Την ανάγκη η κυβέρνηση να «σπάσει την κατάρα της δεύτερης θητείας» και να εξέλθει από τη μεταρρυθμιστική ύπνωση στην οποία περιήλθε μετά το αδύναμο εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών υπογραμμίζει ο Wolfango Piccoli, Διευθυντής Ερευνών της Teneo's Geopolitical Advisory, σε συνέντευξή του στο Business Daily.
Ο κ. Piccoli σχολιάζοντας τα μέτρα της κυβέρνησης για τις τράπεζες σημειώνει ότι αυτά μπορεί να προκαλέσουν δημιουργικό σοκ ενώ υπογραμμίζει την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι εγχώριες τράπεζες.
Σημειώνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας δεν είναι εντυπωσιακός, δεδομένου του χαμηλού σημείου εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της ώθησης από το Ταμείο Ανάκαμψης. Επισημαίνει τη δυστοκία στις επενδύσεις, την αδυναμία εξέλιξης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ενώ θεωρεί δύσκολο τον στόχο της αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε ώριμη αγορά.
Ο διευθυντής ερευνών του TENEO εμφανίζεται απαισιόδοξος για την εξεύρεση λύσεων στις ελληνοτουρκικές διαφορές, ενώ απαισιόδοξος είναι για την πορεία της Ευρώπης, υπογραμμίζοντας τη απουσία ηγεσίας και οράματος.
Σε ότι αφορά τα ρίσκα του 2025, ξεχωρίζει τις αβεβαιότητες που δημιουργεί η δεύτερη θητεία Τραμπ.
- Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε σειρά μέτρων για τις τράπεζες με επίκεντρο την μείωση του κόστους συναλλαγών για τους πολίτες. Πώς τα αξιολογείτε;
W. Piccoli: Η απόφαση για τη μείωση των τραπεζικών χρεώσεων είναι αναμφίβολα μια θετική είδηση για τους πελάτες των τραπεζών, δεδομένου μάλιστα ότι οι χρεώσεις που επιβάλλουν οι ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται στις υψηλότερες στην Ευρώπη – ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και καιρό. Αυτή η κίνηση απαντά μια σημαντική ανησυχία.
Οι τράπεζες ενδέχεται να νιώσουν τον οικονομικό αντίκτυπο βραχυπρόθεσμα λόγω της μείωσης των εσόδων. Παρόλα αυτά, η μείωση των χρεώσεων μπορεί τελικά να λειτουργήσει υπέρ τους μακροπρόθεσμα. Με την προσαρμογή των χρεώσεών τους τώρα, μπορούν να ανταγωνιστούν καλύτερα τους ψηφιακούς παίκτες όπως η Revolut, οι οποίοι κερδίζουν σταθερά μερίδιο αγοράς. Πρόκειται για μια περίπτωση όπου ο βραχυπρόθεσμος «πόνος» μπορεί να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση και καινοτομία. Η αποτυχία προσαρμογής στα νέα δεδομένα θα μπορούσε να σημαίνει πλήρη απώλεια έναντι αυτών των ψηφιακών ανταγωνιστών.
Όσον αφορά την κυβέρνηση, παρόλο που η απόφαση είναι ένα θετικό βήμα για το κοινό, ο αντίκτυπος στη δημοτικότητα της κυβέρνησης παραμένει αβέβαιος. Η κυβέρνηση αρχικά είχε υποστηρίξει ότι είχε περιορισμένες δυνατότητες να αντιμετωπίσει το ζήτημα των προμηθειών, και ο χρονισμός της ενέργειας – εν μέσω μείωσης της δημοτικότητάς της και πίεσης από το ΠΑΣΟΚ σχετικά με τον φόρο υπερκερδών –φαίνεται περισσότερο αμυντικός αντί για προληπτικός.
Παρ' όλα αυτά, η απόφαση για μείωση των τραπεζικών χρεώσεων αντί για επιβολή έκτακτου φόρου είναι πολιτικά και πρακτικά ορθή. Είναι μια πιο αποτελεσματική προσέγγιση που τελικά ωφελεί τόσο τους καταναλωτές όσο και την οικονομία.
- Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί, έχει επαρκή κεφαλαιοποίηση και έχει μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης. Τι κινδύνους βλέπετε από εδώ και πέρα; Είναι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών βιώσιμη μακροπρόθεσμα;
Είναι δύσκολο να σχολιάσω λεπτομερώς την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, καθώς δεν είμαι ειδικός στον τραπεζικό τομέα. Ωστόσο, δεν βλέπω σημαντικούς κινδύνους για αυτές τη δεδομένη στιγμή. Όπως αναφέρατε, είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, και έχουμε δει ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά από σημαντικές ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η UniCredit. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) βρίσκεται στο 6,9%, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά αυτό αντικατοπτρίζει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια.
Μία πρόκληση για τις τράπεζες μπορεί να είναι η διαχείριση της οικιστικής ακίνητης περιουσίας που έχουν στους ισολογισμούς τους. Με την πρόσφατη αύξηση της φορολογίας για τα ακίνητα αυτά από την κυβέρνηση, και τη στέγαση να αποτελεί πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα, μπορεί να υπάρξει αυξανόμενη πίεση για την πώληση μέρους αυτών των περιουσιακών στοιχείων.
Παρόλα αυτά, η συνολική προοπτική για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει θετική. Βρίσκονται μάλιστα μπροστά από το χρονοδιάγραμμα στην αντιμετώπιση του DTC, κάτι που αποτελεί ένα ακόμη ενθαρρυντικό σημάδι. Συνολικά, η ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι μία ιστορία ανθεκτικότητας και προόδου, και δεν διαβλέπω σημαντικούς κινδύνους στον ορίζοντα.
Δύσκολος στόχος η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών
- Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε ανεπτυγμένη αγορά. Πιστεύετε ότι μια τέτοια αναβάθμιση θα ωφελήσει την ελληνική αγορά; Μπορεί μια μικρή περιφερειακή αγορά να αντέξει στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο επενδυτικό περιβάλλον;
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, καθώς η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί σημαντική προσπάθεια. Η τρέχουσα κεφαλαιοποίηση της ελληνικής αγοράς παραμένει αρκετά χαμηλή, και υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν σε τομείς όπως η διαφάνεια, η εταιρική διακυβέρνηση και η προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων. Αν και πρόκειται για σημαντικό στόχο, τον βλέπω περισσότερο ως έναν μακροπρόθεσμο στόχο παρά ως κάτι εφικτό μεσοπρόθεσμα.
Θα είναι ωφέλιμο; Απολύτως. Είναι ένας θετικός και φιλόδοξος στόχος που αξίζει να επιδιωχθεί. Ωστόσο, οι προκλήσεις δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Πάρτε για παράδειγμα το Λονδίνο – παρά το μέγεθος και τη μακροχρόνια σημασία του, το Χρηματιστήριο του Λονδίνου έχει αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες τα τελευταία 10–15 χρόνια, και όχι μόνο λόγω του Brexit. Για μια μικρότερη, περιφερειακή αγορά όπως η Αθήνα, η διαδρομή θα είναι αναμφίβολα δύσκολη.
Παρόλα αυτά, η επιδίωξη αυτού του στόχου θα μπορούσε να οδηγήσει σε απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη διαφάνεια, τη διακυβέρνηση και τη λογοδοσία, που είναι πολύτιμα αποτελέσματα από μόνα τους. Η φιλοδοξία είναι αξιέπαινη, αλλά το αν μπορεί να επιτευχθεί – και σε ποιο χρονικό πλαίσιο – παραμένει αβέβαιο. Σίγουρα αξίζει να επιδιωχθεί, εφόσον προάγει ουσιαστική πρόοδο.
