Μετά την ισχυρή ανάκαμψη του διμήνου Οκτωβρίου - Νοεμβρίου, όπου οι χρηματιστηριακοί δείκτες στις δύο όχθες του Ατλαντικού κάλυψαν αρκετό από το χαμένο έδαφος της bear market, το μεγάλο ερώτημα στις αγορές αφορά την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της Fed και το αν θα «φρενάρει» πράγματι ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων. Την ίδια ώρα, όμως, νέοι κίνδυνοι φαίνονται στον ορίζοντα, μετά τις πρωτοφανείς κινητοποιήσεις στην Κίνα εναντίον της πολιτικής μηδενικού COVID, που παίρνουν και αντικαθεστωτική χροιά και απειλούν τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Τα κινεζικά χρηματιστήρια και το γουάν υποχώρησαν σε χαμηλό άνω των δύο εβδομάδων σήμερα, μετά τις διαδηλώσεις κατά των ακραίων υγειονομικών μέτρων του Πεκίνου σε αρκετές μεγάλες πόλεις, εντείνοντας τον κίνδυνο σοβαρής οικονομικής διαταραχής. Κινέζοι πολίτες συγκρούστηκαν με την αστυνομία σε αρκετές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Πεκίνου και της Σαγκάης μέσα στο Σαββατοκύριακο, καθώς η δυσαρέσκεια για την πολιτική μηδενικού COVID κορυφώθηκε μετά από μια πολύνεκρη πυρκαγιά σε συγκρότημα κατοικιών στη δυτική Κίνα την περασμένη εβδομάδα και τις ταραχές στην Ζενγκζού για την εκ νέου επιβολή lockdown στην πόλη από την κυβέρνηση.
Ο δείκτης CSI 300 της Κίνας υποχώρησε 2,2%, ενώ ο δείκτης της Σαγκάης έχασε 1,6%. Οι ρευστοποιήσεις επεκτάθηκαν και στο Χονγκ Κονγκ, με τον δείκτη Hang Seng να υποχωρεί 3,6%. Το γουάν υποχώρησε 0,8% στην εσωτερική αγορά, ενώ στις διεθνείς συναλλαγές έχασε 0,6%. Η αναταραχή στην Κίνα επηρέασε το δολάριο, με τον δείκτη του αμερικανικού νομίσματος έναντι των κυριότερων ξένων νομισμάτων να κερδίζει 0,40%, καθώς κεφάλαια αναζήτησαν ασφαλείς τοποθετήσεις, ενώ τα futures του Dow Jones και του S&P 500 υποχωρούσαν κατά 0,50% στη διαπραγμάτευση τα ξημερώματα. Το αμερικανικό αργό υποχωρούσε κατά 2,75%, στα 74 δολ. το βαρέλι, λόγω φόβων για εξασθένηση της ζήτησης από την Κίνα.
Οι έντονες διαμαρτυρίες των πολιτών της Κίνας για τα υγειονομικά μέτρα πήραν και αντικαθεστωτική χροιά, με συνθήματα κατά του προέδρου Σι και του Κομμουνιστικού Κόμματος, που προς το παρόν έχουν απαντήσει με μέτρα καταστολής σχετικά χαμηλής έντασης. Η οικονομία της Κίνας βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη φάση, καθώς διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες για χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων και επιβλήθηκαν αυστηρά lockdown σε πολλές περιοχές, λόγω της αύξησης - ρεκόρ των κρουσμάτων. Η κεντρική τράπεζα μείωσε εκ νέου τις απαιτήσεις υποχρεωτικών διαθεσίμων των τραπεζών για να ενισχύσει τη ροή πιστώσεων στην οικονομία, που δοκιμάζεται από τα lockdown και την κρίση στον τομέα των ακινήτων.
