των crypto από την κεντρική τράπεζα και δείχνει την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί το επόμενο διάστημα.
Ο Πανέτα απαντά στο βασικό δίλημμα που έχουν αυτή την περίοδο οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές - εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλο τον κόσμο: Χρειάζεται, τελικά, να υπάρξει μια ρυθμιστική και εποπτική παρέμβαση στην αγορά των κρυπτονομισμάτων ανάλογα με τα ισχύοντα για όλες τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ή αυτά αποτελούν μια περιθωριακή κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, η οποία δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, άρα θα πρέπει να αφεθεί χωρίς ρύθμιση και εποπτεία και να έχει κάθε επενδυτής την ευθύνη των πράξεών του, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταστραφεί οικονομικά;
Τη δεύτερη άποψη, δηλαδή ότι στα crypto πρέπει να ισχύσει η αρχή "caveat emptor" («ας προσέχουν οι αγοραστές») υποστηρίζουν αρκετοί οικονομολόγοι. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στη γερμανική οικονομική εφημερίδα "Handelsblatt" και αναδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ και το οποίο υπογράφεται από τους Ούλριχ Μπίντσιλ και Γιούργκεν Σάαφ, δύο υψηλόβαθμα, αρμόδια στελέχη της ΕΚΤ.
Συνοπτικά, αυτό που υποστηρίζουν οι δύο οικονομολόγοι είναι ότι η «φούσκα» των κρυπτονομισμάτων έχει σπάσει και η επενδυτική φρενίτιδα τελειώνει, για αυτό και οι αρχές θα πρέπει να αφήσουν αυτή την αγορά να αυτοκαταστραφεί, καθώς δεν υπάρχει κίνδυνος να αποσταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επιπλέον, τονίζουν, υπάρχει ο κίνδυνος, εάν οι αρχές παρέμβουν για να ρυθμίσουν την αγορά των κρυπτονομισμάτων αυτό να παρεξηγηθεί ως μια πράξη νομιμοποίησής τους από τις αρχές, που θα ευνοήσει τη συνέχιση της κερδοσκοπίας, με την ψευδαίσθηση ότι η ρύθμιση και εποπτεία έχει καταστήσει ασφαλείς τις τοποθετήσεις στα crypto.
Ο Πανέτα, όμως, που έχει και την ευθύνη της τελικής εισήγησης στο Συμβούλιο της ΕΚΤ για τα κρυπτονομίσματα, υιοθετεί την αντίθετη θέση από τους δύο τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας, κάτι που γίνεται αντιληπτό ήδη από τον τίτλο του άρθρου του: «Η αρχή του "caveat emptor" δεν εφαρμόζεται στα crypto». Με άλλα λόγια, ο Πανέτα τονίζει ότι δεν θα πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους όσοι «τζογάρουν» με τα κρυπτονομίσματα, αλλά να προστατευθούν, περίπου με τον ίδιο τρόπο που προστατεύονται από τις αρχές όσοι παίζουν τυχερά παιχνίδια.
Αυτή η προσέγγιση, φαίνεται ότι αποτελεί τη μέση οδό για την αντιμετώπιση των κρυπτονομισμάτων από τις αρχές. Δεν θα πρέπει να υπάρξει μια ρύθμιση και εποπτεία όπως αυτή που εφαρμόζεται σε «κανονικά» επενδυτικά μέσα (μετοχές, ομόλογα κ.α.), αλλά δεν θα πρέπει να αφεθούν εντελώς στην τύχη τους μέχρι να αυτοκαταστραφούν. Θα πρέπει να υπάρξει μια ρύθμιση και εποπτεία, περίπου όπως αυτή που εφαρμόζεται στα τυχερά παιχνίδια, όπου δίνεται έμφαση στον έλεγχο των εμπλεκόμενων εταιρειών, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος να... εξαφανίζουν με απάτες τα χρήματα των παικτών, περίπου όπως συνέβη πρόσφατα με την FTX, το ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων που κατέρρευσε. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες προειδοποιήσεις στους παίκτες για το ρίσκο που αναλαμβάνουν.
«Οι συναλλαγές σε μη εξασφαλισμένα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από τις ρυθμιστικές αρχές όπως τα τυχερά παιχνίδια», τονίζει ο Πανέτα στον υπότιτλο του άρθρου του. Από αυτή την τοποθέτηση, φαίνεται και μια σημαντική διάκριση που κάνει για τις επιμέρους κατηγορίες κρυπτοστοιχείων: σαν τυχερά παιχνίδια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται τα μη εξασφαλισμένα κρυπτονομίσματα, όπως το bitcoin και όλα τα υπόλοιπα που ακολουθούν τα ίδια βήματα. Για τα εξασφαλισμένα κρυπτονομίσματα, όμως, δηλαδή αυτά που συνδέουν την αξία τους με κάποιο νόμισμα, ο Πανέτα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να αντιμετωπισθούν σαν «κανονικά» assets, όπως τα ομόλογα και οι μετοχές.
