Η κλιμάκωση της κρίσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, σαφώς με τουρκική υπαιτιότητα, δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον ώστε η Αθήνα να πάρει μία σειρά μαθημάτων, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει σε άρθρο του ο Λέον Λεβί, κορυφαίος αναλυτής επί πολιτικών και οικονομικών θεμάτων στο Eurasia Group, σε πρόσφατο άρθρο του στο Atlantic Council.
Όπως σημειώνει, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει αποδείξει μέσα στα χρόνια ότι γίνεται πολύ πιο επιθετικός όταν βρίσκεται στριμωγμένος, κάτι που ισχύει ακόμη περισσότερο το τελευταίο διάστημα λόγω των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία και κοινωνία λόγω της πανδημίας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών ο Ερντογάν έχει οδηγήσει στα άκρα τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα έχει ανοίξει και άλλα μέτωπα στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τον Λεβί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί προσφέρει τη δυνατότητα κυρίως στην Ελλάδα να λάβει τέσσερα βασικά μαθήματα, τα οποία θα μπορούν, έως ένα βαθμό, να καθορίσουν και τη μελλοντική της πολιτική έναντι της Τουρκίας. Πρόκειται για τα ακόλουθα:
Η τοπική φύση των γεωπολιτικών συγκρούσεων
Η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο απασχόλησε κατά κύριο λόγο τις χώρες που εμπλέκονται, αλλά η υφήλιος μάλλον αδιαφόρησε. Άλλωστε η πανδημία αποτελεί μία καλή «δικαιολογία» ώστε κάθε χώρα να ασχολείται με τα δικά της προβλήματα και να μην «έχει χρόνο» για τα διεθνή ζητήματα. Η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε αυτή τη χρονική συγκυρία προκειμένου να ξεκινήσει τις προκλήσεις της, στοιχηματίζοντας ότι οι περισσότερες χώρες είχαν δικά τους θέματα να λύσουν και οι κινήσεις της δεν θα προσέλκυαν τόσο μεγάλη προσοχή. Και μέχρι στιγμής μάλλον αποδεικνύεται ότι κερδίζει το συγκεκριμένο ζήτημα.
Την ίδια ώρα, η προσπάθεια της Αθήνας να καταστήσει περισσότερο ενεργό τον ρόλο των ΗΠΑ στη σύγκρουση είναι μερικώς επιτυχημένη. Η πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού υπ. Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, φαινομενικά έδειξε ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν την Ελλάδα. Όμως αυτό δεν είναι και τόσο ορθό. Ακόμη και το μεγάλο σκάφος του αμερικανικού Ναυτικού που βρίσκεται πλέον στην Κρήτη δεν έχει, σύμφωνα τουλάχιστον με δημοσίευμα των «New York Times», ούτε την πρόθεση αλλά ούτε και τη δυνατότητα να εμπλακεί σε μία ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας.
Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο, ενώ βάσει δημοσκοπήσεων οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν πλέον η χώρα τους να εμπλέκεται τόσο πολύ σε «ξένες» υποθέσεις. Και αυτό δεν ισχύει μόνο λόγο του γνωστού συνθήματος «Πρώτα η Αμερική» του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά έχει ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν και μάλιστα επί προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα. Θα ήταν, μάλιστα, λάθος να θεωρήσει κάποιος ότι η στάση αυτή θα αλλάξει σε μεγάλο βαθμό εάν εκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν, καθώς η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν αλλάζει εκ βάθρων ανεξάρτητα από το ποιος είναι κάτοικος του Λευκού Οίκου. Επιπρόσθετα κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ, με απλά λόγια σύμμαχοι των ΗΠΑ και ως εκ τούτου η Ουάσιγκτον δεν έχει μεγάλη διάθεση να «διαλέξει» μεταξύ τους.
Η αδυναμία του NATO
Στα χαρτιά το ΝΑΤΟ παραμένει η ισχυρότερη πολυεθνική συμμαχία ασφαλείας. Όμως, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη αναζητά τον ρόλο του στο νέο πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί. Παρά την προσπάθειά του, κάτι που θα πρέπει να του αναγνωριστεί, να υπάρξει διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τα αποτελέσματά της δεν είναι και τόσο εντυπωσιακά. Ένα ακόμη από τα μεγάλα προβλήματα της Συμμαχίας έγκειται στο γεγονός ότι –αντίθετα με το αυτό που συνέβαινε όταν ήταν «ζωντανή» η ΕΣΣΔ, δηλαδή ο κοινός εχθρός- δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελών για μία σειρά θεμάτων. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η στάση των κρατών-μελών έναντι της Κίνας. Κάποια θεωρούν το Πεκίνο «εχθρό» και κάποια έναν σύμμαχο ικανό να τα βοηθήσει να ξεπεράσουν και τα οικονομικά τους προβλήματα. Εάν το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να λειτουργήσει σε περιπτώσεις συγκρούσεων όπως αυτές Ελλάδας και Τουρκίας, τότε ποιος μπορεί; Πιθανώς, πάντα κατά τον Λεβί, η δημιουργία ορισμένων πιο «μικρών» αλλά ισχυρών συμμαχιών, όπως για παράδειγμα αυτή που έχει συνάψει η Ελλάδα με Αίγυπτο, Ισραήλ, Κύπρο, Ιταλία, Ιορδανία και Παλαιστινιακή αρχή.