Ενώ η αύξηση των λοιμώξεων εξακολουθεί να είναι μικρή σε σύγκριση με τα επίπεδα που παρατηρούνται σε άλλες χώρες, Κινέζοι αξιωματούχοι επανέλαβαν τη δέσμευσή τους στην πολιτική μηδενικού COVID λόγω των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού και της έλλειψης υποδομών υγειονομικής περίθαλψης. Τα αυστηρά μέτρα μηδενικού COVID επηρέασαν σοβαρά την κινεζική οικονομική ανάπτυξη φέτος, καθώς η χώρα έκλεισε αρκετούς βιομηχανικούς κόμβους για να περιορίσει τα κρούσματα. Ενώ η κυβέρνηση εφάρμοσε μια σειρά από μέτρα τόνωσης για να βοηθήσει στη στήριξη της ανάπτυξης, μέχρι στιγμής είχαν περιορισμένη επίδραση στην οικονομία.
Στοιχεία του Σαββατοκύριακου έδειξαν ότι τα κέρδη του βιομηχανικού τομέα της Κίνας μειώθηκαν περαιτέρω τον Οκτώβριο, ενώ τα στοιχεία του δείκτη PMI, που αναμένονται αργότερα αυτή την εβδομάδα αναμένεται να δείξουν συνεχιζόμενη αδυναμία στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το ράλι σε ΗΠΑ και Ευρώπη
Ενώ παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις στην Κίνα, που μπορεί να έχουν ευρύτερες επιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία, εντείνοντας τις υφεσιακές πιέσεις, οι αγορές στις ΗΠΑ και την Ευρώπη ολοκληρώνουν ένα πολύ καλό δίμηνο, καθώς ανέκαμψαν σταθερά και αποκατέστησαν ένα μέρος των ζημιών από την bear market του 2022. Όπως σημειώνουν οι Financial Times, ωστόσο, μερικοί από τους μεγαλύτερους διαχειριστές κεφαλαίων στον κόσμο δεν έχουν πειστεί ότι η ανοδική κίνηση θα έχει διάρκεια.
Ο S&P 500 της Wall Street κέρδισε 13% από το πρόσφατο χαμηλό του, τον Σεπτέμβριο, ως τα τέλη της περασμένης εβδομάδας, ενώ ο ευρωπαϊκός Stoxx 600 αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, κατά 15%. Ο Οκτώβριος και ο Νοέμβριος φαίνεται ότι θα αποτελέσουν τους πρώτους δύο συνεχόμενους μήνες κερδών για το 2022. Ωστόσο, οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί, καθώς βλέπουν κινδύνους από την πολιτική της Fed, ενώ πολλοί αναλυτές προβλέπουν ύφεση που θα μειώσει τα εταιρικά κέρδη.
«Οι αγορές ελπίζουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο», δήλωσε ο Γουέι Λι, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής στην BlackRock, τον μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο. «Είναι μόνο θέμα χρόνου μέχρι να γίνει αντιληπτό το μήνυμα της Fed και να αρχίσει να επιδρά η πραγματικότητα της ύφεσης», προσθέτει.
Οι προσπάθειες της Fed να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό μέσω υψηλότερων επιτοκίων ήταν ο κύριος παράγοντας πτώσης των τιμών των μετοχών φέτος και η ελπίδα ότι οι αυξήσεις επιτοκίων έχουν τελειώσει βοήθησε στη διατήρηση της πρόσφατης ανάκαμψης. Το μεγαλύτερο άλμα ήλθε στις 10 Νοεμβρίου, όταν ο S&P 500 κέρδισε 5,5%, αφού οι ΗΠΑ ανέφεραν μικρότερο ρυθμό πληθωρισμού από ό,τι ανέμεναν οι οικονομολόγοι.
Η προοπτική κάμψης του πληθωρισμού οδήγησε τους επενδυτές να στοιχηματίσουν ότι η Fed δεν θα χρειασθεί να αυξήσει τα επιτόκια όσο προβλεπόταν προηγουμένως, κάτι που ενισχύει σχετική αξία των μελλοντικών κερδών των εταιρειών. Την Τετάρτη, τα πρακτικά από την τελευταία συνεδρίαση της Fed αποκάλυψαν ότι οι περισσότεροι αξιωματούχοι τάχθηκαν υπέρ της επιβράδυνσης των αυξήσεων των επιτοκίων μετά από τέσσερις αυξήσεις 0,75%, κάτι που φάνηκε να επιβεβαιώνει τις προσδοκίες των αγορών για μικρότερες αυξήσεις.
Τα futures επιτοκίων, που έχουν ισχυρή επίδραση στις κινήσεις των τιμών των μετοχών, προβλέπουν επί του παρόντος αρκετές μειώσεις επιτοκίων μετά την κορύφωση της επόμενης άνοιξης. Ωστόσο, τα πρακτικά της Fed δεν αποκάλυψαν συζήτηση για τη μείωση των επιτοκίων και αξιωματούχοι έχουν τονίσει ότι θα παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Νταν Τζέραρντ, αναλυτής της State Street, υπογραμμίζει ότι ίσως η πορεία της αγοράς να είναι θετική και τον Δεκέμβριο, αλλά από τις αρχές του 2023 οι επενδυτές θα συνειδητοποιήσουν ότι οι μειώσεις επιτοκίων δεν έρχονται σύντομα.
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι αν έχουν υπολογίσει σωστά οι αγορές το πλήγμα που θα δεχθούν τα εταιρικά κέρδη από τα υψηλά επιτόκια και την εξασθένηση της οικονομίας, που πιθανόν να οδηγηθεί σε ύφεση -η Fed εκτιμά ότι η ύφεση το 2023 έχει πιθανότητες 50%. Οι αναλυτές αναμένουν ότι τα κέρδη στις εταιρείες του S&P 500 θα αυξηθούν κατά 5,7% το επόμενο έτος, σύμφωνα με τη FactSet, παρά την απειλή ύφεσης. Είναι πολύ πιθανό αυτή η πρόβλεψη, που υποστηρίζει τις τιμές των μετοχών, να αποδειχθεί υπερβολικά αισιόδοξη.
Στην Ευρώπη, ο Stoxx 600 έχει αυξηθεί κατά 15% από το χαμηλό του στα τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ οι γαλλικές και γερμανικές αγορές ενισχύθηκαν περισσότερο. Όπως και στις ΗΠΑ, οι επενδυτές που ανησυχούν για τον πληθωρισμό είχαν πρόσφατα κάποια καλύτερα νέα, με τις γερμανικές τιμές παραγωγού να μειώνονται για πρώτη φορά σε δύο χρόνια. Οι οικονομολόγοι εξακολουθούν να προβλέπουν ύφεση, αλλά η πτώση των τιμών του φυσικού αερίου -οι οποίες έφθασαν σε υψηλό όλων των εποχών τον Αύγουστο- συνέβαλαν στη βελτίωση των οικονομικών προβλέψεων. Ο Σέμα Σα, επικεφαλής παγκόσμιας στρατηγικής στην Principal Asset Management, δήλωσε ότι οι γερμανικές εταιρείες φαίνονται «κραυγαλέα ελκυστικές», έχοντας χαμηλές αποτιμήσεις.
Ένας σοβαρός κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές οικονομίες προέρχεται από την Κίνα, καθώς πολλοί περίμεναν ότι το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας θα ενίσχυε την Ευρώπη με αυξημένες εξαγωγές, αλλά το Πεκίνο κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση. Σταθερά σημαντικός κίνδυνος είναι και η στάση της Ρωσίας σε ό,τι αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες δηλώσεις αξιωματούχων από τη Μόσχα για περαιτέρω μείωση των εξαγωγών στην Ευρώπη.
«Έχουμε τιμολογήσει τους ενεργειακούς κινδύνους, αλλά οι ευρωπαϊκές μετοχές φαίνονται υπεραγορασμένες», δήλωσε ο Τιμ Ντρέισον, επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης στην LGIM. «Βασικά, η εικόνα των κερδών εξακολουθεί να είναι πραγματικά ζοφερή. Δεν περιμένω να κρατήσει αυτό το ράλι».
Ωστόσο, ενώ πολλοί επενδυτές είναι επιφυλακτικοί σχετικά με τη μακροπρόθεσμη εικόνα, ορισμένοι πιστεύουν ότι το τρέχον ράλι δεν θα σταματήσει γρήγορα. Ο Άντριου Σλάιμον, ανώτερος διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη Morgan Stanley Investment Management, δήλωσε ότι το απότομο άλμα μετά τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ σημαίνει ότι λίγοι επενδυτές θα διακινδυνεύσουν να πουλήσουν πριν από την επόμενη δημοσίευση στοιχείων, στα μέσα Δεκεμβρίου.