Πριν καν στεγνώσει το μελάνι στο χαρτί των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών, τα κομματικά επιτελεία προετοιμάζονται για τις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις των αυτοδιοικητικών εκλογών το φθινόπωρο και των ευρωεκλογών σε 10 μήνες από σήμερα.
Η πρόθεση ωστόσο της κυβέρνησης να επαναφέρει τη λίστα για την εκλογή των αντιπροσώπων στα ευρωπαϊκά όργανα, αλλά κυρίως η συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, με την αύξηση του ορίου για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή - εν προκειμένω στην ευρωβουλή - από το 3% στο 5%, άνοιξε ήδη ένα νέο κύκλο αντιπαράθεσης, αλλά και έντονου παρασκηνίου.
Οι θιασώτες αυτής της πρότασης θεωρούν περίπου ως επιβεβλημένη μια τέτοια αλλαγή, προβάλλοντας μάλιστα την ανάγκη το νέο σύστημα να δοκιμαστεί πρώτα στην αναμέτρηση της Ευρωβουλής, για την κάλυψη των 21 θέσεων που αντιστοιχούν στην Ελλάδα και εν συνεχεία, να αποτελέσει τη βάση συζήτησης για εφαρμογή του μέτρου και στις επόμενες εθνικές εκλογές.
Στον αντίποδα, όσοι αντιτίθενται σε μια τέτοια προοπτική - κυρίως εκπρόσωποι μικρότερων πολιτικών σχηματισμών - θεωρούν ότι προκύπτουν σοβαρά συνταγματικά ζητήματα, αλλά και ένας ευρύτερος προβληματισμός, για το πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η αύξηση του ορίου στο 5% με το επιχείρημα της διασφάλισης της κυβερνητικής σταθερότητας, όταν με το υφιστάμενο όριο του 3% και οκτακομματική Βουλή η ΝΔ εξασφάλισε μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 εδρών.
Στο κυβερνητικό επιτελείο πάντως, φέρνουν ως παράδειγμα την εικόνα που παρουσιάζει η παρούσα Βουλή, με κόμματα που εξασφάλισαν το 3% και επιδιώκουν να γίνουν ρυθμιστές της κατάστασης - μέσω ευκαιριακών συνεργασιών - και φέρνουν ως παράδειγμα των 26 χωρών της Ευρώπης που ισχύει το 5% ή και μεγαλύτερο, άλλων 6 που ισχύει το 4% και μόνο 8 χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) που ισχύει το 3%.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, το κατώφλι του 3% θεσπίσθηκε με τον νόμο της εξομάλυνσης που ψήφισε η ΝΔ και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 1993. Επρόκειτο για μια ρύθμιση για καθαρά εθνικούς λόγους, ώστε τυχόν μουσουλμανικά κόμματα ή μεμονωμένοι υποψήφιοι να μην μπορούν να αντιπροσωπεύονται στη Βουλή όπως συνέβη στις εκλογές 1989 και 1990, αλλά να εκλέγουν βουλευτές μέσω άλλων ισχυρότερων κομμάτων.
Στις εκλογές του Ιουνίου, αίτηση υπέβαλαν 44 κόμματα και εγκρίθηκε η συμμετοχή των 30. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν να μπουν 3 επιπλέον κόμματα στη Βουλή: Νίκη, «Σπαρτιάτες» και Πλεύση Ελευθερίας και τα κόμματα εκτός Βουλής να συγκεντρώσουν το 6,10%, επιβεβαιώνοντας στην πράξη την πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων.
Στη σχετική συζήτηση ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγιση έγκριτων συνταγματολόγων - όπως ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Αντώνης Μανιτάκης – που θεωρούν ότι δεν τίθεται συνταγματικό κώλυμα για την αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή ενός κόμματος, από τη στιγμή που προβλέπεται ήδη ένα ποσοστό για να μπορέσει κανείς να συμμετάσχει στην κατανομή των εδρών και να βγάλει βουλευτή.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με μερίδα συνταγματολόγων, μια πιθανή απόφαση για αύξηση του ορίου από το 3 στο 5% δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, σημειώνουν ωστόσο ότι για μια τέτοια αλλαγή χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.