Μετά από μία 10ετία δικαιολογημένης απραξίας, λόγω αρχικά της χρηματοπιστωτικής κρίσης παγκοσμίως, της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους αλλά και της επέλασης του κορονοϊού, οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται να «βγάλουν τα όπλα» τους και να προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων.
Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει, ήδη, αυξήσει το βασικό επιτόκιο δύο φορές από την αρχή του 2022, η Fed αναμένεται ότι θα το πράξει τον Μάρτιο, ενώ πλέον, μεγάλες είναι οι πιθανότητες, βάσει των όσων τόνισε την Πέμπτη η Κριστίν Λαγκάρντ, να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο και η μέχρι πρότινος «ήσυχη» ΕΚΤ.
Η προοπτική αύξησης των επιτοκίων, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του ο Economist, συνεχίζει να τρομάζει τόσο τις αγορές όσο και τους καταναλωτές, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στο πολύ φθηνό κόστος δανεισμού. Αυτή τη στιγμή σε καμία χώρα των G7 τα επιτόκια δεν βρίσκονται άνω του 2,5%, ενώ στη δεκαετία του 1990 διαμορφώνονταν στο 5%.
Οι κεντρικές τράπεζες στήριξαν με κάθε τρόπο τις οικονομίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς κρίσεις από το 2008 έως και σήμερα και πλέον βλέπουν με κάτι παραπάνω από έντονη ανησυχία τον πληθωρισμό να διογκώνεται και μάλλον να μην αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο.
Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι έχει φθάσει στο 7%, ενώ στην ευρωζώνη αναρριχήθηκε σε νέο ιστορικό υψηλό στο 5,1% τον Δεκέμβριο και η ανοδική του πορεία έχει συνεχιστεί. Η αύξηση του πληθωρισμού οδηγούν και σε αντίστοιχες αυξήσεις των μισθών και φυσικά των τιμών προϊόντων. Βάσει των στοιχείων που υπάρχουν η μέση τιμή του δείκτη τιμών καταναλωτή σε παγκόσμιο επίπεδο φθάνει στο 6%.
Όλα τα βλέμματα είναι, πλέον, στραμμένα στη Fed και τον επικεφαλής της, Τζερόμ Πάουελ, λόγω του κυρίαρχου ρόλου των ΗΠΑ το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα η Fed διατηρεί σταθερά τα επιτόκια μεταξύ 0% και 0,25% σε μία οικονομία που έχει ανακάμψει πλήρως από τις επιπτώσεις της πανδημίας και κινείται με πολύ καλό ρυθμό ανάπτυξης. Η τράπεζα τονίζει ότι ετοιμάζεται να επαναφέρει τα επιτόκια στο επίπεδο του 2% έως και το 2024, αλλά όλα δείχνουν ότι εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει να τρέχει με υψηλό ρυθμό ίσως αναγκαστεί να το πράξει πολύ νωρίτερα.
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 1,75% φέτος, δηλαδή με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2005. Τι θα συμβεί, όμως, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα; Άλλωστε τόσο οι επιχειρήσεις όσο και όσοι θέλουν να αποκτήσουν μία κατοικία δανείζονται για χρόνια ή ακόμη και δεκαετίες. Ως εκ τούτου θα ήθελαν να έχουν μία ιδέα για το που θα φθάσει το κόστος δανεισμού.
Η νομισματική πολιτική στηρίζεται στην πορεία που ακολουθεί το επονομαζόμενο «ουδέτερο επιτόκιο», δηλαδή το κόστος του χρήματος που είναι απαραίτητο ώστε να υπάρχει ισορροπία μεταξύ επενδύσεων και αποταμίευσης. Όμως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών αυτό το ουδέτερο επιτόκιο έχει εκτροχιαστεί λόγω και της παράλογης, κατά πολλούς, πορείας αποταμιεύσεων αλλά και επενδύσεων.
Καθώς η πανδημία μοιάζει να υποχωρεί, οι επιχειρήσεις αρχίζουν εκ νέου να επενδύουν, ενώ η στροφή στις πράσινες μορφές ενέργειας κυριαρχεί και δημιουργεί ανάγκη επενδύσεων που μπορούν αν φθάσουν ακόμη και στο 60% του ΑΕΠ των ανεπτυγμένων, πλούσιων χωρών.
Την ίδια ώρα, όμως, ανοδικά συνεχίζουν να κινούνται και οι αποταμιεύσεις εξαιτίας και του γεγονότος ότι υπάρχει γήρανση του παγκόσμιου πληθωρισμού. Βάσει εκτιμήσεων, έως το 2100 το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι άνω των 50 από 25% που είναι σήμερα. Όσο γερνά κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να αυξήσει τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να έχει μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια όταν θα συνταξιοδοτηθεί.
Ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων δείχνει ότι το «ουδέτερο επιτόκιο» ισορροπεί χαμηλά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, άρα τα πραγματικά επιτόκια δεν πρόκειται να εκτοξευθούν αλλά θα παραμείνουν συγκρατημένα αν και όχι στα μηδενικά επίπεδα που είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια.