Με αισιοδοξία ατενίζουν οι Έλληνες τραπεζίτες και επιχειρηματίες τη νέα χρονιά, χωρίς να παραβλέπουν όμως και τους σοβαρούς πολιτικούς και οικονομικούς, εξωτερικούς κινδύνους, που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Ο σοβαρότερος κίνδυνος, όπως εκτιμούν οι παράγοντες της οικονομίας, προέρχεται εξ ανατολών, καθώς η Άγκυρα κλιμακώνει τις εντάσεις με Αθήνα και Λευκωσία με τρόπο που θυμίζει σε πολλούς τις δύσκολες περιόδους στα τέλη της δεκαετίας του '90. Δεν πρέπει, όμως, να υποτιμώνται και οι κίνδυνοι από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, με σημαντικότερο το ενδεχόμενο απότομης επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ευρύτερη αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Τουρκία να διεκδικεί επιθετικά το μερίδιο που θεωρεί το δικαιούται από τον πλούτο των υδρογονανθράκων της περιοχής, κάθε πρόβλεψη θεωρείται παρακινδυνευμένη, καθώς οι επόμενες εξελίξεις θα εξαρτηθούν από τις επιλογές που θα γίνουν από τον, πάντα απρόβλεπτο, πρόεδρο Ερντογάν.
Όμως, βέβαιο είναι ότι τον επόμενο χρόνο, καθώς η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθεί να ανοίξει τον μεταρρυθμιστικό βηματισμό της, να προσελκύσει επενδύσεις και να επιταχύνει την ανάπτυξη, δεν θα φεύγει από τον ορίζοντα το φάσμα μιας κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με την Τουρκία, ακόμη και στα όρια ενός θερμού επεισοδίου, όπως αυτό που αποφεύχθηκε δύο φορές στα τέλη της δεκαετίας του '90, με την κρίση στα Ίμια και τις τουρκικές απειλές για επίθεση στην Κύπρο, εάν παραλαμβάνονταν οι ρωσικοί πύραυλοι S-400.
Στους επιχειρηματικούς και τραπεζικούς κύκλους, το πιο επικίνδυνο σενάριο που συζητείται σχετίζεται με το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει η Τουρκία την πρόσφατη, αμφισβητούμενη συμφωνία με την Λιβύη για τη διμερή οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, για να αρχίσει έρευνες για υδρογονάνθρακες, αρχικά με ωκεανογραφικό σκάφος και, στη συνέχεια, ακόμη και με πλωτό γεωτρύπανο, σε περιοχές νοτίως της Κρήτης.
Η Τουρκία δεν έχει πιθανότητες, όπως εκτιμούν αναλυτές, να προχωρήσει σε υποθαλάσσιες γεωτρήσεις για την ανακάλυψη κοιτασμάτων με σοβαρά αποτελέσματα, αφού η συμφωνία της με την Λιβύη δεν έχει διεθνή αναγνώριση και αυτό δεν επιτρέπει σε διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες, που έχουν την τεχνογνωσία για τέτοιες δύσκολες έρευνες να συμπράξουν με την Άγκυρα. Εξάλλου, ακόμη και αν αρχίσει κάποιες ερευνητικές προσπάθειες, το πιθανότερο είναι ότι η Τουρκία δεν θα παραβιάσει περιοχές ελληνικής κυριαρχίας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν κλιμακωθούν οι προκλητικές ενέργειες στα νότια της Κρήτης, με εφαλτήριο τη συμφωνία με την Λιβύη, αναπόφευκτα η ένταση στην περιοχή θα αυξηθεί και η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά στην πρόκληση μιας ελεγχόμενης στρατιωτικής απάντησης, όπως άλλωστε είχε συμβεί και το 2018, σε αντίστοιχες προκλητικές πρωτοβουλίες της Άγκυρας.
