Έχοντας αποδείξει κατά τη διάρκεια του 2022 ότι –για πρώτη φορά μετά από χρόνια– μπορεί να κινηθεί κόντρα τέμπο με τις διεθνείς αγορές, «πατώντας» πρωτίστως σε εγχώριους καταλύτες, το ελληνικό χρηματιστήριο μπαίνει με ενδιαφέροντες οιωνούς στο 2023. Παρ’ ότι το +4,08% ως ποσοστό ανόδου το 2022 δεν είναι εντυπωσιακό, εντούτοις είναι μακράν καλύτερο από τη συντριπτική πλειονότητα των διεθνών αγορών, ενώ το Χ.Α. σε μια χρονιά εξαιρετικά έντονων κλυδωνισμών έδειξε ανθεκτικότητα, πιστοποιώντας ότι κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να δώσει πολύ καλύτερες αποδόσεις.
Εκλογές και ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας είναι τα δύο κεντρικά στοιχήματα της αγοράς για το 2023 που ήδη ξεκίνησε. Μάλιστα, ενδέχεται η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών ή από το κλίμα που θα επικρατήσει τις ημέρες των εκλογών και κατά πόσο θα προεξοφλείται ότι η χώρα θα αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση και δεν θα συρθεί σε πολύμηνη ακυβερνησία, κάτι που θα ήταν καταστροφικό.
Θυμίζουμε πως – συνήθως – οι εκλογικές χρονιές είναι χρονιές θετικής απόδοσης για το χρηματιστήριο σε ποσοστό άνω του 70% κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με τους επενδυτές να «ποντάρουν» είτε σε ενδεχόμενη πολιτική αλλαγή, είτε σε διατήρηση της υπάρχουσας διακυβέρνησης. Το 2019, με αφορμή την πολιτική αλλαγή, το Χ.Α. έδωσε κέρδη 50% σε επίπεδο Γενικού Δείκτη και +101% σε επίπεδο τραπεζών.
Τι εκτιμούν οι αναλυτές
Ηλ. Ζαχαράκης: Η ελληνική αγορά μπορεί να πρωταγωνιστήσει το 2023
Ο διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance ΑΕΠΕΥ, Ηλίας Ζαχαράκης τονίζει ότι «το 2023 μπορεί να εξελιχθεί σε έτος που θα θυμίσει πάλι στο ευρύ επενδυτικό κοινό ότι το ελληνικό χρηματιστήριο ζει. Μόνο και μόνο ότι το 2022 έπαιξε την τέλεια άμυνα σε τόσο δύσκολο παγκόσμιο περιβάλλον μας δείχνει ότι η νέα χρονιά μπορεί επιτέλους να μας αλλάξει το τριψήφιο επίπεδο που μας ταλαιπωρεί πολλά χρόνια. Μπορεί το 2023 να είναι μία εκλογική χρονιά και ο φόβος για μία παρατεταμένη ακυβερνησία επηρεάζει τους συμμετέχοντες, παρόλα αυτά μην ξεχνάμε πως μετά το πρώτο τρίμηνο πιθανότητα να έχει ξεκαθαρίσει η κατάσταση ή και κάποια κεφάλαια να θελήσουν να τοποθετηθούν όσο θα πλησιάζει η επενδυτική βαθμίδα.
Οι περισσότεροι ακούμε την επενδυτική βαθμίδα χωρίς να έχουν καταλάβει πόσα κεφάλαια θα εισρεύσουν παθητικά στην ελληνική ρηχή κεφαλαιαγορά. Αυτός είναι και ο πιο σοβαρός λόγος που το Χ.Α. είχε καλή εικόνα το 2022.
Μέσα στον Ιανουάριο έχουμε και δημοπρατήσεις μεγάλων έργων αλλά και τον διαγωνισμό της Αττικής Οδού, ενώ περιμένουμε μαζικά άνοιγμα νέων πακέτων ΕΣΠΑ. Στις 14 του μήνα περιμένουμε την αξιολόγηση από την Fitch με την DBRS να ακολουθεί στις 10 Μαρτίου και την Moody’s στις 17. Η DBRS είναι και η μόνη που απέχει μόλις ένα σκαλί από την επενδυτική βαθμίδα.
Το 2023 θα πρέπει να προσέξουμε τρεις κλάδους:
Ο τραπεζικός είναι ο πρώτος που φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει μία καινούργια πορεία μετά από χρόνια, χωρίς το βάρος των κόκκινων δανείων, αλλά και με μεγαλύτερη άνεση να δανείσει την αγορά. Ο κατασκευαστικός που πλέον έχει ετοιμαστεί με νέα κεφάλαια για την επόμενη μέρα και τα μεγάλα έργα που γίνονται. Να θυμίσουμε ότι δύο εταιρείες του κλάδου, Ελλάκτωρ και Intrakat άλλαξαν χέρια με νέες αυξήσεις κεφαλαίου, ενώ η ΓΕΚ Τέρνα περιμένει να βρεθεί με ρευστότητα από την πώληση της συμμετοχής της στην θυγατρική Τέρνα Ενεργειακή.