Η πολιτική αδράνεια ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα
- Η Ελλάδα βγήκε από μια επώδυνη, 10ετη οικονομική κρίση και αυτή τη στιγμή αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Βλέπετε πολιτικούς ή οικονομικούς κινδύνους για την Ελλάδα μεσοπρόθεσμα; Η μεταρρυθμιστική κόπωση ή η πολιτική αστάθεια περιλαμβάνονται μεταξύ των κινδύνων; Θεωρείτε βιώσιμο το δημόσιο χρέος;
Δεν βλέπω το χρέος ως μείζον ζήτημα για την Ελλάδα. Το αν το χρέος θεωρείται βιώσιμο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται σε μια Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA). Αν βάλεις λανθασμένα δεδομένα (garbage in), θα πάρεις λανθασμένο αποτέλεσμα (garbage out). Ωστόσο, το ελληνικό χρέος έχει σταθερή βάση: οι λήξεις είναι μακροπρόθεσμες, τα επιτόκια χαμηλά και το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται στον δημόσιο τομέα.
Επιπλέον, το επίπεδο του χρέους έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κάτι που πιστώνεται στις ελληνικές αρχές για την αποτελεσματική διαχείρισή τους.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας, αν και πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Ένας ρυθμός ανάπτυξης 2,2% ή 2,3% – μετά τη σοβαρή ύφεση που προκάλεσε η κρίση της ευρωζώνης και με την υποστήριξη των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) – είναι ικανοποιητικός αλλά όχι εξαιρετικός. Επιπλέον, αυτή η ανάπτυξη δεν έχει γίνει ευρέως αισθητή από τους πολίτες λόγω της κρίσης κόστους ζωής, παρά τις βελτιώσεις στην ανεργία και στα επίπεδα εισοδήματος.
Η κύρια πρόκληση για την Ελλάδα έγκειται στην πολιτική αδράνεια. Από τις ευρωεκλογές, όπου τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα των προσδοκιών, η κυβέρνηση εμφανίζεται σχετικά παθητική και φαίνεται να έχει χάσει τη φιλοδοξία της. Έχοντας πολύ χρόνο μέχρι τις εκλογές του 2027 και τη Νέα Δημοκρατία να υποαποδίδει στις δημοσκοπήσεις, το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση μπορεί να ανακτήσει τη δυναμική της και να αναβιώσει τις μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα, γίνεται λόγος για την «κατάρα της δεύτερης θητείας», κάτι που μπορεί να επιβεβαιωθεί εάν η ΝΔ συνεχίσει με την τρέχουσα αδράνειά της. Μια αναζωογόνηση των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να διασφαλίσει τη θέση της.
Στον εξωτερικό τομέα, οι κύριοι κίνδυνοι προέρχονται από το ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Η ευρωζώνη αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις κατά 0,9% έως1% την επόμενη χρονιά, αντικατοπτρίζοντας μια υποτονική οικονομία με αδύναμη ηγεσία σε όλη την ήπειρο. Η Γερμανία στερείται κυβέρνησης τουλάχιστον μέχρι το τέλος Μαρτίου, ο Μακρόν είναι πολιτικά αποδυναμωμένος, και η Ισπανία κυβερνάται από μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Τις προκλήσεις επιδεινώνουν και άλλοι παγκόσμιοι παράγοντες: η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία θα μπορούσε να φέρει νέους δασμούς στην Ευρώπη, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται εδώ και σχεδόν τρία χρόνια.
Για την Ελλάδα, οι εξωτερικοί κίνδυνοι υπερβαίνουν τους εγχώριους. Ωστόσο, στο εσωτερικό, το βασικό ερώτημα παραμένει: θα αξιοποιήσει η Νέα Δημοκρατία αυτόν τον χρόνο για να ανακτήσει την μεταρρυθμιστική ορμή ή θα αφεθεί στην αδράνεια μέχρι το 2027; Η απάντηση θα καθορίσει τη μοίρα της.
- Εκφράζεται κριτική ότι οι επενδύσεις δεν προχωρούν με τον επιθυμητό ρυθμό. Ποια είναι η άποψή σας; Υπάρχει κίνδυνος η υστέρηση στις επενδύσεις να υπονομεύσει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας;
Τα εύσημα πρέπει να αποδοθούν εκεί που πρέπει: η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωριστεί. Ωστόσο, το ζήτημα των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι ευρύτερο. Για παράδειγμα, ενώ οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις πέρυσι προσέγγισαν τα 5 δισ. ευρώ, σχεδόν το 50% αυτών κατευθύνθηκε στην αγορά ακινήτων. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικό για την οικονομία και εγείρει ανησυχίες για την κοινωνική συνοχή.
