Το μεγαλύτερο rebalancing των τελευταίων επτά ετών έλαβε χώρα στην τελευταία συνεδρίαση του Μαΐου στο ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς η είσοδος δύο ισχυρών μετοχών, όπως οι Εθνική και Μυτιληναίος στον MSCI Standard Greece, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες ανακατατάξεις στους δείκτες MSCI διεθνώς, λόγω και της αφαίρεσης μετοχών από τη Ρωσία, έφερε μεγάλες αλλαγές σταθμίσεων και σημαντικές μετακινήσεις επενδυτικών κεφαλαίων.
Είναι θετικό ότι αυξάνεται η βαρύτητα της ελληνικής αγοράς στο παγκόσμιο «ζύγι» των αναδυόμενων αγορών, με το Χ.Α. να αυξάνει ξανά σε οκτώ τις μετοχές που έχουν παρουσία στον ισχυρό δείκτη της Morgan Stanley Capital International.
Η αύξηση της στάθμισης της Ελλάδας στο δείκτη MSCI λόγω των μεγάλων ανακατατάξεων διεθνώς, έφερε –αναλογικά– σημαντικές εισροές σε όλες τις μετοχές που συμμετέχουν πλέον στο δείκτη MSCI Standard Greece και αυτός είναι ο λόγος που εκτοξεύτηκαν οι όγκοι και οι τζίροι σε τίτλους όπως ΟΤΕ, ΟΠΑΠ και Alpha Bank. Παράλληλα, ακόμη και στις δύο μετοχές που εισήχθησαν στο δείκτη, ήτοι στις Εθνική και Μυτιληναίο, οι συναλλαγές ήταν πολύ πιο ισχυρές απ’ ό,τι ανέμεναν διεθνείς οίκοι όλο το τελευταίο διάστημα.
Σύμφωνα με τον υπεύθυνο ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή Μάνο Χατζηδάκη, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι «όλη η ελληνική αγορά αναβαθμίστηκε στις τάξεις του MSCI, οπότε και σ’ αυτές τις δύο μετοχές οι εισροές ήταν μεγαλύτερες απ’ ότι είχε εκτιμηθεί. Παράλληλα, όλα τα “χαρτιά” που συμμετέχουν στο δείκτη πήραν – αναλογικά – περισσότερες εισροές και έτσι είδαμε αυτούς τους εξαιρετικά μεγάλους όγκους και τζίρους ακόμη και σε μετοχές που ήδη ήταν στο δείκτη MSCI Standard Greece, κάτι που σε προηγούμενες αναθεωρήσεις, δεν είχε παρατηρηθεί».
Στη συνεδρίαση της Τρίτης, ο τζίρος στο ελληνικό χρηματιστήριο εκτινάχτηκε στα 523,2 εκατ. ευρώ, επίδοση που είναι η μεγαλύτερη από τις 2 Δεκεμβρίου 2015 όταν είχαν διακινηθεί – επίσης λόγω rebalancing – 666,1 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, έως τις 17:00 μ.μ. η αξία συναλλαγών του Χ.Α. ήταν στα 104,6 εκατ. ευρώ, που σημαίνει ότι στις δημοπρασίες έγιναν συναλλαγές 418,6 εκατ. ευρώ!
Και οι οκτώ μετοχές που πλέον συμμετέχουν στον MSCI Standard Greece βρέθηκαν στην πρώτη 8άδα των κορυφαίων σε συναλλαγές τίτλων, με τις Εθνική και Μυτιληναίο ασφαλώς να ξεχωρίζουν, όμως μεγάλες κινήσεις έγιναν και σε ΟΤΕ, Alpha Bank και ΟΠΑΠ.
Η Εθνική που έως τις 17:00 μ.μ. είχε διακινήσει τζίρο 31,8 εκατ. έφτασε σε συναλλαγές – ρεκόρ 175,94 εκατ. ευρώ, διακινώντας όγκο 49,5 εκατ. τεμάχια, ενώ η μετοχή υποχώρησε κατά 3,20%. Η Μυτιληναίος που έως τις 17:00 μ.μ. είχε διακινήσει τζίρο 19,46 εκατ. ευρώ, στο τέλος έφτασε στα 136,39 εκατ. ευρώ, με όγκο 8,2 εκατ. τεμάχια και τη μετοχή στο -0,54%.
Ο ΟΤΕ διακίνησε τζίρο 65,87 εκατ. ευρώ καθώς αρκετά χαρτοφυλάκια «έχτισαν» ισχυρότερες θέσεις στον τίτλο, στην Alpha Bank έγιναν συναλλαγές 46,38 εκατ. ευρώ μέσω όγκου 46,9 εκατ. τεμαχίων, στον ΟΠΑΠ έγινε τζίρος 31,39 εκατ. ευρώ, στη Eurobank 16,3 εκατ. ευρώ και στη Jumbo 12,8 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, οι οκτώ προαναφερθείσες μετοχές που ανήκουν στον MSCI Standard Greece διακίνησαν 495,33 εκατ. ευρώ τζίρου, που σημαίνει ότι όλη η υπόλοιπη αγορά διακίνησε μόλις 27,87 εκατ. ευρώ.