Το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι αρχές, κατά τον Πανέτα, δεν αφορά ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τα crypto, καθώς το μέγεθος της αγοράς είναι μικρό και οι διασυνδέσεις της με τις τράπεζες ελάχιστες. Αφορά κυρίως την προστασία της κοινωνίας από αυτή τη μορφή τζόγου: «Το κόστος για την κοινωνία μιας ανεξέλεγκτης βιομηχανίας κρυπτονομισμάτων είναι πολύ υψηλό για να αγνοηθεί. Η φετινή κατάρρευση της αγοράς κρυπτογράφησης αιφνιδίασε εκατομμύρια επενδυτές. Οι μη ενημερωμένοι επενδυτές έμειναν με σημαντικές απώλειες. Δεν καίγονται μόνο τα κρυπτονομίσματα», τονίζει χαρακτηριστικά ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης.
Επιπλέον, πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο και άλλες βασικές «παρενέργειες» για την κοινωνία: «Τα μη ρυθμιζόμενα κρυπτονομίσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για φοροδιαφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και καταστρατήγηση κυρώσεων. Έχουν επίσης υψηλό περιβαλλοντικό κόστος», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο Πανέτα, που σε άλλο σημείο του άρθρου του υπογραμμίζει την ανάγκη να φορολογηθούν οι συναλλαγές σε κρυπτονομίσματα με τον ίδιο «βαρύ» τρόπο που φορολογούνται τα τυχερά παιχνίδια. «Θα πρέπει να φορολογούνται ανάλογα με το κόστος που επιβάλλουν στην κοινωνία», τονίζει.
Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι ωριμάζει στην Ευρώπη, καθώς μετά την Κομισιόν «μπαίνει στο παιχνίδι» και η ΕΚΤ, η ιδέα της ρύθμισης, εποπτείας και φορολόγησης των κρυπτονομισμάτων. Το 2023 όλα δείχνουν ότι θα είναι το έτος ανάληψης σημαντικών πρωτοβουλιών, που θα αλλάξουν τον τρόπο προσέγγισης αυτής της αγοράς από τις αρχές. Επιπλέον, όπως τονίζεται και από τον Πανέτα, η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να εκδώσουν τα δικά τους ψηφιακά νομίσματα, όπως το ψηφιακό ευρώ που ήδη σχεδιάζεται, ώστε να δημιουργηθούν ψηφιακά νομίσματα υψηλής αξιοπιστίας.
Το άρθρο του Φάμπιο Πανέτα
Το περασμένο έτος σηματοδότησε την κατάρρευση της αγοράς κρυπτονομισμάτων, καθώς οι επενδυτές μετακινήθηκαν από τον φόβο ότι θα χάσουν κέρδη εάν δεν συμμετέχουν, στον φόβο ότι δεν θα καταφέρουν να εξέλθουν από την αγορά.
Το TerraUSD -ένα stablecoin (σ.σ.: εξασφαλισμένο κρυπτονόμισμα) που ήταν σταθερό μόνο στο όνομα- ήταν από τα πρώτα που έπεσαν σε μια αλυσίδα καταρρεύσεων που κατέστρεψαν αρκετές πλατφόρμες δανεισμού, ένα hedge fund, ένα κορυφαίο ανταλλακτήριο περιουσιακών στοιχείων κρυπτογράφησης και πιο πρόσφατα μια μεγάλη εταιρεία εξόρυξης κρυπτονομισμάτων εισηγμένη στις ΗΠΑ. Άλλες εταιρείες κρυπτογράφησης είναι πιθανό να προστεθούν σε αυτήν τη λίστα τους επόμενους μήνες.
Αυτές οι αποτυχίες συνέβησαν σε γρήγορη διαδοχή, αντανακλώντας την απίστευτα υψηλή μόχλευση των παικτών, τη διασύνδεσή τους σε όλο το οικοσύστημα κρυπτονομισμάτων και τις ανεπαρκείς δομές διακυβέρνησής τους.
Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι η άνοδος της αγοράς κρυπτονομισμάτων έχει αφήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό αλώβητο. Ως εκ τούτου, πολλοί πιστεύουν ότι είναι προτιμότερο να αφήσουμε τα κρυπτονομίσματα να καούν παρά να τα ρυθμίσουμε με κίνδυνο να νομιμοποιήσουμε τα κρυπτονομίσματα.
Επιτρέψτε μου να εκφράσω δύο σημαντικές επιφυλάξεις σχετικά με αυτήν την άποψη:
Πρώτον, παρά τα θεμελιώδη ελαττώματά τους, δεν είναι βέβαιο ότι τα περιουσιακά στοιχεία κρυπτογράφησης τελικά θα αυτοπυρποληθούν. Πάρτε για παράδειγμα μη εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία κρυπτογράφησης. Δεν επιτελούν καμία κοινωνικά ή οικονομικά χρήσιμη λειτουργία: σπάνια χρησιμοποιούνται για πληρωμές και δεν χρηματοδοτούν την κατανάλωση ή την επένδυση. Ως μορφή επένδυσης, τα μη εξασφαλισμένα κρυπτονομίσματα στερούνται επίσης εγγενούς αξίας. Είναι κερδοσκοπικά περιουσιακά στοιχεία. Οι επενδυτές τα αγοράζουν με μοναδικό στόχο να τα πουλήσουν σε υψηλότερη τιμή. Στην πραγματικότητα, είναι ένα στοίχημα μεταμφιεσμένο σε επενδυτικό περιουσιακό στοιχείο.
Αλλά γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορούμε να περιμένουμε την εξαφάνισή τους. Οι άνθρωποι πάντα έπαιζαν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Και στην ψηφιακή εποχή, τα μη υποστηριζόμενα κρυπτονομίσματα είναι πιθανό να συνεχίσουν να αποτελούν όχημα για τυχερά παιχνίδια.
Δεύτερον, το κόστος για την κοινωνία μιας ανεξέλεγκτης βιομηχανίας κρυπτογράφησης είναι πολύ υψηλό για να αγνοηθεί. Πρώτον, η φετινή κατάρρευση της αγοράς κρυπτογράφησης αιφνιδίασε εκατομμύρια επενδυτές. Οι μη ενημερωμένοι επενδυτές έμειναν με σημαντικές απώλειες. Δεν καίγονται μόνο τα κρυπτονομίσματα.
Επιπλέον, τα μη ρυθμιζόμενα κρυπτονομίσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για φοροδιαφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και καταστρατήγηση κυρώσεων. Έχουν επίσης υψηλό περιβαλλοντικό κόστος.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε τα κρυπτονομίσματα ανεξέλεγκτα. Πρέπει να κατασκευάσουμε προστατευτικά κιγκλιδώματα που θα αντιμετωπίζουν τα ρυθμιστικά κενά και το αρμπιτράζ και θα αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο το σημαντικό κοινωνικό κόστος των κρυπτονομισμάτων.
Αυτό είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει. Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να περπατήσουν σε τεντωμένο σχοινί. Όπως και ο Οδυσσέας, πρέπει να αντισταθούν στις γοητευτικές σειρήνες των κρυπτονομισμάτων για να αποφύγουν να πέσουν θύματα της έντονης άσκησης πίεσης της βιομηχανίας κρυπτονομισμάτων. Και στο ταξίδι τους, πρέπει να απομακρυνθούν από τη Σκύλλα της κακής ρύθμισης και τη Χάρυβδη της νομιμοποίησης των μη σωστών μοντέλων κρυπτογράφησης.
Ο κανονισμός της ΕΕ για τις αγορές κρυπτοστοιχείων αποτελεί σημαντικό βήμα. Είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί το συντομότερο δυνατόν. Ωστόσο, πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για να διασφαλιστεί ότι ρυθμίζονται όλα τα τμήματα του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των αποκεντρωμένων χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων, όπως ο δανεισμός κρυπτοστοιχείων ή οι υπηρεσίες πορτοφολιού χωρίς θεματοφυλακή.
Επιπλέον, η ρύθμιση θα πρέπει να αναγνωρίζει τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα των μη εξασφαλισμένων κρυπτονομισμάτων και να τα αντιμετωπίζει ως δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών. Οι ευάλωτοι καταναλωτές θα πρέπει να προστατεύονται μέσω αρχών παρόμοιων με εκείνες που συνιστά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο. Θα πρέπει να φορολογούνται ανάλογα με το κόστος που επιβάλλουν στην κοινωνία.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος καθυστέρησης της ρύθμισης λόγω του χρόνου που απαιτείται για τις νομοθετικές διαδικασίες, οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές πρέπει να εξουσιοδοτηθούν να συμβαδίζουν με τις εξελίξεις στον τομέα των κρυπτονομισμάτων.
Και για να είναι αποτελεσματική και να αποτρέψει το ρυθμιστικό αρμπιτράζ (σ.σ.: την αξιοποίηση των πιο χαλαρών καθεστώτων ρύθμισης), η ρύθμιση πρέπει να έχει παγκόσμια εμβέλεια. Οι συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη ρύθμιση και την εποπτεία των δραστηριοτήτων και των αγορών κρυπτοστοιχείων θα πρέπει να οριστικοποιηθούν και να εφαρμοστούν επειγόντως, όπως και οι κανόνες που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από την Επιτροπή της Βασιλείας για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων των τραπεζών σε κρυπτονομίσματα.
Ωστόσο, η ρύθμιση και η φορολογία από μόνες τους δεν θα είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση των ελλείψεων των κρυπτονομισμάτων. Για να οικοδομήσουμε στέρεες βάσεις για το οικοσύστημα του ψηφιακού χρηματοοικονομικού τομέα, χρειαζόμαστε ένα αξιόπιστο ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο διακανονισμού χωρίς κίνδυνο, το οποίο μπορεί να παρασχεθεί μόνο με χρήματα κεντρικής τράπεζας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο εργάζονται τόσο για τη λιανική όσο και για τη χονδρική πώληση ψηφιακών νομισμάτων κεντρικών τραπεζών. Διατηρώντας τον ρόλο του χρήματος της κεντρικής τράπεζας ως άγκυρας του συστήματος πληρωμών, οι κεντρικές τράπεζες θα διαφυλάξουν την εμπιστοσύνη από την οποία εξαρτώνται τελικά οι ιδιωτικές μορφές χρήματος.