Αναφορικά με την αύξηση των επενδύσεων, ο κρατικός προϋπολογισμός προέβλεπε το πέρυσι αύξηση 15%, αλλά η πραγματική αύξηση ήταν πολύ χαμηλότερη, αναδεικνύοντας τις διαρκείς προκλήσεις. Σε θεμελιώδες επίπεδο, το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες, ιδιαίτερα στον τουρισμό, με τον κατασκευαστικό τομέα να ακολουθεί.
Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι η επάνοδος του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που έφτασε το 6,2% του ΑΕΠ το 2023. Αυτό συνέβη παρά τη σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και την αξιοσημείωτη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας από τη μείωση του κόστους εργασίας σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η επιμονή του ελλείμματος υπογραμμίζει την απουσία ενός ουσιαστικού μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου της χώρας.
Χωρίς την αντιμετώπιση αυτών των διαρθρωτικών ζητημάτων και τη μετάβαση σε μια πιο διαφοροποιημένη και πιο παραγωγική οικονομία, η προσέλκυση βιώσιμων επενδύσεων θα παραμείνει δύσκολη.
- Η Ελλάδα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, αλλά παραμένει ακόμα μακριά από την κατηγορία “A” στην οποία βρισκόταν πριν από την κρίση. Πιστεύετε ότι είναι εφικτό να αναβαθμιστεί σε “A” μεσοπρόθεσμα;
Όπως λένε, η πρόβλεψη της συμπεριφοράς των οίκων αξιολόγησης είναι ένα άσκοπο παιχνίδι. Η επίτευξη περαιτέρω αναβαθμίσεων είναι ένας δύσκολος στόχος, κυρίως λόγω του μεγάλου χρέους. Παρόλο που ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μειωθεί σημαντικά, εξακολουθεί να κυμαίνεται γύρω στο 160 - 162%, και παραμένει μια σημαντική πρόκληση.
Η πρόοδος στη μείωση του χρέους θα είναι ένας βασικός παράγοντας, αλλά οι αναβαθμίσεις θα εξαρτηθούν επίσης από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την αντιμετώπιση διαρθρωτικών ζητημάτων, όπως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Χωρίς ουσιαστική πρόοδο σε αυτούς τους τομείς, οι περαιτέρω αναβαθμίσεις θα παραμείνουν άπιαστος στόχος.
Στην καλύτερη περίπτωση, η επίτευξη υψηλότερων αξιολογήσεων μπορεί να είναι ένας μεσοπρόθεσμος στόχος, αλλά σε αυτό το στάδιο, φαίνεται αρκετά μακρινός.
«Δεν είμαι αισιόδοξος για την επίλυση των διαφορών Ελλάδας - Τουρκίας»
- Μέσα σε ένα ασταθές γεωπολιτικό πλαίσιο, η Ελλάδα και η Τουρκία κάνουν βήματα προς την ομαλοποίηση των σχέσεών τους και ίσως την επίλυση των διαφορών τους για τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) και το Αιγαίο. Είστε αισιόδοξος ότι αυτές οι διπλωματικές πρωτοβουλίες μπορούν να αποδώσουν καρπούς στο άμεσο μέλλον;
Όχι, δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά είναι σημαντικό να τονιστεί η αξία της συνέχισης του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Η επικοινωνία και οι διαπραγματεύσεις είναι θετικά βήματα, και αυτή η διαδικασία συμβάλλει στη μείωση των κινδύνων.
Παρόλα αυτά, οι δύο πλευρές παραμένουν σε μεγάλη απόσταση όσον αφορά τα βασικά ζητήματα που αναφέρατε, και πιστεύω ότι η επίτευξη σημαντικής προόδου για την επίλυση αυτών των διαφορών θα είναι δύσκολη. Ωστόσο, η δέσμευση για τη διατήρηση ανοικτών γραμμών επικοινωνίας είναι μια θετική εξέλιξη και για τις δύο πλευρές – όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Τουρκία.