Πλέον, από σήμερα ο δείκτης MSCI Standard Greece απαρτίζεται από οκτώ μετοχές, τρεις εκ των οποίων είναι τράπεζες και δύο ενεργειακές επιχειρήσεις. Πρόκειται για τις ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Eurobank, Alpha Bank, Εθνική, Jumbo, ΔΕΗ και Μυτιληναίος.
Θυμίζουμε ότι έως πριν ένα χρόνο, ο εν λόγω δείκτης φιλοξενούσε μόλις τρεις μετοχές (ΟΤΕ, ΟΠΑΠ και Jumbo). Τον Μάιο του 2021 εισήλθε η Eurobank, τον Ιούνιο μετά την αύξηση κεφαλαίου μπήκε η Alpha Bank ενώ τον περασμένο Νοέμβριο μετά τη μεγάλη ΑΜΚ εισήλθε και η ΔΕΗ.
Το ιστορικό
Θυμίζουμε πως η ελληνική αγορά είχε μπει στην… ελίτ των αγορών πριν από εικοσιένα χρόνια, στις 31 Μαΐου του 2001, με την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ, με τον Γενικό Δείκτη πάνω από τις 3.000 μονάδες και «νωπό» ακόμη το ράλι του 1999, που είχε φέρει και ισχυρό momentum εισαγωγής εκατοντάδων νέων εταιρειών στο ταμπλό.
Τότε η Ελλάδα αναβαθμίστηκε για πρώτη φορά σε ώριμη από ανεπτυγμένη αγορά, με την Morgan Stanley Capital International να εισάγει αρχικά 23 ελληνικές μετοχές στους δείκτες της, με τη στάθμιση της χώρας να διαμορφώνεται μάλιστα στο 1%.
Έκτοτε, η παγκόσμια επενδυτική βιομηχανία μεγάλωσε και «απλώθηκε» περαιτέρω, ενώ αντίθετη πορεία είχε το ελληνικό χρηματιστήριο, ειδικά μετά την πτώχευση της χώρας το 2010 και την είσοδο στα μνημόνια.
Έτσι, το μεγάλωμα άλλων διεθνών αγορών – χωρών και η παράλληλη σμίκρυνση της ελληνικής οικονομίας και αγοράς, μείωσε προοδευτικά τους εκπροσώπους του Χ.Α. και από τις 23 συμμετοχές, η Ελλάδα έπεσε στις οκτώ έως πριν από λίγα χρόνια.
Η χώρα μας, υποβαθμίστηκε στους συγκεκριμένους δείκτες τη 10ετία της χρεοκοπίας και των μνημονίων, με το ελληνικό χρηματιστήριο να υποβιβάζεται σε αναδυόμενη αγορά (emerging market) από τη Morgan Stanely το 2012. Από τις οκτώ μετοχές που απάρτιζαν το δείκτη MSCI Standard Greece, τα τελευταία χρόνια με τη διαγραφή των τραπεζών και της Motor Oil η ελληνική αγορά έμεινε μόλις με τρεις παρουσίες (ΟΤΕ, ΟΠΑΠ και Jumbo).
Η ελληνική αγορά από τότε που υποβαθμίστηκε από τις ανεπτυγμένες στις αναδυόμενες αγορές, έχασε σταδιακά αρκετές θέσεις μετοχών σε κυρίαρχους διεθνείς δείκτες, που λειτουργούν ως μπούσουλας για πολλά θεσμικά χαρτοφυλάκια. Έτσι, η τωρινή αλλαγή ρότας και η αύξηση των μετοχών στον MSCI σε οκτώ είναι θετική εξέλιξη, καθώς αυξάνει τις μετοχές που θα μπορούν να επενδύουν ισχυρά ξένα παθητικά χαρτοφυλάκια (ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά ταμεία κ.α.).
Ως αναδυόμενη, η ελληνική αγορά έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος απ’ ό,τι αν ήταν στη μεγάλη κατηγορία, αλλά τα κεφάλαια που εισρέουν στην Ελλάδα είναι λιγότερα επί της ουσίας γιατί αντλούνται από μικρότερη δεξαμενή. Για να αναβαθμιστεί σε ώριμη αγορά δηλαδή developed market θα πρέπει, μεταξύ πολλών παραμέτρων, να ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα, κάτι που αναμένεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το 2023, αλλά και να αυξηθεί σημαντικά η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών.