Σημαντικές απώλειες καταγράφει για δεύτερη μέρα η Wall Street, αφού, μετά τις χθεσινές απώλειες στο αμερικανικό χρηματιστήριο και η σημερινή συνεδρίαση πραγματοποιείται σε αρνητικό κλίμα.
Μετά τις χθεσινές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για επαναφορά των δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο που εισάγονται από Αργεντινή και Βραζιλία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε σήμερα ότι η σύναψη εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα ίσως χρειαστεί να μετατεθεί μετά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020.
Η δήλωσή του αυτή μείωσε τις ελπίδες ότι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα καταλήξουν σύντομα σε μια συμφωνία ώστε να σταματήσει ο εμπορικός πόλεμος.
«Δεν έχω θέσει κάποια διορία, όχι», είπε ο Τραμπ μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Λονδίνο. «Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει η ιδέα να περιμένω μέχρι μετά τις εκλογές (στις ΗΠΑ). Αλλά εκείνοι θέλουν μια συμφωνία τώρα και θα δούμε αν η συμφωνία θα είναι η σωστή –πρέπει να είναι σωστή», τόνισε.
Μετά τις δηλώσεις αυτές, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης καταγράφει μεγάλη πτώση, με τον Dow Jones να υποχωρεί κατά -1,22%, στις 27,443 μονάδες, ενώ ο δείκτης Standard & Poor’s 500 σημειώνει απώλειες -0,85%, στις 3,087 μονάδες. Αρνητικά κινείται και ο Nasdaq, ο οποίος πέφτει κατά 0,84%, στις 8.496 μονάδες.
Παρά τα σχόλια του Τραμπ, λίγο νωρίτερα πηγές στο Πεκίνο και την Ουάσινγκτον ανέφεραν ότι οι δύο χώρες έχουν κάνει πρόοδο στις διαπραγματεύσεις τους αλλά ακόμη διαφωνούν για το αν οι αμερικανικοί δασμοί στα κινεζικά προϊόντα θα αρθούν άμεσα αλλά και για τον όγκο των αμερικανικών αγροτικών προϊόντων που θα πρέπει αγοράζουν οι Κινέζοι στο πλαίσιο της «πρώτης φάσης» της συμφωνίας.
«Η κινεζική πλευρά πρέπει να έχει μια τέτοια απαίτηση (σ.σ. περί άρσης των δασμών) επειδή έχει υποσχεθεί ότι θα αυξηθούν οι αγορές αγροτικών προϊόντων. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για συναλλαγή», είπε μια κινεζική πηγή που συμβουλεύει το Πεκίνο στις διαπραγματεύσεις αυτές.
Μια πηγή από την Ουάσινγκτον είπε ότι οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να άρουν ορισμένους δασμούς, αλλά θέλουν σε αντάλλαγμα να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις η Κίνα ώστε να περιοριστεί η υποχρεωτική μεταφορά αμερικανικής τεχνολογίας σε κινεζικές εταιρείες.