Παρόλο που δεν πρέπει να αναμένουμε ουσιαστικές προόδους στην επίλυση των υφιστάμενων διαφορών, ο συνεχής διάλογος αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Χωρίς ηγεσία και όραμα η Ευρώπη
- Σε μια περίοδο έντονων συζητήσεων για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και το διευρυνόμενο χάσμα με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ, η Γερμανία και η Γαλλία, αντιμετωπίζουν σοβαρές πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις. Πώς βλέπετε την πορεία της Ευρώπης σε αυτό το πλαίσιο;
Είναι μια δύσκολη κατάσταση. Η Ευρώπη βρίσκεται σαφώς σε αμυντική θέση, με δύο μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία και η Γαλλία να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Πιο κρίσιμο είναι, όπως ανέφερα νωρίτερα, η έλλειψη ηγεσίας και πολιτικής βούλησης για να οδηγήσει σε ουσιαστική πρόοδο, είτε μέσω βαθύτερης ενοποίησης είτε ακόμα και μέσω της εφαρμογής κάποιων βασικών συστάσεων από την έκθεση του Μάριο Ντράγκι.
Οι πολιτικές πλειοψηφίες που απαιτούνται για την προώθηση των απαραίτητων αλλαγών στο Βερολίνο, στο Παρίσι και σε άλλες πρωτεύουσες δεν υπάρχουν πλέον. Αυτό καθιστά την πρόοδο σε μακροχρόνιους στόχους, όπως η Ένωση Κεφαλαιαγορών και η Τραπεζική Ένωση, απίθανη. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να έχουμε θετικές εξελίξεις στη βιομηχανία άμυνας, όπου μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια φαίνεται πιο εφικτή.
Η Ευρώπη αναμφίβολα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Σε αυτό προστίθεται και ο κίνδυνος εξωτερικής πίεσης, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η διοίκηση Τραμπ, υιοθετήσει μια πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στην Κίνα. Η επίτευξη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής θέσης για την Κίνα θα είναι δύσκολη, δεδομένων των διαφορετικών, και μερικές φορές αποκλινουσών, απόψεων σε Βερολίνο και Παρίσι.
Οι προοπτικές για την Ευρώπη είναι δύσκολες, και δεν έχω αμφιβολία για το μέγεθος των προκλήσεων που βρίσκονται μπροστά της.
- Είναι εφικτό για μια ένωση κρατών, όπως η ΕΕ, να ανταγωνιστεί χώρες με μια πιο συγκεντρωτική κρατική δομή, όπως οι ΗΠΑ; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να ενισχύσει η ΕΕ τη θέση της, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, στη διεθνή σκηνή;
Πιστεύω ότι είναι απόλυτα εφικτό. Η ΕΕ παραμένει το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο, και το μέλλον της εξαρτάται από το αν οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων έχουν το όραμα και το θάρρος να προωθήσουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή ενοποίηση, εκσυγχρονίζοντας παράλληλα το οικονομικό μοντέλο της Ευρώπης. Το ζήτημα δεν είναι η δομή της Ευρώπης καθαυτή, αλλά η πολιτική βούληση – τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παράλληλα, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πιο απαιτητικό παγκόσμιο περιβάλλον. Ο κίνδυνος έγκειται στο να βρεθεί παγιδευμένη μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, ανίκανη να χαράξει τη δική της πορεία λόγω πολιτικών αδυναμιών. Πάρτε για παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία βρίσκεται υπό έντονη πίεση εξαιτίας του ανταγωνισμού της Κίνας. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει διαδικασίες για την επιβολή δασμών, οι έντονες διαφωνίες μεταξύ των κρατών - μελών, όπως η αποχή της Ελλάδας από την ψηφοφορία, αναδεικνύουν τον πολιτικό κατακερματισμό που αποδυναμώνει τη θέση της Ευρώπης.
Η προοπτική είναι δύσκολη, αλλά δεν πιστεύω ότι η δομή της ΕΕ φταίει για αυτό. Αντίθετα, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην πολιτική της Ευρώπης, στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και στη λήψη δύσκολων, απαραίτητων αποφάσεων για να εξασφαλίσει το μέλλον της.
Η διοίκηση Τραμπ η βασική εστία αβεβαιότητας το 2025
- Εάν έπρεπε να ξεχωρίσετε ορισμένες από τις προκλήσεις ή τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία το 2025, ποιοι θα ήταν αυτοί;
Πιστεύω ότι θα υπάρξει τεράστια αβεβαιότητα από τις 20 Ιανουαρίου και μετά. Θεωρώ ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει μάθει τα μαθήματά της από την πρώτη θητεία. Θα ξεκινήσει στις 20 Ιανουαρίου με σχέδιο και ομάδα, και θα προχωρήσει πολύ γρήγορα σε νέες πολιτικές και πρωτοβουλίες, μερικές από τις οποίες θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία. Ο Τραμπ μπορεί να επιβάλει νέους δασμούς μέσω προεδρικών διαταγμάτων, χωρίς να χρειάζεται την έγκριση του Κογκρέσου.
Κατά τις πρώτες 100 ημέρες της πρώτης του θητείας, ο Τραμπ υπέγραψε 29 προεδρικά διατάγματα. Αυτή τη φορά, μπορεί να δούμε περισσότερα διατάγματα να υπογράφονται μέσα στην πρώτη του εβδομάδα στην εξουσία.
Αναπόφευκτα, αυτό θα δημιουργήσει τεράστια αβεβαιότητα. Σκεφτείτε τους δασμούς στο εμπόριο, για παράδειγμα. Σκεφτείτε την τύχη της Ουκρανίας και τι σημαίνει αυτό όχι μόνο για το Κίεβο αλλά και για την ευρύτερη ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή μπορεί να κλιμακωθεί ανά πάσα στιγμή. Υπολογίζοντας στη στήριξη του Τραμπ, το Ισραήλ θα μπορούσε να αποφασίσει να αντιμετωπίσει την απειλή του Ιράν με πολύ πιο επιθετικό τρόπο.
Εν ολίγοις, η αβεβαιότητα είναι ένα βασικό ζήτημα για το 2025, σε ένα περιβάλλον όπου η οικονομική ανάπτυξη παραμένει μέτρια, αλλά όχι ιδιαίτερα ισχυρή, ειδικά στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Όσον αφορά τις ΗΠΑ, το ζήτημα που πρέπει να παρακολουθούμε, κατά την άποψή μου, είναι το δημοσιονομικό. Ο Τραμπ μπορεί να έχει μεγάλα σχέδια για την αμερικανική οικονομία, αλλά έχει επίσης ένα μεγάλο πρόβλημα χρέους, πρόβλημα που θα μπορούσε να κάνει αδύνατη την υλοποίηση των σχεδίων του.
Αν λάβουμε υπόψη το σχέδιο Τραμπ για μείωση φόρων, αυτό μπορεί να προσθέσει άλλα 4 τρισ. δολάρια στο αμερικανικό χρέος μέσα στα επόμενα 4 χρόνια. Η δημοσιονομική πρόκληση είναι τεράστια. Αυτό δεν είναι πρόβλημα του 2025 αλλά ευρύτερο. Είναι κάτι που πρέπει να παρακολουθούμε, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου είναι ήδη στο 4,3%. Πολύ διαφορετική κατάσταση από το 2017, όταν ο Τραμπ ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία και η απόδοση ήταν περίπου στο 1,7% - 1,8%. Έτσι, η αγορά ομολόγων έχει στείλει ένα μήνυμα στη διοίκηση ότι στο δημοσιονομικό ζήτημα χρειάζεται κάποια υπευθυνότητα.
Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο στις ΗΠΑ, δεδομένου του τρόπου λειτουργίας του Κογκρέσου και της τόσο πολωμένης πολιτικής κατάστασης. Η δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ είναι ζήτημα που πρέπει να παρακολουθούμε, γιατί αν έχουμε δημοσιονομική κρίση στις ΗΠΑ, οι πάντες θα πληρώσουν το τίμημα, όχι μόνο οι Αμερικανοί.