Έντονες είναι οι αιτιάσεις ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει χάσει τον έλεγχο του πληθωρισμού και το κόστος που μπορεί να χρειαστεί να καταβληθεί γι’ αυτήν την αστοχία είναι πιθανώς διολίσθηση της αμερικανικής οικονομίας σε ύφεση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Fed εφαρμόζει λανθασμένη πολιτική ή καθυστερεί να αντιδράσει, αλλά ένα ακόμη λάθος, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το Bloomberg, θα πλήξει σοβαρά την αξιοπιστία της.
Ποιο είναι το νόημα, θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί το αμερικανικό κοινό, μιας κεντρικής τράπεζας που επιτρέπει στον πληθωρισμό να φτάσει το 9% και στη συνέχεια δεν μπορεί επίσης να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας;
Στη δεκαετία του 1930 και στη δεκαετία του 1970, η Fed έχασε τον δρόμο της και η οικονομία εκτροχιάστηκε. Αυτές οι αστοχίες έδειξαν ότι χωρίς μια αποτελεσματική κεντρική τράπεζα, η οικονομία των ΗΠΑ υποφέρει, μερικές φορές σοβαρά.
Η ιστορία της Fed από την ίδρυσή της πριν από περισσότερο από έναν αιώνα αποκαλύπτει έναν θεσμό που συχνά κάνει λάθη - μερικές φορές με μεγάλες επιπτώσεις - αλλά επίσης μαθαίνει από τα λάθη του και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Τώρα, πριν από την επόμενη σοβαρή ύφεση, η Fed πρέπει να αποδείξει ότι αυτή η ικανότητά της δεν έχει χαθεί.
Κατ' αρχάς, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό και να προσπαθήσει να περιορίσει κάθε σχετική ύφεση στην οικονομία. Στη συνέχεια, απαιτεί να συνεργαστεί με το Κογκρέσο και το υπουργείο Οικονομικών για να θέσει σε εφαρμογή ρυθμίσεις έτσι ώστε όταν η οικονομία των ΗΠΑ επανέλθει σε ισορροπία, μια σοβαρή κρίση να είναι λιγότερο πιθανό να εμφανιστεί.
Ο πληθωρισμός, μετρούμενος με τον προτιμώμενο από τη Fed δείκτη - τον δείκτη τιμών προσωπικών καταναλωτικών δαπανών ή PCE - ήταν κοντά στο 7% τον Ιούνιο. Αυτό είναι υπερτριπλάσιο του στόχου της κεντρικής τράπεζας για 2%. Με τις τιμές για τα πάντα, από τη βενζίνη μέχρι τα είδη διατροφής, να έχουν αυξηθεί με καταιγιστικό ρυθμό τους τελευταίους 12 μήνες, το Bloomberg Economics υπολογίζει ότι το μέσο νοικοκυριό των ΗΠΑ αντιμετωπίζει για το 2022 έναν «φόρο πληθωρισμού» άνω των 5.200 δολαρίων.
Τι δείχνει η ιστορία
Στη δεκαετία του 1970, ο πρόεδρος της Fed Άρθουρ Μπερνς επέτρεψε στον πληθωρισμό να τρέξει πολύ ψηλά για πολύ καιρό, οδηγώντας την οικονομία σε στασιμοπληθωρισμού. Το 1979, ένα χρόνο μετά την αποχώρησή του, σε ομιλία του με τίτλο «Η αγωνία της κεντρικής τραπεζικής», υποστήριξε ότι η κοινωνία δεν ήταν πρόθυμη να δεχτεί το βάρος που ήταν απαραίτητο για την καταστολή του πληθωρισμού, καθιστώντας αδύνατο για τη Fed να κάνει τη δουλειά της.
Ένα άτομο στο ακροατήριο ήταν αποφασισμένο να αποδείξει ότι ο Μπερνς είχε άδικο. Ο Πολ Βόλκερ, λιγότερο από δύο μήνες στη θέση του προέδρου της Fed, επέστρεψε τρέχοντας στην Ουάσινγκτον. Έξι ημέρες αργότερα παρουσίασε μια ριζική αλλαγή πολιτικής που τελικά θα αύξανε τα επιτόκια αναφοράς σχεδόν στο 20%. Το κόστος του «σοκ Βόλκερ», όπως ονομάστηκε, ήταν μια βαθιά ύφεση, με εκατομμύρια ανθρώπους να οδηγούνται στην ανεργία. Το όφελος ήταν δεκαετίες σταθερής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού, μια περίοδος που οι οικονομολόγοι αποκαλούν σήμερα «Μεγάλη Μετριοπάθεια».
Σήμερα, με τον υψηλότερο πληθωρισμό από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ αντιμετωπίζει επίσης οδυνηρούς συμβιβασμούς. Μέχρι στιγμής, αφού αρχικά απέτυχε να αναγνωρίσει την έκταση του προβλήματος, η αντίδρασή του είναι πιο κοντά σε αυτήν του Βόλκερ σε σύγκριση με αυτήν του Μπερνς.
Υπό την ηγεσία του Πάουελ, η FOMC αύξησε το επιτόκιο από 0,25% στις αρχές του έτους σε 2,5% τον Ιούλιο. Με την ταχεία αύξηση των μισθών να απειλεί να ωθήσει τις τιμές προς τα πάνω, πρέπει να γίνουν περισσότερα. Ο Ν. Κασκάρι, ένα από τα πιο ήπια μέλη της FOMC, δηλώνει ότι αναμένει το επιτόκιο να φθάσει το 4,4% μέχρι το τέλος του 2023. Το Bloomberg Economics το βλέπει να αγγίζει το 5%.
