Οι επενδυτές στις χρηματιστηριακές αγορές, οι περισσότερες εκ των οποίων εμφανίζουν διψήφιες απώλειες από την αρχή του έτους, θα πρέπει να προετοιμαστούν για διατήρηση των πτωτικών τάσεων, κυρίως εξαιτίας της νομισματικής πολιτικής της Fed.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Reuters, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες μετρούν πόσο εύκολα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πιστώσεις, οπότε είναι κρίσιμες για να δείξουν πώς η νομισματική πολιτική μεταδίδεται στην οικονομία. Ο επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ επανέλαβε την περασμένη Τετάρτη ότι θα τις παρακολουθεί στενά.
Φυσικά έχουν αντίκτυπο στη μελλοντική ανάπτυξη. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι μια σύσφιξη κατά 100 μονάδες βάσης στον δείκτη χρηματοοικονομικών συνθηκών (FCI) που καταρτίζει -ο οποίος λαμβάνει υπόψη τα επιτόκια, τις πιστώσεις και τα επίπεδα μετοχών, καθώς και το δολάριο– θα συμπιέσει την ανάπτυξη κατά μία ποσοστιαία μονάδα κατά το επόμενο έτος.
Ο δείκτης της Goldman και άλλοι δείκτες από τη Fed του Σικάγο και το ΔΝΤ δείχνουν ότι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν περιοριστεί σημαντικά φέτος, αλλά παραμένουν χαλαρές σε σχέση με το παρελθόν, γεγονός που αποδεικνύει την «επιθετικότητα» των μέτρων στήριξης που εφαρμόστηκαν προκειμένου βοηθηθούν οικονομίες προκειμένου να μην πληγούν σφοδρά για την πανδημία.
Όπως σημειώνει ο Σβεν Στεν, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στη Goldman Sachs, ο δείκτης χρηματοπιστωτικών συνθηκών της τράπεζας στις ΗΠΑ θα πρέπει να περιοριστεί κάπως περισσότερο για να επιτύχει η Fed μια «ήπια προσγείωση», δηλαδή να επιβραδύνει τον πληθωρισμό αλλά χωρίς μεγάλη επίπτωση στην ανάπτυξη.
Ο δείκτης FCI της Goldman για τις ΗΠΑ βρίσκεται στις 99 - 200 μονάδες βάσης «επιθετικότερος» από ό,τι στην αρχή του έτους και ο αυστηρότερος από τον Ιούλιο του 2020. Οι συνθήκες αυστηροποιήθηκαν κατά 0,3 μονάδες την Πέμπτη, καθώς οι μετοχές κατέρρευσαν, το δολάριο έφτασε σε υψηλά δύο δεκαετιών και οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών 10ετών ομολόγων έκλεισαν πάνω από το 3%.
«Η εκτίμησή μας είναι ότι η Fed πρέπει ουσιαστικά να μειώσει στο μισό το χάσμα θέσεων εργασίας-εργαζομένων για να προσπαθήσει να επαναφέρει την αύξηση των μισθών σε έναν πιο φυσιολογικό ρυθμό ανάπτυξης», εκτιμά ο Στεν και συμπληρώνει ότι «για να το κάνουν αυτό, ουσιαστικά πρέπει να μειώσουν την ανάπτυξη σε ρυθμό περίπου 1% για ένα ή δύο χρόνια».
Ο αναλυτής της Goldman Sachs αναμένει αυξήσεις 50 μ.β. τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, και στη συνέχεια αυξήσεις 25 μ.β. έως ότου τα επιτόκια πολιτικής αυξηθούν λίγο πάνω από το 3%. Αλλά αν οι συνθήκες δεν αυστηροποιηθούν αρκετά και η αύξηση των μισθών και ο πληθωρισμός δεν μετριάσουν επαρκώς, η Fed μπορεί να συνεχίσει με αυξήσεις 50 μ.β., φρόντισε να προσθέσει.
Την ίδια ώρα, πάντως, ο S&P 500 εξακολουθεί να διαπραγματεύεται 20% πάνω από το προ της πανδημίας ανώτατο επίπεδό του. Μέσω της επίδρασης του πλούτου, οι τιμές των μετοχών θεωρείται ότι στηρίζουν τις δαπάνες των νοικοκυριών. Αυτό μπορεί να αλλάξει -η Fed σταμάτησε να αυξάνει τον ισολογισμό της τον Μάρτιο και θα αρχίσει να τον μειώνει από τον Ιούνιο, τελικά με μηνιαίο ρυθμό 95 δισ. δολαρίων, ξεκινώντας την ποσοτική σύσφιξη (QT)
Ο Μάικλ Χάουελ, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής εταιρείας Crossborder Capital, σημείωσε ότι η πτώση των αμερικανικών μετοχών έχει ακολουθήσει την πτώση της παροχής ρευστότητας από τη Fed κατά 14% από τον Δεκέμβριο. Ο ίδιος εκτιμά, με βάση τα ράλι των μετοχών σε καιρό πανδημίας και τις πρόσφατες πτώσεις, ότι κάθε μηνιαία μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της Fed θα μπορούσε να οδηγεί 60 μονάδες χαμηλότερα τον S&P 500.
Το ερώτημα είναι αν η Fed μπορεί να σφίξει τις συνθήκες αρκετά ώστε να «κρατήσει» τις τιμές, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να πληγούν σοβαρά η ανάπτυξη και οι αγορές.Ένας κίνδυνος -τον οποίο υπογράμμισε η Κάθριν Μαν, μέλος του συμβουλίου της Τράπεζας της Αγγλίας- είναι ότι οι τεράστιοι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών ενδέχεται να έχουν αμβλύνει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Αν είναι έτσι, η Fed μπορεί να χρειαστεί να δράσει πιο επιθετικά από ό,τι αναμενόταν.
Ο Μάικ Κέλυ, κορυφαίο στέλεχος της PineBridge Investments, σημείωσε ότι η πορεία σύσφιξης των επιτοκίων θα είναι τέτοια «που δεν έχουμε ξαναδεί» και πιθανώς να υπάρξει επανάληψη γεγονότων όπως αυτά το 2013 και το 2018, όταν οι μετοχές καταρρεύσαν κατά 10% αναγκάζοντας τη Fed να «μαζευτεί».