Τουλάχιστον 10 startup με ελληνικό χρώμα βρίσκονται κοντά στο να μετατραπούν σε «μονόκερους», δηλαδή σε εταιρείες με αποτίμηση που θα ξεπερνά το 1 δισ. δολάρια, αποδεικνύοντας πως το ελληνικό οικοσύστημα αρχίζει πλέον και αποδίδει υπεραξίες καθώς ωριμάζει.
Χαρακτηριστικά το 2020 σημειώθηκε πολύ σημαντική αύξηση στα κεφάλαια που επενδύθηκαν σε επιχειρήσεις με δραστηριότητα μεγαλύτερη των 10 ετών, με κύρια παραδείγματα εκείνα των Viva Wallet και Skroutz που συγκέντρωσαν μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον. Μάλιστα, η Viva φέρεται, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, να βρίσκεται πολύ κοντά σε ένα deal με την JP Morgan, που θα βασισθεί σε μια αποτίμησή της πάνω από 1 δισ. δολ., κάτι που θα σημαίνει ότι η εταιρεία θα γίνει ο πρώτος «μονόκερος» από το χώρο των ελληνικών startup.
Τη σκυτάλη από τη Viva φαίνεται ότι θα πάρει η Blueground, την ώρα που ολοένα και περισσότεροι επενδυτές του εξωτερικού έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην ελληνική σκηνή των startups πολλαπλασιάζοντας τις ευκαιρίες ανάπτυξης. Κάποια από τα μεγαλύτερα διεθνή funds που έχουν ηγηθεί ή συμμετάσχει σε γύρους χρηματοδότησης ελληνικών startups σύμφωνα με την έκθεση της Endeavor είναι 83North, Bain Capital, General Catalyst, Goldman Sachs, CVC, Bessemer Venture Partners, Insight Partners και Threshold, μεταξύ άλλων.
Ποιοι είναι οι 10 υποψήφιοι ελληνικοί μονόκεροι
Viva Wallet
Η ελληνική neobank αποτελεί μια από τις κορυφαίες ελληνικές startup, παρέχοντας χρηματοοικονομικές και πιστωτικές υπηρεσίες πληρωμών προς επιχειρήσεις σε 26 χώρες, ενώ φαίνεται να έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνει ο πρώτος «μονόκερος», μέσα από τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη με την JP Morgan για μια εξαγορά με τίμημα που μπορεί και να ξεπεράσει τα 1,2 δισ. ευρώ. Ιδρύθηκε το 2000 και το 2018 επένδυσε στη Viva η Deca Investments 15 εκατ. ευρώ, ενώ στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας εκτός του ιδρυτή και CEO Χ. Καρώνη και των συνιδρυτών Μάκη Αντύπα και Πάνου Τσάκο, βρίσκονται η οικογένεια Λάτση και το Diorama Fund. Τον Απρίλιο του 2021 ανακοίνωσε την εξασφάλιση επιπλέον χρηματοδότησης ύψους 80 εκατομμυρίων δολαρίων από 3 επενδυτές τεχνολογίας και fintech, την Tencent, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και την Breyer Capital. Από το 2020, η Viva Wallet έχει ξεκινήσει και τη χορήγηση δανείων για τους πελάτες της στην Ευρώπη μέσω της Vivabank.
Beat
Το «παιδί» του Νίκου Δανδράκη ξεκίνησε τον Μάιο του 2011, και άλλαξε την εξέλιξη της αστικής μετακίνησης, ανεβάζοντας πολύ ψηλά τον πήχη για τον κλάδο, αναβαθμίζοντάς τον ποιοτικά και τεχνολογικά. Αποτελεί την πρώτη ελληνική startup που πραγματικά έδειξε στον Έλληνα καταναλωτή τη χρησιμότητα ενός mobile app στην καθημερινότητα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δημιουργία του σημερινού startup οικοσυστήματος. Η ελληνική εφαρμογή που δημιουργήθηκε με ένα αρχικό κεφάλαιο 40.000 ευρώ, εξαγοράστηκε το 2017 από την Daimler αντί ενός ποσού που έφτασε τα 40 - 45 εκατ. ευρώ.
H Daimler αφού εξαγόρασε τη Beat στη συνέχεια δημιούργησε μια κοινοπραξία με τη BMW που ονομάζεται Free Now, στην οποία η Beat αποτελεί ναυαρχίδα. Η Free Now αποτελεί μια από τις κορυφαίες πλατφόρμες αστικών στην Ευρώπη με παρουσία σε πάνω από 10 χώρες και 100 πόλεις και το 2020 βρέθηκε στο στόχαστρο της Uber που, σύμφωνα με το Bloomberg, θέλησε να την εξαγοράσει αντί 1 δισ. δολαρίων με την υπόθεση να παραμένει «παγωμένη» λόγω πανδημίας.
Skroutz
Η ιδέα των Γιώργο Χατζηγεωργίου, Βασίλη Δήμου και Γιώργου Αυγουστίδη ξεκίνησε το 2005 ως μια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών και αποτελεί πλέον μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρείες στην Ελλάδα που άλλαξαν για πάντα τον τρόπο που ψωνίζουν οι Έλληνες καταναλωτές. Με τη δημιουργία του Skroutz Marketplace έδωσε παράλληλα την ευκαιρία σε εμπόρους να πραγματοποιήσουν το ψηφιακό άλμα χωρίς να έχουν απαραίτητα e-shop και να κάνουν μεγάλες επενδύσεις. Η ιστοσελίδα σε μηνιαία βάση δέχεται πάνω από 8,5 εκατομμύρια μοναδικούς χρήστες, ενώ μέσα από τη πλατφόρμα διακινείται το μεγαλύτερο μέρος του ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα μας.
Ο κύκλος εργασιών της Skroutz το 2020 αυξήθηκε κατά 95,42% και διαμορφώθηκε στα 38,8 εκατ. ευρώ , ενώ η κερδοφορία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με τα κέρδη προ φόρων να ενισχύονται κατά 131% στα 16,5 εκατ. ευρώ, ενώ τα κέρδη μετά από φόρους σημείωσαν άνοδο 146% και διαμορφώθηκαν στα 12,5 εκατ. ευρώ και ο αριθμός των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με την Skroutz στο εννεάμηνο του 2021 είχαν αυξηθεί σε 10.759. Τον Απρίλιο του 2020, η CVC Capital Partners προχώρησε στην απόκτηση μειοψηφικού πακέτου του μετοχικού κεφαλαίου της Skroutz.
Blueground
Άρχισε την πορεία της στις βραχυχρόνιες μισθώσεις πριν από οκτώ χρόνια με λίγα διαμερίσματα στην Αθήνα, όμως πλέον αποτελεί μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Η εταιρεία του Αλέξανδρου Χατζηελευθερίου που δραστηριοποιείται στο χώρο της διαχείρισης και ενοικίασης επιπλωμένων διαμερισμάτων έχει καταφέρει από την ίδρυση της μέχρι σήμερα να προσελκύσει περί τα 258 εκατ. δολάρια, που αποτελεί ρεκόρ για ελληνική startup.
Το Bloomberg, επικαλούμενο ανθρώπους της αγοράς, αναφέρει πως η αποτίμηση της Blueground φτάνει πλέον τα 750 εκατ. δολάρια. Η Blueground αφού ξεπέρασε τις πιέσεις που προκάλεσε η πανδημία, βάζει πλέον στόχο την ανάπτυξη σε 50 πόλεις παγκοσμίως μέχρι το 2025 και την πρόσληψη 300 ατόμων μέχρι το τέλος του έτους, καθώς προσελκύει επενδυτικό ενδιαφέρον.
Hellas Direct
Η Hellas Direct, που ξεκίνησε την πορεία της πριν από περίπου 10 χρόνια στην Ελλάδα, είναι μία digital ασφαλιστική εταιρία που πέρα από υπηρεσίες Οδικής Βοήθειας και ασφάλεια αυτοκινήτου και μηχανής παρέχει ασφάλεια κατοικίας στην Ελλάδα και στην Κύπρο από το 2018, ενώ έχει μπει στην λίστα των Financial Times ως μια από τις 1.000 ταχύτατα αναπτυσσόμενες εταιρείες στην Ευρώπη για το 2021. Στην ίδια λίστα είχε βρεθεί και το 2019. Ιδρυτές και δημιουργοί της εταιρίας είναι ο Αλέξης Πανταζής και ο Αιμίλιος Μάρκου.
Πλέον ετοιμάζεται να επεκταθεί σε Ρουμανία, Τσεχία, Σλοβενία, Κροατία και Σλοβακία. Τον Ιούνιο η εταιρεία συγκέντρωσε επιπλέον 32 εκατ. ευρώ στον τελευταίο γύρο χρηματοδότησής της, με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) να εισέρχεται ως επενδυτής σε μία μετατρέψιμη σε μετοχές δανειακή σύμβαση ύψους 10 εκατ. ευρώ. Υποστηρίζεται επίσης από επενδυτές, όπως η Portag3 Ventures, ο IFC (μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας) και η Endeavor Catalyst. Το 2020, τα ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα της Hellas Direct αυξήθηκαν κατά 47% σε ετήσια βάση, με το χαρτοφυλάκιο της εταιρείας να ξεπερνά τα 200.000 αυτοκίνητα καταγράφοντας καθαρή αύξηση χαρτοφυλακίου κατά 56%.
Workable
Η Workable δημιουργήθηκε στην Ελλάδα το 2012 από τους Σπύρο Μαγιάτη και Νίκο Μωραϊτάκη, ως ένα σύστημα διαχείρισης αγγελιών και βιογραφικών για πρόσληψη στελεχών σε μικρές κυρίως επιχειρήσεις, και έχει εξελιχθεί σήμερα στην κορυφαία πλατφόρμα προσλήψεων παγκοσμίως με περισσότερες από 20.000 εταιρείες να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες της.
Η έδρα της εταιρείας βρίσκεται πλέον στη Βοστώνη, έχοντας δημιουργήσει ένα λογισμικό που επιτρέπει σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο να διαχειριστούν τα θέματα που έχουν να κάνουμε με τις προσλήψεις προσωπικού, όπως να βρουν ανθρώπους με τα κατάλληλα προσόντα, να τους συναντήσουν, να κάνουν τεστ, να προγραμματίσουν συνεντεύξεις, να γράψουν τα σχόλιά τους.
Μέσα στην πανδημία και παρά τις επιπτώσεις που προκάλεσε, η Workable αν και αναγκάστηκε να μειώσει το προσωπικό της κατά 6%, εκμεταλλεύτηκε το θετικό μομέντουμ που δημιουργήθηκε από τις νέες συνθήκες για τις εταιρείες τεχνολογίας, ενώ έχει σηκώσει μέχρι σήμερα 84 εκατ. δολάρια σε χρηματοδότηση.
Aisera
Η Aisera, που ιδρύθηκε το 2017, αποτελεί την τέταρτη startup που ξεκινάει ο Χρήστος Τρύφωνας. Η ταχύτατα αναπτυσσόμενη startup αποτελεί την πρώτη εταιρεία που προσφέρει υπηρεσίες αυτοματισμού λειτουργιών πληροφορικής, πωλήσεων και εξυπηρέτησης πελατών μέσω εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης. Τον Απρίλιο σε τρίτο γύρο χρηματοδότησης σήκωσε 40 εκατ. δολάρια ανεβάζοντας το συνολικό ποσό που έχει λάβει ως τώρα στα 90 εκατ. δολάρια. Συνεργάζεται με Microsoft, Cisco, AWS, Salesforce, ServiceNow και Zendesk.
Ο κ. Τρύφωνας στο παρελθόν έχει δημιουργήσει την Caspida, εταιρεία κυβερνοασφάλειας που μπορεί να προβλέψει τις επόμενες επιθέσεις και να αποτρέψει μελλοντικές απειλές και είχε εξαγοραστεί από την Splunk, την Cetas, εταιρεία ανάλυσης δεδομένων και big data στο cloud που εξαγοράστηκε από την VMware, ενώ έχει ιδρύσει και την Kazeon Systems που εξαγοράστηκε από την EMC.
