Βρίσκονται τα χρηματιστήρια μπροστά σε μια φούσκα, που είναι αναπόφευκτο να σκάσει με πάταγο; Εύκολη απάντηση στο μεγαλύτερο ερώτημα των επενδυτών αυτή την περίοδο δεν υπάρχει. Όμως, όσοι αναζητούν σημάδια υπερθέρμανσης στις αγορές ίσως στραφούν σε ένα δείκτη που πιθανότατα αντανακλά τις επενδυτικές υπερβολές αυτής της περιόδου: τα δάνεια περιθωρίου (margin) που έχουν πάρει οι επενδυτές στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης από τις χρηματιστηριακές εταιρείες, τα οποία έχουν εκτοξευθεί σε ύψος που... ζαλίζει.
Τα σχετικά στοιχεία της FINRA, της ένωσης των αμερικανικών χρηματιστηριακών εταιρειών, προκαλούν δέος: όπως φαίνεται στο γράφημα, τον Αύγουστο, τελευταίο μήνα για τον οποίο είναι διαθέσιμα στοιχεία, ο δανεισμός των επενδυτών από τις χρηματιστηριακές ξεπέρασε τα 911 δισ. δολ. και ήταν αυξημένος περίπου κατά 41% σε ετήσια βάση. Σε σχέση με τα επίπεδα του Μαρτίου 2020, όταν η αγορά βρισκόταν εν μέσω της αναταραχής που προκάλεσε η πανδημία, το υπόλοιπο του margin ήταν 479 δισ. δολ., δηλαδή έκτοτε έχει σχεδόν διπλασιασθεί.
Τα υπόλοιπα των δανείων margin
Με άλλα λόγια, οι Αμερικανοί επενδυτές έχουν δανεισθεί ένα ποσό, έναντι των μετοχών που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους, το οποίο είναι υπερτετραπλάσιο του ελληνικού ΑΕΠ και μάλιστα ο ρυθμός αύξησης του υπολοίπου margin είναι εξαιρετικά γρήγορος από το χαμηλό σημείο του 2020. Μάλιστα, πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβονται όχι μόνο επενδυτές που κινούνται με στοιχειώδη σοβαρότητα, αλλά και πολλοί μικροεπενδυτές που προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν με βάση τις φήμες που κυκλοφορούν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μετοχές εντελώς αμφίβολης αξίας, τις λεγόμενες meme stocks, όπως η μετοχή της Gamestop που είχε συζητηθεί πολύ ως μια περίπτωση σύγχρονης τουλίπας.
Η αύξηση του δανεισμού, βεβαίως, δεν είναι άσχετη με την εξέλιξη των τιμών στην αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά. Η αύξηση της αξίας των μετοχών δίνει περισσότερο περιθώριο δανεισμού στους επενδυτές με «αντίκρισμα» τις μετοχές και αυτοί, με τη σειρά τους, αξιοποιούν τα δανεικά για να αυξήσουν τις θέσεις τους σε μετοχές, σε ένα φαινόμενο αυτοτροφοδοτούμενης δυναμικής. Έτσι, όπως το υπόλοιπο του margin βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά και ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης στις ΗΠΑ, ο S&P 500, βρέθηκε επίσης την τελευταία περίοδο σε ιστορικά υψηλά.
Τα ιστορικά υψηλά του S&P 500
Αναμφίβολα, η μεγάλη αύξηση του δανεισμού των επενδυτών... μυρίζει χρηματιστηριακή υπερβολή. Όμως, προς το παρόν οι συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν να συνεχίζεται το πάρτι με δανεικά. Η ρευστότητα που κυκλοφορεί στο οικονομικό σύστημα είναι πρωτοφανής, καθώς η Fed συνεχίζει να αγοράζει τίτλους με ρυθμό 120 δισ. δολ. τον μήνα (σύντομα θα αρχίσει να μειώνει τις αγορές), τα επιτόκια είναι σε επίσης πρωτοφανώς χαμηλά επίπεδα και οι μετοχές είναι... το μόνο παιχνίδι στην πόλη για τους επενδυτές.
Παράλληλα, η άνοδος των τιμών των μετοχών, παρότι βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά, θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως δικαιολογημένη, με βάση την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των εισηγμένων. Όπως έλεγαν αναλυτές της Deutsche Bank, τα στοιχεία αποτελεσμάτων για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα ήταν όχι μόνο πολύ βελτιωμένα, αλλά ξεπερνούσαν και τις προβλέψεις των αναλυτών. Έτσι, μπορεί οι τιμές των μετοχών να είναι υψηλές, όμως η σχέση τους με την κερδοφορία (P/E) παραμένει «λογική».
Υπάρχουν και αναλυτές, μάλιστα, που δεν θεωρούν καν υπερβολική την αύξηση των υπολοίπων του margin. Σύμφωνα με την JP Morgan, τα υπόλοιπα αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 41%, ξεπερνώντας τον ρυθμό ανόδου του S&P 500, που ήταν 29%, την ίδια περίοδο. Όμως, σε άλλες περιόδους κορύφωσης της χρηματιστηριακής ανόδου, ο ρυθμός αύξησης του margin ήταν διπλάσιος από το ρυθμό ανόδου των μετοχών (το 2007) ή ακόμη και τετραπλάσιος (το 2000, πριν σπάσει η «φούσκα» των μετοχών τεχνολογίας).
Επίσης, όσοι λένε ότι ακόμη δεν δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο το margin υποστηρίζουν ότι σήμερα το υπόλοιπο αντιστοιχεί σε ποσοστό «μόνο» 4% του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ πριν την κρίση του '29 είχε φθάσει και το 8% του ΑΕΠ.
Οι λιγότερο αισιόδοξοι, όμως, προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τα διδάγματα από τη χρηματιστηριακή ιστορία. Η Επιτροπή Οικονομικών της Γερουσίας και ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, στο σημαντικό βιβλίο του για το κραχ του '29 («Το μεγάλο κραχ του 1929»), που εκδόθηκε το 1955, είχαν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο που έπαιξε ο δανεισμός των επενδυτών στη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929. Στο πρώτο στάδιο, ο δανεισμός επιτάχυνε την άνοδο, αργότερα όμως, όταν ζητήθηκαν πίσω τα δανεικά και άρχισαν οι υποχρεωτικές ρευστοποιήσεις μετοχών για την αποπληρωμή τους, έγιναν ένας σημαντικός παράγοντας επιτάχυνσης της κατάρρευσης.
Η συζήτηση για αυτό το θέμα δεν έχει κλείσει, καθώς σύγχρονοι ιστορικοί και οικονομολόγοι αμφισβητούν την κυρίαρχη ερμηνεία του Γκαλμπρέιθ και υποβαθμίζουν τον ρόλο του δανεισμού στην κρίση του '29. Δύσκολα, όμως, μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το φαινόμενο αντανακλά τις υπερβολές αυτής της περιόδου, όπως και ότι, σε περίπτωση σοβαρής διόρθωσης, οι μεγάλες ανοικτές θέσεις margin θα αποτελέσουν παράγοντα επιτάχυνσης της πτώσης, δημιουργώντας μια μορφή συστημικού κινδύνου.
Στα καθ' ημάς, άλλωστε, όσοι έζησαν τις εποχές της ελληνικής φούσκας του 1999, όταν υπήρχε το άτυπο και εντελώς ανορθόδοξο "margin" που τότε ονομαζόταν «αέρας», θυμούνται καλά πόσο εύκολα έβγαιναν κέρδη με αγορές μετοχών που δεν είχαν πληρωθεί και πόσο μεγάλες ζημιές έμειναν, στη συνέχεια, όταν άρχισε η «βουτιά» των τιμών. Οι χρηματιστές που δραστηριοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο ακόμη θυμούνται την περιπέτεια με τους «κόκκινους» χρηματιστηριακούς κωδικούς που άφησε πίσω της η πρακτική του «αέρα», μέσω της οποίας το μικρό ελληνικό χρηματιστήριο είχε φθάσει σε ημερήσιους τζίρους 1,7 δισ. ευρώ (600 δισ. δραχμές)...