Τέλος ο κλάδος της πληροφορικής μπορεί να έκανε ένα τεράστιο ράλι τα τελευταία χρόνια, παρόλα αυτά η διόρθωση του 2022 δίνει την ευκαιρία σε επενδυτές να πάρουν θέση, πριν την επόμενη μεγάλη ανοδική πορεία. Αν κάποιος σκεφτεί ότι τα έργα που θα δημοπρατηθούν για τον κλάδο είναι αρκετών δισ. ευρώ και δεν θα μπορέσουν καν απορροφηθούν από τις υφιστάμενες εταιρείες στο σύνολο τους, θα καταλάβουμε πόσο πολύ μπορούν να αλλάξουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα.
Για το τεχνικό σκέλος, η διάσπαση των 930 μονάδων οδηγεί στην πολύ σημαντική ζώνη των 950 μονάδων, ενώ μια κατοχύρωση των 951 μονάδων θα δώσει στόχευση πάνω από τις 1.000 μονάδες. Αν οι αγορές αποφασίσουν να δουν έστω και ένα μίνι January Effect τότε η ελληνική αγορά είναι ικανή να κάνει την διαφορά.
Υπάρχει το τεράστιο πακέτο από το ταμείο στήριξης που ακολουθεί, ένας τραπεζικός κλάδος χωρίς βάρη και με την πολυτέλεια να δανείζει, αλλά και με αρκετές νέες ξένες επενδύσεις που ήδη έχουν γίνει και ή συνεχίζουν να γίνονται. Το ΑΕΠ της χώρας είναι αυξημένο περίπου κατά 6% και με πολλές εταιρείες να έχουν ρευστότητα.
Σίγουρα είμαστε αρκετά αισιόδοξοι σε ένα δύσκολο παγκόσμιο περιβάλλον, όμως αν κάποιος δει τα δεδομένα θα καταλάβει ότι η ελληνική αγορά μπορεί να πρωταγωνιστήσει έναντι των υπολοίπων και το 2023. Ο πληθωρισμός είναι κλειδί σε παγκόσμιο επίπεδο με τους περισσότερους να εικάζουν ότι κάπου στο δεύτερο εξάμηνο θα έχουμε καλύτερα δεδομένα για το αν οι κεντρικές τράπεζες αλλάξουν την επιτοκιακή τους πολιτική».
Μ. Χατζηδάκης: «Κλειδί» για την αναβάθμιση η πολιτική σταθερότητα
Ο υπεύθυνος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή Μ. Χατζηδάκης τονίζει πως «η μεγάλη νίκη του Χ.Α. το 2022 δεν είναι το +4,08%, αλλά το γεγονός ότι κατάφερε σε μια ακόμα δύσκολη συγκυρία να διαφοροποιηθεί θετικά από τις άλλες ανεπτυγμένες αγορές του πλανήτη. Το φαινόμενο συμβαίνει για πρώτη φορά μετά από χρόνια και συνάδει με τις επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών, ειδικά μετά και την ολοκλήρωση των αποτελεσμάτων 9μήνου όπου ήταν εμφανή τα σημάδια βελτίωσης σε ποσοτικό και ποιοτικό επίπεδο.
Το πόσο καλύτερα επιχειρηματικά θα πάνε το 2023 οι εισηγμένες είναι το μεγάλο στοίχημα αφού η φετινή χρονιά ήδη πατάει σε μεγέθη κερδοφορίας που είναι ιστορικά υψηλά. Το 2022 ωστόσο έφυγε χωρίς να έχουν λυθεί σοβαρές εκκρεμότητες σε ότι αφορά την ενεργειακή κρίση που είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του πληθωρισμού και εν τέλει την αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Το κόστος χρήματος επομένως θα βάλει μια ακόμα δυσκολία στο οικονομικό περιβάλλον περιορίζοντας ενδεχομένως και την δραστηριότητα στο μέτωπο των εξαγορών και συγχωνεύσεων ή αναθεωρώντας την προσδοκώμενη απόδοση ρίσκου ανεβάζοντας τις απαιτήσεις των επενδυτών. Η οικονομική ατζέντα του 2023 πρακτικά έχει δύο σκέλη για την εγχώρια επενδυτική κοινότητα:
Την περίοδο των εκλογών και την επενδυτική βαθμίδα. Το δεύτερο σκέλος προϋποθέτει ότι το πρώτο έχει κλείσει χωρίς αναταράξεις ή εκπλήξεις. Σε κάθε περίπτωση το κακό σενάριο θέλει την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και το καλό μια γρήγορη διαδικασία που δεν θα φέρει αναστάτωση ή καθυστέρηση στην οικονομία.
