Η πανδημία μπορεί να προκάλεσε κάποιες αναταράξεις στις αγορές κατά τη διάρκεια του 2021, όμως ήταν πρόσκαιρες, με αποτέλεσμα οι κορυφαίοι χρηματιστηριακοί δείκτες της υφηλίου και κυρίως αυτοί της Wall Street να κατακτήσουν επανειλημμένα ιστορικά υψηλά.
Βασική αιτία για το ράλι των αγορών αποτέλεσε η εντυπωσιακή ανάκαμψη της εταιρικής κερδοφορίας, με τις κορυφαίες επιχειρήσεις να ξεπερνούν με σχετική ευκολία τα προβλήματα από το πρώτο κύμα της πανδημίας και παράλληλα να «αντέχουν» τόσο στη διαφαινόμενη πιο σκληρή στάση των κεντρικών τραπεζών και κυρίως της Fed όσο και στις νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού.
Το 2021, όμως, και όπως αποδεικνύουν και οι εκτιμήσεις κεντρικών τραπεζών και αναλυτών και το 2022 είναι η χρονιά που επέστρεψε το φάντασμα του πληθωρισμού, το οποίο απειλεί να καταστήσει το επόμενο έτος ιδιαίτερα δύσκολο για αγορές και οικονομίες.
Αποτέλεσμα οι «αρκούδες», κυρίως της Wall Street να σπεύδουν να προειδοποιήσουν ότι το 2022 θα είναι μία χρονιά μεγάλων προκλήσεων και παράλληλα να τονίζουν ότι από τα μέσα Οκτωβρίου και μετά οι εκτιμήσεις για τα κέρδη ανά μετοχή του S&P 500 έχουν «παγώσει».
Αν και οι περισσότερες επιχειρήσεις κατόρθωσαν να «περάσουν» στους καταναλωτές το αυξημένο κόστος παραγωγής – λόγω έκρηξης των ενεργειακών τιμών αλλά και των προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού- αναμένεται ότι αυτό θα καταστεί όλο και πιο δύσκολο το επόμενο διάστημα.
Όπως σημειώνει η Τζίνα Μάρτιν Άνταμς, αναλύτρια στο Bloomberg Intelligence, παρά το ότι η καταναλωτική ζήτηση παραμένει ισχυρή δεν είναι εμφανές εάν οι καταναλωτές θα αντέξουν να πληρώνουν συνεχώς υψηλότερες τιμές ακόμη και για είδη πρώτης ανάγκης.
«Οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να εκνευρίζονται με τις συνεχείς αυξήσεις των τιμών και οι πρώτες ενδείξεις αντίστασής τους είναι φανερές, γεγονός που θα περιορίσει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Οι πρώτες ενδείξεις ότι οι καταναλωτές στις ΗΠΑ άρχισαν να «λυγίζουν» υπό το βάρος των αυξήσεων των τιμών και του πληθωρισμού, ο οποίος τρέχει με τους υψηλότερους ρυθμούς εδώ και αρκετές δεκαετίες, κατέστησαν εμφανείς στα επίσημα στοιχεία που ανακοινώθηκαν πρόσφατα. Οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών τον Νοέμβριο στις ΗΠΑ είχαν οριακή μεταβολή, ενώ ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών μισθών υποχώρησε σημαντικά κατά τον ίδιο μήνα.
Μέχρι στιγμής, ο αντίκτυπος του πληθωρισμού στη χρηματιστηριακή αγορά ήταν στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενος σε μια χρονιά που ο S&P 500 έκλεισε με κέρδη που ξεπέρασαν το 20%. Παρά τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, όλοι οι κλαδικοί δείκτες του S&P 500 είχαν διψήφια κέρδη, ενώ και τα περιθώρια κέρδους ήταν ιδιαίτερα ισχυρά κατά τη διάρκεια του γ’ τριμήνου.
Οι Wall Street δεν φαίνεται να προβληματίζονται ιδιαίτερα από την προοπτική των πιέσεων στις τιμές. Βλέπουν τα κέρδη των εταιρειών του S&P 500 να αυξάνονται σχεδόν κατά 9% το 2022 στα 220,40 δολάρια ανά μετοχή. Ωστόσο, ακόμη και με αυτήν την άνοδο, ο δείκτης διαπραγματεύεται με αναλογία μελλοντικής τιμής-κέρδους σχεδόν 22, ένα επίπεδο το οποίο είναι «επικίνδυνο», καθώς εάν οι εκτιμήσεις για την κερδοφορία δεν επιβεβαιωθούν, μπορεί να αποτελέσει σήμα για τους επενδυτές να αποσυρθούν από την αγορά.
Άλλωστε η εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον μπορεί να δυσκολέψει την επίτευξη αυτού του υψηλού στόχου κερδών. Αν και τα δεδομένα δείχνουν ότι το στέλεχος είναι λιγότερο θανατηφόρο από τα προηγούμενα, έχει τη δυνατότητα να επιδεινώσει περαιτέρω τα σημεία συμφόρησης στην αλυσίδα εφοδιασμού καθώς οι χώρες αγωνίζονται να περιορίσουν την εξάπλωση, σύμφωνα με τον Νταν Σουζούκι, αναλυτή της Richard Bernstein Advisors.
Συνολικά, η όλη κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε ένα περιβάλλον αγοράς παρόμοιο με τους πρώτους μήνες του 2021, όταν οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν ως απάντηση στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Ο πρώτος κλάδος που είναι ευάλωτος σε αυτό το περιβάλλον είναι αυτός της τεχνολογίας, δηλαδή ο τομέας που ουσιαστικά έδωσε τα καύσιμα για το ράλι των αγορών το 2021. Ένας τομέας ο οποίος θα δεχθεί ακόμη ισχυρότερο πλήγμα εάν η Fed τελικά πραγματοποιήσει τις τρεις αυξήσεις επιτοκίων που έχει προαναγγείλει για το 2022.
«Εάν ο πληθωρισμός παραμείνει ισχυρός, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα αρχίσει να μειώνεται», εκτιμά ο Ματ Μάλει, επικεφαλής της Miller Tabak + Co και προσθέτει ότι «κάποια στιγμή, οι υψηλότερες τιμές αναγκάζουν τους καταναλωτές να μαζέψουν τις δαπάνες τους και αυτό θα πλήξει σημαντικά την αμερικανική οικονομία που βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην κατανάλωση».