Η οικονομία και τα συμφέροντα
Όπως προαναφέρθηκε, η δημιουργία μικρότερων αλλά ισχυρότερων συμμαχιών είναι μία εναλλακτική λύση για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου η Τουρκία έχει ανοίξει πολλά μέτωπα στον αραβικό κόσμο και βρίσκεται σε σύγκρουση ή έστω τα συμφέροντά της συγκρούονται με αρκετές χώρες. Η Άγκυρα έχει «ανοιχτεί» υπερβολικά και έχει εμπλακεί με αρκετές «καυτές» περιοχές της από τη Συρία έως τη Λιβύη, χάνοντας μέχρι πρότινος συμμάχους. Άλλωστε δεν είναι διόλου τυχαία η σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας στην πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Μία ακόμη συμμαχία που έκλεισε η Ελλάδα, ακόμη και εάν αφορά οικονομικά ζητήματα, όπως αυτή για το East Mediterranean Gas Forum, με Αίγυπτο, Ισραήλ, Κύπρο, Ιταλία, Ιορδανία και Παλαιστινιακή Αρχή, θα μπορούσε να τη βοηθήσει να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα.
Οι χαμένες ευκαιρίες της ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση την τελευταία 10ετία έχει βρεθεί αντιμέτωπη με αρκετές κρίσεις. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, έως την κρίση χρέους στην ευρωζώνη, την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση και φυσικά το Brexit. Και έχει κατορθώσει να παραμείνει ενωμένη, παρά τις εσωτερικές διαφωνίες. Βέβαια κάθε κρίση έχει αφήσει βαθιά σημάδια στην ΕΕ και όλα δείχνουν ότι η τρέχουσα στην Ανατολική Μεσόγειο, επίσης, θα την πληγώσει.
Σύμφωνα με τον Λεβί, η ΕΕ θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα Ελλάδας – Τουρκίας, καθώς ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει θα καθορίσει όχι μόνο την εξέλιξη της έντασης αλλά και την ίδια την ουσία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι κάτι ασήμαντο για την Ένωση. Αποτελεί τον πέμπτο μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο και ταυτόχρονα στις ακτές της υπάρχουν σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αποτελέσει σε αρκετές περιπτώσεις ένα χαρτί εκβιασμού της Τουρκίας έναντι της Ένωσης, με συνεχείς απειλές του Ερντογάν ότι «θα ανοίξει» τα σύνορα της χώρας του, επιτρέποντας τους να περάσουν στην Ευρώπη, φυσικά μέσω της Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, όμως, και παρά το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι μεταξύ των πολιτικών που πιστεύουν ακράδαντα στην ενωμένη Ευρώπη και στα οφέλη της συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτήν, η εν λόγω στάση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη έπ’ άπειρον.
Η ΕΕ οφείλει να θυμάται ότι η Ελλάδα βίωσε μία από τις πιο σκληρές κρίσεις την τελευταία 10ετία, με εφαρμογή προγραμμάτων επιθετικής λιτότητας. Πολιτικοί και πολίτες δέχθηκαν να αντέξουν όλη αυτήν την κατάσταση, καθώς θεωρούν ότι είναι καλύτερο η χώρα να παραμείνει στην ΕΕ και στον πυρήνα της που λέγεται ευρωζώνη. Όμως η συνεχιζόμενη αδράνεια της Ένωσης έναντι της Τουρκίας, με απειλή μεν επιβολής κυρώσεων αλλά όχι αυτό να γίνεται τελικώς πράξη.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Λεβί, «η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει τι ακριβώς είναι. Είναι κατά κύριο λόγο μία οικονομική ένωση; Είναι μία ένωση ασφαλείας; Είναι μία διπλωματική ένωση; Και ποια από αυτές τις ταυτότητες θα χρησιμοποιήσει όταν πρέπει να λύσει κάποιο πρόβλημα;».