Δεδομένων των εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και των ενδείξεων επανάληψης της υψηλής τουριστικής ζήτησης του ‘22, η ανάπτυξη αναμένεται και το 2023 να έχει θετικό πρόσημο, οι τράπεζες και οι περισσότερες εταιρείες εμφανίζονται αισιόδοξες για την πορεία των μεγεθών τους, ενώ όλα δείχνουν ότι θα σημειωθεί σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ που θα προσεγγίσει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Σε ένα κλίμα πολιτικής σταθερότητας με προοπτική τετραετίας επομένως, υπάρχουν επιπλέον υποστηρικτικοί λόγοι για την απόκτηση του επενδυτικού αξιόχρεου. Η αντανάκλαση αυτών των ενδεχομένων δεν θα είναι αμελητέα για την αγορά.
Αν και το χρηματιστήριο έχει χάσει σε περιεχόμενο και τζίρο από την έξοδο των εταιρειών για τους γνωστούς λόγους όλα τα προηγούμενα χρόνια έχει μια μεγάλη ευκαιρία να ξαναμπεί δυνατά στο επίκεντρο των εξελίξεων όχι μόνο σαν οικονομικός φορέας εταιρικών πράξεων (αυξήσεις κεφαλαίου, εισαγωγές εταιρειών κ.λπ.) αλλά και σαν μια από τις βασικές επενδυτικές επιλογές για τους εγχώριους επενδυτές.
Οι εταιρείες έχουν αυξήσει την εξωστρέφεια τους, φαίνονται πιο ώριμες υιοθετώντας αυστηρότερους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και η μερισματική τους πολιτική φαίνεται να έχει γίνει πιο συνεπής. Το ζητούμενο για την αναζωογόνηση της Χρηματιστηριακής Αγοράς είναι η αύξηση του πεδίου ενδιαφέροντος τόσο σε επιλογές όσο και σε συμμετέχοντες. Και αυτό ίσως να είναι μια από τις εξελίξεις που θα (θέλαμε να) δούμε τη νέα χρονιά. Εκτός από τις εκλογές και την επενδυτική βαθμίδα, το 2023 μας επιφυλάσσει την ολοκλήρωση πολλών και σημαντικών επιχειρηματικών συμφωνιών αρκετών δισεκατομμυρίων.
Από τον Ιανουάριο θα γνωρίζουμε αν η ΔΕΗ κλείσει τελικώς την συμφωνία εξαγοράς της Enel Romania ενώ σε πολύ προχωρημένο στάδιο βρίσκεται και η συμφωνία πώλησης της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή. Η διαδικασία του διαγωνισμού της παραχώρησης της Αττικής Οδού αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στην χρονιά, ενδεχομένως και το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος να κάνει την έκπληξη και να κατευθυνθεί προς το ταμπλό του Χ.Α..
Το σημαντικό ανεκτέλεστο των 20 δισ. ευρώ στον κατασκευαστικό κλάδο έχει δημιουργήσει ζωηρή κινητικότητα σε παραδοσιακούς και μη παίκτες του χώρου, οι πράσινες επενδύσεις κερδίζουν έδαφος ενισχύοντας το ενδιαφέρον ξένων και ελληνικών κεφαλαίων, η υπόθεση πώλησης της Attica Group θα δώσει ένα στίγμα νέων ενδιαφερομένων για τουριστικές επενδύσεις ενώ η πληροφορική βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο με εξαγορές σε όλο το εύρος και μέγεθος των κεφαλαιοποιήσεων.
Ο τραπεζικός κλάδος τέλος μπαίνει στην νέα χρονιά με προοπτική σοβαρής κερδοφορίας, μονοψήφια κόκκινα δάνεια και υπόσχεση μερίσματος για την επόμενη χρήση. Υπάρχουν επομένως ικανοί καταλύτες να συντηρήσουν ένα ισχυρό ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά και, να προσελκύσουν νέο ενδιαφέρον και να δημιουργήσουν υπερτιμήματα.
Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες πάντα θα υπάρχουν, σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον το απρόβλεπτο είναι πια το αναμενόμενο. Η χρονιά που έφυγε, ωστόσο, είναι η απόδειξη ότι αν υπάρχουν αποτελέσματα υπάρχει αντοχή και επιμέρους σημαντικές χρηματιστηριακές επιδόσεις. Και αυτό είναι το μάθημα του 2022 και η σημαντικότερη παρακαταθήκη για το 2023».
