Μετά τη χειρότερη εβδομάδα για την Wall Street από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης, το 2008, και αφού καταγράφηκε η πιο γρήγορη διόρθωση (πτώση άνω του 10% από πρόσφατο υψηλό) στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, μια δήλωση του Αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη, Τζερόμ Πάουλ, έδειξε ότι είναι έτοιμος να κάνει ό,τι και οι προκάτοχοί του: να προσφέρει άφθονη ρευστότητα για να σταματήσει την πτώση της αγοράς.
Από την εποχή του μεγάλου κραχ του 1987, επί ημερών του Άλαν Γκρίνσπαν στην Fed, έχει δημιουργηθεί μια παράδοση παρεμβάσεων στην αγορά από τον εκάστοτε κεντρικό τραπεζίτη. Σε κάθε μεγάλη πτώση του χρηματιστηρίου, ακολουθείται η πολιτική που ονομάστηκε, επί ημερών Γκρίνσπαν, “Greenspan Put”: όπως ένα συμβόλαιο option δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να πουλήσει σε ορισμένη τιμή, έτσι από την εποχή Γκρίνσπαν η Fed παρεμβαίνει όταν η αγορά υποχωρήσει πέραν του ορίου που έχει θέσει ο κεντρικός τραπεζίτης.
Αυτή η τακτική εφαρμόσθηκε με συνέπεια από την Fed σε πολλές μεγάλες κρίσεις από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Μάλιστα, στην κρίση του 2008, όταν για πρώτη φορά κατέρρευσε μια από τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street, η Lehman Brothers, η Fed εξάντλησε όλα τα όπλα του οπλοστασίου της, συμβατικά, όπως η μείωση επιτοκίων, αλλά και ανορθόδοξα, όπως η ποσοτική χαλάρωση.
Ο Τζερόμ Πάουλ δεν έχει δοκιμασθεί ακόμη σε συνθήκες τέτοιας κρίσης και η αγορά δεν είχε, μέχρι χθες, σαφείς ενδείξεις για το πότε θεωρεί σκόπιμο ο κεντρικός τραπεζίτης να ενεργοποιείται το δικό του “put”, το “Powell Put”. Από χθες, όμως, ο Πάουελ έστειλε το μήνυμα του, για να οριοθετήσει το σημείο πέραν του οποίου θα παρεμβαίνει η Fed: ύστερα από τη χειρότερη εβδομάδα από το 2008 και με το δείκτη S&P να έχει ολοκληρώσει με το παραπάνω ένα κύκλο διόρθωσης σε πολύ μικρή χρονική περίοδο, υποχωρώντας 13% σε ένα 10ήμερο, ο Πάουλ δήλωσε ότι η αμερικανική οικονομία παραμένει ισχυρή, αλλά και ότι η επιδημία δημιουργεί κινδύνους και η Fed «θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και θα χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της, ενεργώντας με τον κατάλληλο τρόπο για να στηρίξει την οικονομία».
Τι περιμένει η αγορά
Πώς αποκωδικοποιούν οι αναλυτές της αγοράς αυτή τη δήλωση; Όλοι συμφωνούν ότι είναι μια προαναγγελία αλλαγής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής, που ως τώρα προσανατολιζόταν σε σταθερά επιτόκια όλο το 2020. Η τελευταία μείωση που έγινε στο βασικό επιτόκιο (federal funds rate) ήταν τον Οκτώβριο, από το 2% στο 1,75% και τώρα οι οίκοι της Wall Street θεωρούν πολύ πιθανό ότι θα γίνει μία μείωση, τον Μάρτιο, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, στο 1,25%. Η Goldman Sachs θεωρεί ότι η Fed θα γίνει ακόμη πιο επιθετική, μειώνοντας κατά 0,75%, δηλαδή φέρνοντας το βασικό επιτόκιο στο 1%, ως τον Ιούνιο.
Η Fed βρίσκεται σε μια σπάνια συγκυρία, όπου δεν δέχεται πίεση μόνο από τις αγορές, στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, για μια σταθεροποιητική παρέμβαση σε συνθήκες σοβαρής κρίσης, αλλά δέχεται και πολιτική πίεση από τον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος αγωνιά για την επανεκλογή του, τον Νοέμβριο. Σε χθεσινές δηλώσεις του, ο Τράμπ κάλεσε την Fed να εμπλακεί στη διαχείριση αυτής της κρίσης γρήγορα και να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων κεντρικών τραπεζών (προφανώς αναφερόταν στην Τράπεζα της Κίνας), οι οποίες, όπως είπε, «ρίχνουν πολύ χρήμα», ενώ «οι δικοί μας απλώς κάθονται και δεν κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν».
Θα υπάρξει αποτέλεσμα;
Τι μπορεί να σημαίνει, όμως, στην πράξη μια παρέμβαση της Fed; Θα σταματήσει την παγκόσμια κάμψη των αγορών, όπου έχουν χαθεί μέσα σε μια εβδομάδα πάνω από 5 τρισ. δολ., περίπου όσο είναι και το ΑΕΠ της Ιαπωνίας; Μια πρώτη ένδειξη της αντίδρασης της αγοράς ήλθε χθες βράδυ από την Νέα Υόρκη, όπου η παρέμβαση του Πάουελ περιόρισε αρκετά τις αρχικά μεγάλες απώλειες του Dow Jones και του S&P 500, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq έκλεισε τη συνεδρίαση με ανεπαίσθητη (0,01%) άνοδο. Με άλλα λόγια, η ανακοίνωση της Fed βοήθησε στη βελτίωση του κλίματος, δεν ήταν όμως και ένα “game changer”.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που έχει ιστορικά παρατηρηθεί σε όλες τις μεγάλες κρίσεις είναι ότι η παρέμβαση της Fed είχε αποτελέσματα, αν και έχει κατηγορηθεί ότι δημιούργησε ηθικό κίνδυνο (moral hazard), ενισχύοντας την ανεύθυνη κερδοσκοπική συμπεριφορά πολλών επενδυτών. Η αλλαγή στάσης της Fed, που μέσα σε λίγες ημέρες πέρασε από το «δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε πολιτική» στο «είμαστε έτοιμοι να παρέμβουμε» έχει τη σημασία της για τις αγορές, καθώς είναι πολλά τα κεφάλαια που μένουν «παρκαρισμένα» σε ασφαλή καταφύγια (ομόλογα, χρυσός) και περιμένουν κάποιες ενδείξεις ότι η «βουτιά» τελειώνει και έρχεται η ώρα της αναζήτησης επενδυτικών ευκαιριών.
Για την πραγματική οικονομία, η μείωση των αμερικανικών επιτοκίων ασφαλώς θα λειτουργήσει υποστηρικτικά, όμως οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η νομισματική πολιτική δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία για να διορθώσει κρίσεις όπως αυτή που δημιουργεί η επιδημία του κοροναϊού, καθώς τα χαμηλότερα επιτόκια δεν βοηθούν ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση διαταραχών στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, όπως αυτές που προκαλεί η σημερινή κρίση. Αν επαληθευθεί το εφιαλτικό σενάριο για μια πανδημία με μεγάλη διάρκεια, που θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση, θα χρειασθούν πολλά περισσότερα μέτρα για να αντιμετωπισθούν οι παρενέργειες από μια μείωση των επιτοκίων της Fed.
Με δεμένα χέρια η Κρ. Λαγκάρντ
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η Κριστίν Λαγκάρντ κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από τον Αμερικανό ομόλογό της. Καθώς ήδη η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι πολύ χαλαρή, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες αρνητικό (-0,60%) και ενώ «τρέχει» πρόγραμμα αγοράς ομολόγων με ρυθμό 60 δισ. ευρώ το μήνα, η Λαγκάρντ έστειλε μήνυμα, μέσω δηλώσεων στους “Financial Times” ότι δεν θα πρέπει να αναμένει η αγορά κάποια κίνηση στο προσεχές μέλλον.
Όπως είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ, η κεντρική τράπεζα παρακολουθεί «πολύ προσεκτικά» τις εξελίξεις σχετικά με την επιδημία του κοροναϊού, αλλά ακόμη δεν έχουμε φθάσει στο στάδιο όπου επηρεάζεται ο πληθωρισμός, ώστε να απαιτείται μια απάντηση με μέτρα νομισματικής πολιτικής. Ουσιαστικά πρόκειται για το πάγιο μήνυμα που στέλνει από την εποχή Ντράγκι η κεντρική τράπεζα στις κυβερνήσεις, χωρίς να εισακούεται, ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί άλλο να σηκώνει το βάρος της στήριξης της οικονομίας της ευρωζώνης και θα πρέπει να ληφθούν τονωτικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις.