Την ανάγκη για μια εθνική πολιτική στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων μπροστά στην ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια υπογραμμίζει ο βουλευτής και τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Χαρίτσης, σε συνέντευξη στο BusinessDaily, ενώ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο για το ρεύμα που «επιδοτεί την κερδοσκοπία μήνα με τον μήνα», όπως λέει χαρακτηριστικά.
«Η ελληνική οικονομία χρειάζεται παρεμβάσεις που θα ανακουφίσουν άμεσα και ουσιαστικά νοικοκυριά, εργαζόμενους και επιχειρήσεις», υπογραμμίζει ο κ. Χαρίτσης και εξηγεί ότι μεταξύ των μέτρων που προτείνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή του για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, η μείωση των έμμεσων φόρων σε καύσιμα και τρόφιμα, η αποφασιστική ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και η κατάργηση του πτωχευτικού νόμου.
Ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ασκεί κριτική στον κυβερνητικό σχεδιασμό για τις επενδύσεις, σημειώνοντας ότι οι ξένες επενδύσεις «περιορίζονται στους κλάδους των κατασκευών, του real estate και του τουρισμού. Δυστυχώς ξέρουμε πού οδηγεί αυτό το μοντέλο "ανάπτυξης"». Παράλληλα, επικρίνει την κυβέρνηση για αδιαφάνεια στη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι θέλει να διαχειριστεί τους πόρους του Ταμείου «ως ιδιωτικό κορβανά».
Επιπλέον, αποκρούει τις αιτιάσεις για υπερβολικό κόστος του προγράμματος που έχει παρουσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υπογραμμίζοντας ότι το κόστος είναι ίδιο με τα μέτρα που έχει παρουσιάσει ο Κ. Μητσοτάκης, αλλά διέπεται από διαφορετική λογική.
Εμφανίζεται αισιόδοξος για εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ όχι μόνο με την άσκηση κριτικής στην κυβέρνηση, αλλά με τις προτάσεις του για μια νέα εθνική αναπτυξιακή στρατηγική: «Δεν μας αρκεί να πούμε ότι ο κύριος Μητσοτάκης έχει αποτύχει», τονίζει. «Αυτό το ξέρουν όλοι. Αυτό που μας αναλογεί είναι η προώθηση ενός προγράμματος ριζοσπαστικών τομών και ρεαλιστικών μεταρρυθμίσεων που θα έχουν στόχο μία εθνική αναπτυξιακή στρατηγική με κανόνες για όλους, κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοποίηση των μεγάλων και υπαρκτών δυνατοτήτων της χώρας μας».
- Επικρίνετε έντονα την κυβέρνηση για την πολιτική της στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης. Η κυβέρνηση απαντά ότι παρέχει τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τι περισσότερο πιστεύετε ότι θα έπρεπε να κάνει;
Να συγκρουστεί με τον πυρήνα της ακρίβειας. Αντί για αυτό, η κυβέρνηση επιδοτεί την κερδοσκοπία μήνα με τον μήνα. Πρόκειται για μια επιλογή που τροφοδοτεί την αισχροκέρδεια στην πιο ακριβή αγορά ενέργειας ολόκληρης της Ευρώπης, όπως αποτυπώνει πλέον επισήμως η Eurostat. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η έκρηξη των τιμών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες και ο νέος κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά. Έτσι η κρίση ανακυκλώνεται προς όφελος των παρόχων ενώ οι πολίτες πληρώνουν διπλά - και ως καταναλωτές και ως φορολογούμενοι.
Η δική μας πρόταση εκκινεί από την ανάγκη -και τη δυνατότητα- πολιτικών αποφάσεων που θα φρενάρουν την ακρίβεια εν τη γενέσει της. Με ρύθμιση στην αγορά ενέργειας, πλαφόν στη χονδρική και λιανική τιμή στο ρεύμα, περιορισμό του περιθωρίου κέρδους των παραγωγών ενέργειας, πραγματική φορολόγηση των υπερκερδών και επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ. Αυτά τα μέτρα θα περιορίσουν τις ανατιμήσεις σε όλο τον οικονομικό κύκλο.
- Γενικότερο το ζήτημα της ακρίβειας και των ανατιμήσεων απασχολούν έντονα την κοινωνία. Δεδομένου ότι οφείλονται κατά κύριο λόγο σε εξωγενείς παράγοντες τι θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα για την αντιμετώπιση του προβλήματος;
Οι εξωγενείς παράγοντες είναι δεδομένοι. Το ζητούμενο είναι μια εθνική πολιτική που δεν θα κρύβεται πίσω από τις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά θα αναζητεί διεξόδους και λύσεις. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται παρεμβάσεις που θα ανακουφίσουν άμεσα και ουσιαστικά νοικοκυριά, εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, την τιμαριθμική αναπροσαρμογή του για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, τη μείωση των έμμεσων φόρων σε καύσιμα και τρόφιμα, την αποφασιστική ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και την κατάργηση του πτωχευτικού νόμου.