Λ. Παπαϊωάννου: Τα δύο σκέλη του 2023 και οι προϋποθέσεις για τις 1.100 μονάδες
Ο Λουκάς Παπαϊωάννου, οικονομολόγος και χρηματοοικονομικός σύμβουλος, τονίζει πως «οι προβλέψεις για την ελληνική κεφαλαιαγορά το 2023, θα πρέπει να διαχωριστούν σε προ και μετά εκλογών.
Τα γεγονότα της πρώτης περιόδου θα προδικάσουν και την συνέχεια του έτους. Κυρίαρχο στοιχείο για την εξέλιξη της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, είναι το αποτέλεσμα των διπλών επερχόμενων εκλογών. Αν διασφαλιστεί μια ομαλή οικονομική συνέχεια, τόσο σε μάκρο όσο και σε μικρό επίπεδο, εν μέσω ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος, τότε το 2ο εξάμηνο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη αισιοδοξία, παρά τους παγκόσμιους «μαύρους κύκνους» που καιροφυλακτούν...
Σε περίπτωση παρατεταμένης εσωτερικής πολιτικό- οικονομικής αστάθειας και με δεδομένο το ευμετάβλητο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, ειδικά στην περιοχή μας, τότε η αυξημένη μεταβλητότητα θα κυριαρχήσει λόγω και της ρηχότητας της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, ειδικά αν οι ξένοι επενδυτές αντιληφθούν ότι η ομαλή κυβερνησιμότητα θα απαιτήσει πολλούς και ετερόκλητους συμμετέχοντες.
Η αυξημένη μεταβλητότητα όμως ευνοείται και λόγω των πολλών αστάθμητων παραγόντων που συνεχίζουν να επικρατούν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα όπως ο υψηλός πληθωρισμός, που παρά την ελαφρά πτώση του, δεν φαίνεται να είναι τόσο παροδικός όσο πίστευαν οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου.
Τυχόν αυξημένος ρυθμός ποσοτικής σύσφιξης τόσο από την FED όσο και από την ΕΚΤ, θα επιβαρύνει αναπόφευκτα τα προβλήματα ρευστότητας και αναχρηματοδότησης, τόσο σε κρατικά όσο και στο εταιρικά χρέη, με μεγάλους χαμένους τις αναδυόμενες οικονομίες και τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, αυξάνοντας τον κίνδυνο κοινωνικών αναταραχών.
Στα θετικά της νέας χρονιάς για την Ελλάδα, θα πρέπει να αναφερθούν η συνεχιζόμενη ροή χρήματος από τα υφιστάμενα πακέτα ανάκαμψης, που θα συνεχίσουν να καλύπτουν μεγάλο κομμάτι του ελλείμματος των επενδύσεων. Αν και εκτίμηση μας είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι θα απορροφηθεί από μικρό αριθμό μεγάλων ομίλων και δεν θα διαχυθεί στο σύνολο της οικονομίας, η θετική επίδραση είναι εμφανής. Επιπλέον η εξαιρετική τουριστική περίοδος του 2022, φαίνεται ότι έχει αρκετές πιθανότητες να επαναληφθεί αν δεν συμβεί κάτι συνταρακτικά αρνητικό...
Συμπερασματικά, παρά τις θετικές εκτιμήσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, την αξιόλογη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων, η νέα χρονιά αναμένεται ταραχώδης και με αυξημένη μεταβλητότητα ειδικά το 1ο εξάμηνο. Αυτή θα καθοριστεί κυρίως από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, την πορεία του πληθωρισμού τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές περιβάλλον, καθώς και από τα μέτρα που θα λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του από τις κεντρικές τράπεζες.
Η επίτευξη της υψηλής κερδοφορίας του 2022 και για τη χρήση του 2023 εκτιμάται δύσκολη για αρκετούς κλάδους, κυρίως όσους είναι ενεργοβόροι ή έχουν μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες.
Οι 1.100 μονάδες για τον Γενικό Δείκτη μπορεί να είναι ένας εφικτός στόχος σε ένα αισιόδοξο σενάριο αν δεν ισχύσει “ο νόμος του Murphy” και υπάρξει έγκυρη διάσπαση των 950 μονάδων. Αντιθέτως, τυχόν πίεση χαμηλότερα των 780 μονάδων θα σηματοδοτήσει περαιτέρω χρονική ταλαιπωρία για την αγορά. Στο ενδιάμεσο εύρος η εκμετάλλευση της μεταβλητότητας συνιστάται με αυστηρά stop loss, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας σε μετοχές με καλά θεμελιώδη μεγέθη, υψηλές ιστορικά μερισματικές αποδόσεις και διοικήσεις που μακροπρόθεσμα δεν έχουν απογοητεύσει. Το 2023 οι αποδόσεις θα βγαίνουν δυσκολότερα και με υψηλότερο αναλαμβανόμενο κίνδυνο, αλλά θα είναι υψηλές για όσους έχουν στρατηγική και υπομονή».