Epignosis
Η Epignosis που ιδρύθηκε το 2012, από τους Θάνο Παπαγγελή και Δημήτρη Τσίγκο με το όνομα της να προέρχεται από την ελληνική λέξη «επίγνωση», δημιούργησε ένα λογισμικό μέσω του οποίου οι εταιρείες παρέχουν εξ αποστάσεως εκπαίδευση στους εργαζομένους τους και βλέπει τον κύκλο εργασιών της να βρίσκεται σε ανοδική τροχιά τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική startup που έχει συγκεντρώσει διεθνές ενδιαφέρον, τη διετία 2017-2018 σήκωσε περίπου 57 εκατ. δολ. από δύο αμερικανικά funds, το PeakSpan Capital και το Insight Partners.
Εν μέσω πανδημίας είδε τον τζίρο της να εκτοξεύεται καθώς εντάθηκε η ζήτηση για ψηφιακές λύσεις, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι πελάτες της που ξεπερνούν πλέον τους 7.500, ενώ με το λογισμικό της εκπαιδεύονται περίπου 4 εκατ. εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, με τις κύριες αγορές που έχει παρουσία να είναι οι ΗΠΑ, Καναδάς, Αγγλία, και Αυστραλία. Το λογισμικό της Epignosis χρησιμοποιούν μεγάλες εταιρείες που απασχολούν εκατοντάδες και χιλιάδες υπάλληλους, όπως οι Amazon, Zoom, Schneider Electric, Glencore και Unilever. Απασχολεί περισσότερα από 100 εργαζομένους διατηρώντας τμήμα έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα, αλλά και γραφεία σε Αμερική, Αγγλία και Κύπρο.
Omilia
Η κυπριακή εταιρεία που ιδρύθηκε το 2002 ασχολείται με τη μηχανική μάθηση σε εταιρικό επίπεδο και έχει δημιουργήσει, έναν εικονικό βοηθό και ένα σύστημα διαχείρισης συνομιλιών με πελάτες (σ.σ. chatbots). Με την τεχνολογία της, οι πελάτες μιας εταιρείας μπορούν να έρθουν σε επαφή με «ευφυΐα ανθρώπου» και «αποδοτικότητα μηχανής», όταν επικοινωνούν με αυτήν, είτε μέσω τηλεφώνου, είτε chat, social media, SMS, email ή κάποιας εφαρμογής.
Η τεχνητή νοημοσύνη που έχει αναπτύξει η Omilia έχει εκπαιδευτεί σε εκατομμύρια αλληλεπιδράσεις και μπορεί να κατανοήσει 21 γλώσσες, εξυπηρετώντας πελάτες παγκόσμιων τραπεζών, παρόχων κινητής τηλεφωνίας και ασφαλιστικών εταιρειών. Το 2020 έλαβε χρηματοδότηση ύψους 20 εκατ. δολαρίων από την Grafton Capital που ήταν η πρώτη εξωτερική χρηματοδότηση της εταιρείας μετά από 18 χρόνια όπου κάλυπτε τις ανάγκες της με ιδία μέσα.
Persado
Η Persado του Αλέξη Βρατσκίδη ιδρύθηκε το 2012, αξιοποιεί μια τεράστια βάση δεδομένων και με έναν μοναδικό αλγόριθμο, δημιουργεί με την εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης, αυτόματα εξατομικευμένο περιεχόμενο που χρησιμοποιείται σε διαφημιστικές καμπάνιες. Στόχο έχει να αναδείξει τον αυτοματοποιημένο τρόπο δημιουργίας αποτελεσματικών μηνυμάτων επικοινωνίας με τους καταναλωτές, με τα resposnses να αυξάνονται από 30% έως 150%.
Έχει έδρα στη Νέα Υόρκη, διατηρεί όμως τμήμα έρευνας και ανάπτυξης στην Αθήνα ενώ διαθέτει πολύ μεγάλες επιχειρήσεις στο πελατολόγιο της όπως οι Microsoft, Citibank, Verizon και η American Express. Η Persado μετρούσε μέχρι το 2020 περίπου 83,6 εκατ. ευρώ σε συνολική χρηματοδότηση, και σύμφωνα με τα στοιχεία της Endeavor συγκέντρωσε 54,5 εκατ. δολάρια σε χρηματοδότηση το 2020.