Μια ματιά στις ευρωπαϊκές εξελίξεις δείχνει ότι αυτά τα μέτρα είναι και εφικτά και αναγκαία. Και για να το πω αλλιώς. Σε ποιο βαθμό φταίνε οι εξωγενείς παράγοντες που η κυβέρνηση έχει αφήσει ανεξέλεγκτη την αγορά καυσίμων και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας; Όταν κάθε μέρα οι καταναλωτές έβλεπαν την τιμή της βενζίνης να ανεβαίνει, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί αδρανούσαν- μόλις 156 έλεγχοι πρατηρίων έγιναν σε όλη την Ελλάδα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 2022. Ας σταματήσει λοιπόν η κυβέρνηση να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της.
- Το οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση ως υπερβολικά υψηλού κόστους. Πόσο έχετε κοστολογήσει εσείς τα προτεινόμενα μέτρα και πώς θεωρείτε ότι μπορεί να χρηματοδοτηθούν χωρίς να φτάσει η χώρα σε υπερβολικά ελλείμματα και περιπέτειες;
Το πρόγραμμα μας έχει το ίδιο δημοσιονομικό κόστος με τα μέτρα που ανακοίνωσε ο κ. Μητσοτάκης. Το ζήτημα είναι η εντελώς διαφορετική λογική του. Εμείς σχεδιάζουμε μια ολοκληρωμένη παρέμβαση για την αποτελεσματική διαχείριση της ενεργειακής κρίσης, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, την αντιμετώπιση κρίσιμων προκλήσεων όπως είναι η στεγαστική κρίση και το δημογραφικό ζήτημα.
Είναι οξύμωρο να επικαλούνται τον δημοσιονομικό κίνδυνο εκείνοι που οδήγησαν στον πρωτοφανή εκτροχιασμό του 15% του ελλείμματος το 2009 και τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Σας θυμίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μόνη κυβέρνηση που κατάφερε να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά της χώρας, να ρυθμίσει μεσοπρόθεσμα το χρέος και να αφήσει ταμειακά διαθέσιμα ύψους 37 δισ. ευρώ.
Εν κατακλείδι, τα μέτρα που ανακοινώσαμε στην ΔΕΘ είναι δεσμευτικά, κοστολογημένα και ρεαλιστικά. Αυτό που δεν είναι ρεαλιστικό είναι κάποιοι να θεωρούν ότι μπορούμε να συνεχίσουμε με την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
- Ασκείτε έντονη κριτική το τελευταίο διάστημα στην κυβέρνηση για αδιαφανείς χειρισμούς στη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, παρότι αξιολογείται θετικά από την Κομισιόν ως τώρα. Σε ποια σημεία εστιάζεται αυτή η κριτική;
Η κυβέρνηση έδειξε εξαρχής την πρόθεσή της να μην αξιοποιήσει το Ταμείο Ανάκαμψης για τη στήριξη και τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας αλλά να το διαχειριστεί ως ιδιωτικό κορβανά. Έφερε το σχέδιο για διαβούλευση στη Βουλή κατόπιν εορτής και μάλιστα με fast track διαδικασίες. Άφησε αναπάντητες όλες τις σχετικές κοινοβουλευτικές ερωτήσεις που έχει καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Και απέρριψε πανηγυρικά την πρόταση Τσίπρα - μια πρόταση που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη - για σύσταση Διακομματικής Επιτροπής ώστε να υπάρξει κοινοβουλευτικός έλεγχος και λογοδοσία στην υλοποίηση του πιο σημαντικού χρηματοδοτικού προγράμματος που έχει να διαχειριστεί η χώρα μας τα επόμενα χρόνια.
Η κυβέρνηση αρνείται τον έλεγχο γιατί ταυτίζει τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Και αυτή η στόχευση συνδυάζεται με μεγάλες ολιγωρίες και διαχειριστικές ανεπάρκειες. Αυτή τη στιγμή η χώρα μας υστερεί σημαντικά στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Και αυτό είναι εξαιρετικά μεγάλο πρόβλημα.
- Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει κατορθώσει να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις. Πώς βλέπετε την εξέλιξη των επενδύσεων και τι θα μπορούσε να γίνει για την περαιτέρω βελτίωση της θέσης της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού;
Η κυβέρνηση παρουσιάζει διάφορα σενάρια –πχ στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού- για εκτίναξη των επενδύσεων το 2023. Αποκρύπτει όμως ότι οι επενδύσεις στη χώρα μας παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους και ότι ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έφτασε μόλις τα επίπεδα του 1995. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα ποσοτικό. Είναι κυρίως ποιοτικό. Σήμερα οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις περιορίζονται στους κλάδους των κατασκευών, του real estate και του τουρισμού. Δυστυχώς ξέρουμε πού οδηγεί αυτό το μοντέλο «ανάπτυξης».
Εμείς σχεδιάζουμε τα κατάλληλα κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων που δημιουργούν νέες σταθερές και ποιοτικές θέσεις εργασίας, και διευρύνουν την παραγωγική βάση. Που παράγουν φορολογικά έσοδα για το κράτος και δεν «παρκάρουν» στο εξωτερικό - σε φορολογικούς παραδείσους - όλα τους τα κέρδη. Που μεταφέρουν, τέλος, τεχνογνωσία και δημιουργούν ένα παραγωγικό οικοσύστημα γύρω τους το οποίο αναβαθμίζει συνολικά τις τοπικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Ενώ παράλληλα θα δρομολογήσουμε ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων σε κοινωνικές και τοπικές υποδομές που θα αποτελέσουν και τον οδηγό για τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Σε όλη την Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι κυβερνήσεις αναζητούν τη διέξοδο μέσα από τις δημόσιες επενδύσεις. Εμείς δεν μπορούμε -και δεν πρέπει- να μείνουμε έξω από αυτήν την εξέλιξη και να περιοριστούμε στο ρόλο του φτωχού συγγενή.
- Το 2023 είναι έτος εκλογών. Ποιοι πιστεύετε ότι θα είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που θα κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα και ποια κατά τη γνώμη σας τα κρίσιμα σημεία που μπορούν να οδηγήσουν σε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ;
Οι πολίτες κατανοούν και απαιτούν να αλλάξει κάτι στη χώρα. Δεν μπορούμε μετά από μια δεκαετή επώδυνη κρίση να βυθιστούμε εκ νέου σε μια εποχή παρατεταμένης ανασφάλειας και οικονομικής ύφεσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει να δώσει περιεχόμενο στην αλλαγή αυτή: να πείσει ότι η σύγχρονη απάντηση στις πολλαπλές κρίσεις που μας απειλούν είναι ο δημόσιος σχεδιασμός, η θωράκιση της οικονομίας, η ασφάλεια της κοινωνίας. Δεν μας αρκεί να πούμε ότι ο κύριος Μητσοτάκης έχει αποτύχει. Αυτό το ξέρουν όλοι. Αυτό που μας αναλογεί είναι η προώθηση ενός προγράμματος ριζοσπαστικών τομών και ρεαλιστικών μεταρρυθμίσεων που θα έχουν στόχο μία εθνική αναπτυξιακή στρατηγική με κανόνες για όλους, κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοποίηση των μεγάλων και υπαρκτών δυνατοτήτων της χώρας μας.
- Ασκείτε οξεία κριτική στους δημοσκόπους. Γιατί;
Οι δημοσκοπήσεις, πανευρωπαϊκά, όπως έδειξαν πρόσφατα παραδείγματα, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στη μεθοδολογία και στην επεξεργασία των δεδομένων. Αυτό που εμείς αναδεικνύουμε είναι η προβληματική απόπειρα της κυβέρνησης να χειραγωγήσει την ενημέρωση και να δημιουργήσει σχέσεις οικονομικής εξάρτησης με συγκεκριμένες εταιρείες δημοσκοπήσεων. Σας θυμίζω ότι η κυβέρνηση στην Αυστρία παραιτήθηκε για κάτι ανάλογο. Είναι ζήτημα που αφορά την ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας μας.
- Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει εδώ και δεκαετίες υπάρχει μια κοινή αντίληψη, μια συναίνεση, των κομμάτων εξουσίας για βασικούς τομείς του κράτους, όπως η παιδεία, η ασφάλεια, η δημόσια διοίκηση και γενικότερα τη θεσμική συγκρότηση του κράτους. Στην Ελλάδα παραμένει μια έντονα πολωτική κατάσταση και τα κόμματα εξουσίας διαφωνούν με έντονο και απόλυτο τρόπο σχεδόν σε όλα. Είναι δυνατό η Ελλάδα να αποκτήσει πραγματική θεσμική συγκρότηση δίχως μια συνεννόηση των κομμάτων εξουσίας;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει συναίνεση στο βαθμό εξαφάνισης των πολιτικών διαφορών. Ας μην παραβλέπουμε ότι η πολιτική είναι ακριβώς η αντιπαράθεση πάνω σε ιδέες, στρατηγικές και επιλογές. Στην Ελλάδα όντως συχνά ξεχνάμε ότι η αντιπαράθεση αυτή οφείλει να βασίζεται στο περιεχόμενο της πολιτικής. Και εκεί, δεν υπάρχει περιθώριο συνεννόησης με ένα κόμμα και μία κυβέρνηση που έχει ως βασική μέριμνα την υποστήριξη των λίγων και ισχυρών, ενώ χρησιμοποιεί τις κρίσεις ως ευκαιρία για την προώθηση αντικοινωνικών πολιτικών. Η δική μας παράταξη έχει εντελώς άλλες προτεραιότητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα κάνει ό,τι μπορεί για τη συγκρότηση ενός μετώπου προοδευτικών δυνάμεων πάνω σε προγραμματική βάση. Εκεί υπάρχει όντως το περιθώριο, η δυνατότητα και η αναγκαιότητα για συναινέσεις και συγκλίσεις.
- Υπήρχε η αίσθηση ότι χάσατε τη μεσαία τάξη. Πώς θα την ξανακερδίσετε;
Οι εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τη ΝΔ. Αντίθετα, τα μεσαία στρώματα, στο όνομα των οποίων μιλούσε προεκλογικά ο κ. Μητσοτάκης, πληρώνουν την άδικη, μεροληπτική του πολιτική.
Το δικό μας σχέδιο για δικαιοσύνη παντού, με στήριξη του εισοδήματος των πολιτών, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, γενναία ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και ανασχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης και αξιοποίηση κάθε χρηματοδοτικού πόρου με την μέγιστη δυνατή διάχυση - δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποκλεισμένες από σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους- δείχνει το δρόμο για μια ανάπτυξη που θα τους αφορά όλους. Αυτή είναι η δέσμευσή μας προς την μεσαία τάξη.
- Τι θα κάνετε για τόσους δανειολήπτες με ελβετικό φράγκο ο οποίοι πλέον βρίσκονται σε αδιέξοδο;
Πρόκειται για μακροχρόνιο πρόβλημα, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον για τη χώρα. Εν μέσω μνημονίων και ασφυκτικού ελέγχου εκ μέρους των θεσμών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τον ν. 4438/2016, με τον οποίο ενσωμάτωσε άμεσα την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/17, προσπαθώντας να θεσπίσει τις πρώτες ασφαλιστικές δικλείδες, προς όφελος των δανειοληπτών. Ακολούθησε η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια το 2018 και μια σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που δημιουργούσαν, πια, τις προϋποθέσεις, για τη δίκαιη επίλυση του προβλήματος, όπως, άλλωστε, έχει συμβεί σε Ουγγαρία, Κροατία, Κύπρο, Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Σερβία, Γαλλία και Γερμανία μεταξύ άλλων.
Όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στη συνέχεια, όχι μόνο αγνόησε το πρόβλημα, αλλά φαίνεται να μην μπορεί καν να αντιληφθεί τι ακριβώς καλείται να αντιμετωπίσει και γιατί. Σε αυτή τη χρονική συγκυρία και με σημαντικό βοήθημα την εργαλειοθήκη που έχει τεθεί στη διάθεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων μετά την πανδημία του covid-19, είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί το ζήτημα. Αλλά για αυτό απαιτείται πολιτική βούληση, που η παρούσα κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δεν έχει, οδηγώντας τους δανειολήπτες στην πτώχευση.
- Στο πόρισμά σας για τις υποκλοπές μιλάτε για συγκάλυψη. Πώς θα κινηθείτε από εδώ και πέρα;
Το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όπως και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, τεκμηριώνει αυτό που γνωρίζει η ελληνική κοινωνία από την πρώτη στιγμή: ο κύριος Μητσοτάκης εγκατέστησε ένα παρακρατικό κέντρο το οποίο παρακολουθούσε πολιτικά πρόσωπα. Αυτός είναι ο πυρήνας του σκανδάλου. Στη συνέχεια ήρθε η προσπάθεια της συγκάλυψης. Από την αποπομπή του κυρίου Δημητριάδη μέχρι τις αστείες προσπάθειες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, ο κύριος Μητσοτάκης είχε έναν και μόνο στόχο: να αποφύγει τις πολιτικές ευθύνες και κατά την πάγια τακτική του να τις φορτώσει σε κάποιους άλλους. Δεν θα του περάσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα συνεχίσει τη θεσμική πίεση, εντός και εκτός συνόρων, για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Αυτό απαιτεί η κοινωνία των πολιτών, αυτό έχει ανάγκη η δημοκρατία μας.