Αυτές οι εντάσεις είναι πιθανό να σημειωθούν, μάλιστα, σε μια περίοδο «κενού εξουσίας» στο διεθνές σύστημα, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ, που ήδη έχει κακές επιδόσεις στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, θα περνά τη διαδικασία της δίκης του από την Γερουσία και είναι πολύ αμφίβολο αν και με ποιο τρόπο θα θελήσει να παρέμβει για να κατευνάσει τα πνεύματα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Για την οικονομία, όλα αυτά σημαίνουν ότι, αφενός, θα σταλεί το μήνυμα σε όλους τους ενδιαφερόμενους για μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα ότι υπάρχει στον ορίζοντα μια απειλή κλιμάκωσης, με στρατιωτικά μέσα, της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με πιθανό αποτέλεσμα να «φρενάρουν» επενδυτικές πρωτοβουλίες, ακριβώς τη στιγμή που είναι απολύτως απαραίτητες για την οικονομική ανάκαμψη. Αφ' ετέρου, οι ελληνικές αρχές εκ των πραγμάτων θα υποχρεωθούν να αφιερώσουν χρόνο και πόρους στη διαχείριση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία, ακριβώς στη χρονική στιγμή που είναι απαραίτητο να ρίξουν όλο το βάρος των προσπαθειών τους στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι φόβοι για την Ευρώπη
Πέραν των εντάσεων στα ελληνοτουρκικά, η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας δημιουργεί προβληματισμό, παρότι προς το παρόν η ευρωζώνη έχει καταφέρει να αποφύγει μια ύφεση, ως αποτέλεσμα της κάμψης του παγκόσμιου εμπορίου, η οποία έχει επηρεάσει πρωτίστως την κατ' εξοχήν εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας.
Η συμφωνία πρώτης φάσης, ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα, που υπογράφεται στις 15 Ιανουαρίου, ερμηνεύεται σαν μια «ανακωχή» στον εμπορικό πόλεμο, αλλά αφήνει άλυτα μεγάλα ζητήματα της αντιπαράθεσης των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων και δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης του εμπορικού πολέμου. Άλυτα παραμένουν, εξάλλου, και τα ζητήματα που έχουν φέρει την Ευρώπη σε αντιπαράθεση με τη διοίκηση Τραμπ, φέρνοντας στο προσκήνιο την απειλή των πρόσθετων δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα.
Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, όπως φοβούνται οι παράγοντες της ελληνικής οικονομίας, η Ευρώπη είναι πολιτικά ασθενής. Η κυβέρνηση της Α. Μέρκελ έχει αποδυναμωθεί πολιτικά, όπως και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν δείξει ως τώρα ότι έχουν τη δυνάτοτητα να ανταποκριθούν στις συνεχείς εκκλήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας. Έτσι, το «μόνο παιχνίδι στην πόλη» εξακολουθούν να είναι τα ανορθόδοξα μέτρα νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΚΤ για να στηρίζει την οικονομία (αρνητικά επιτόκια, αγορές ομολόγων) και ουδείς μπορεί να δώσει μια απάντηση για το πώς θα αντιμετώπιζε η ευρωζώνη μια απρόβλεπτη πορεία προς την ύφεση.
Η Ελλάδα έχει θέσει πολύ υψηλό αναπτυξιακό στόχο για το 2020 (αύξηση ΑΕΠ κατά 2,8%), με την κυβέρνηση να «ποντάρει» στα μέτρα που ενισχύουν την εσωτερική ζήτηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία αποτελή μια ζώνη «θωρακισμένη» απέναντι σε πλήγματα από το εξωτερικό περιβάλλον και δη στην ενδεχόμενη απότομη επιβράδυνση της οικονομίας της ευρωζώνης.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, συνόψισε πρόσφατα με εύστοχο τρόπο τους παράγοντες που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη:
«Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας», τόνισε στην Ενδιάμεση Έκθεση, «περιλαμβάνουν και σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό περιβάλλον. Ειδικότερα, οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται με μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του παγκόσμιου εμπορίου εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού, το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη σύναψη συμφωνίας, μια απότομη διόρθωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και ενδεχόμενη αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων και αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης».
Συσχετίζοντας αυτούς τους εξωτερικούς κινδύνους με τις προσπάθειες που θα γίνουν στο εσωτερικό της χώρας, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι «το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της ανάκαμψης εξαιτίας του αρνητικού διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος ενέχει τον κίνδυνο να επέλθει μεταρρυθμιστική κόπωση και να καθυστερήσει η εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιθέτως, η ταχύτερη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η άμεση ή/και έμμεση μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και η ταχύτερη του αναμενομένου αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθιστούν πιθανή και μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση για την οικονομική ανάπτυξη».