Οι αγορές, όμως, δεν φαίνεται να το πιστεύουν. Πράγματι, η πεποίθηση των επενδυτών ότι τα επιτόκια δεν θα ανέβουν τόσο ψηλά πυροδότησε ένα ράλι στον S&P 500 στα μέσα Ιουνίου. Οι ανοδικές αγορές -αυξάνοντας την εμπιστοσύνη και τον πλούτο- δυσκολεύουν στην πραγματικότητα τη Fed να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Ακόμη και μια μίνι δόση από το φάρμακο του Βόλκερ θα είναι δύσκολο να την καταπιούν η οικονομία και οι αγορές. Τα υψηλότερα επιτόκια που απαιτούνται για το «πάγωμα» της ζήτησης και την επαναφορά του πληθωρισμού στο στόχο θα οδηγήσουν σίγουρα σε απώλειες θέσεων εργασίας και ασθενέστερη ανάπτυξη και θα μπορούσαν κάλλιστα να προκαλέσουν ύφεση. Το μοντέλο του Bloomberg Economics τοποθετεί τις πιθανότητες να ξεκινήσει ύφεση πριν από το τέλος του 2023 κοντά στο 100%.
Στις εννέα υφέσεις των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1950 έως το 2009, η Fed μείωσε το επιτόκιο κατά μέσο όρο 550 μονάδες βάσης για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη φορά, αν βασιστεί μόνο στο συμβατικό εργαλείο πολιτικής της -το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο - για να καταπολεμήσει μια σχετικά ήπια ύφεση, η FOMC θα στερηθεί περίπου 300 μονάδες βάσης για την τόνωση της οικονομίας.
Αντιμετωπίζοντας μια επανάληψη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ή την κατάρρευση λόγω της πανδημίας το 2020, το έλλειμμα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που η Fed θα έπεφτε έξω. Το 1929, μετά τη Μαύρη Δευτέρα, η κεντρική τράπεζα απέτυχε στην πρώτη της μεγάλη δοκιμασία: Άφησε χιλιάδες τράπεζες να χρεοκοπήσουν και εκατομμύρια εργαζόμενους να χάσουν τη δουλειά τους
Τα πράγματα ήταν διαφορετικά μέχρι τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Σίγουρα, η Fed -στο ρόλο της ως εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος- φέρει μερίδιο ευθύνης για την παράλειψη των προειδοποιητικών σημάτων κατά την προετοιμασία της κρίσης. Οι ρυθμιστικές αρχές έβλεπαν τις κορυφαίες εταιρείες της Wall Street, όπως η Goldman Sachs Group ως «τους πιο έξυπνους ανθρώπους στο σύμπαν» και εμπιστεύονταν την ικανότητά τους να διαχειρίζονται τους κινδύνους, σημειώνει ο Raghuram Rajan, πρώην στέλεχος του ΔΝΤ.
Αλλά μόλις χτύπησε η κρίση, ο πρόεδρος της Fed Μπεν Μπερνάνκι έδειξε ότι είχε μάθει από τις αποτυχίες της δεκαετίας του 1930 και ότι θα χρησιμοποιούσε όλο το φάσμα των εξουσιών της Fed για να αποτρέψει την καταστροφή. Η Fed όχι μόνο εξάντλησε τα συμβατικά της εργαλεία -κόβοντας το ομοσπονδιακό επιτόκιο αναφοράς στο 0%- αλλά χρησιμοποίησε και μη συμβατικά. Οι μεγάλες τράπεζες διασώθηκαν. Η Fed παρείχε μελλοντική καθοδήγηση, διαβεβαιώνοντας τις αγορές ότι τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια θα παρέμεναν χαμηλά. Και αγόρασε ομόλογα αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων για να πιέσει το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού επίσης προς τα κάτω.
Οι επιλογές της Fed
Μία από αυτές τις επιλογές είναι να αυξήσει τον στόχο για τον πληθωρισμό στο 3% από το 2%. Έχουν, επίσης, γίνει κάποιες κινήσεις στην Ιαπωνία, την Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία η Fed θα μπορούσε να δοκιμάσει. Αυτά περιλαμβάνουν την παροχή επιδοτήσεων στις τράπεζες για να τις ενθαρρύνουν να χορηγούν περισσότερα δάνεια, την καταβολή αρνητικών επιτοκίων - ουσιαστικά χρεώνοντας τις τράπεζες με πρόστιμο για τα αποθεματικά που αφήνουν στην κεντρική τράπεζα - και τον έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων, ή την οροθέτηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων με προοδευτικά μεγαλύτερες διάρκειες.
Σίγουρα υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει η νομισματική πολιτική από μόνη της. Αλλά όταν οι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής ενεργούν σε συνδυασμό με μια δημοσιονομική πολιτική, αυτό μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα.
Μια άλλη λύση θα μπορούσε να είναι η ενίσχυση αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν αυτόματους σταθεροποιητές: κανόνες που αυξάνουν τις κρατικές δαπάνες και μειώνουν τα έσοδα κάθε φορά που η οικονομία εξασθενεί, χωρίς να χρειάζεται το Κογκρέσο να δράσει εκείνη τη στιγμή.
«Στις χώρες όπου υπάρχει παράδοση αυτόματων σταθεροποιητών, η δημοσιονομική πολιτική ήταν αρκετά καλά σχεδιασμένη» κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού, όπως υποστήριξε η Λόρενς Μπουν σε συνέντευξή της όταν ήταν ακόμη επικεφαλής οικονομολόγος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.