«Ο κ. Μητσοτάκης έχει φέρει την ύφεση πριν από την πανδημία», δηλώνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξη του στην «Καθημερινή» και κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «η έκρηξη της ανεργίας, των λουκέτων και της ύφεσης δεν είναι νομοτέλεια της πανδημίας, είναι στρατηγική επιλογή».
Αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε οικονομία που «έτρεχε» με 2,8% ανάπτυξη και τον Δεκέμβριο «η ανάπτυξη είχε πέσει στο 1% και ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2020 είχαμε ύφεση 0,9%» και «τους δύο πρώτους μήνες είχαμε υστέρηση 2 δισ. έναντι του στόχου». Προσθέτει επίσης ότι «δεν είδαμε καμία επενδυτική έκρηξη», ότι η διαχείριση του προσφυγικού «επίσης ήταν δραματική». Σημειώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε την ανεργία από το 29% στο 17% και εκφράζει το φόβο ότι σε πέντε μήνες μπορεί να «ξαναχάσουμε όσα με πολύ κόπο καταφέραμε σε πέντε χρόνια».
Σε σχέση με τη διαχείριση του κορονοϊού, αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε κινηθεί πιο γρήγορα στην ενίσχυση του ΕΣΥ µε μόνιμες προσλήψεις και υποδομές, και κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά από αυτήν, «αξιοποιώντας τον χρόνο που µας έδωσαν οι πολίτες». Σχολιάζει ότι ο πρωθυπουργός «κρύβει» υπουργούς του πίσω από τεχνοκράτες και «το ίδιο επιχειρεί να κάνει και τώρα µε τον κ. Σταϊκούρα, που προφανώς δεν του έχει εμπιστοσύνη να διαχειριστεί το πακέτο των 32 δισ., και σπεύδει στον κ. Πισσαρίδη». «Πρωθυπουργός είναι, μπορεί να αντικαταστήσει όσους δεν εμπιστεύεται», προσθέτει.
Για την πρόταση της Κομισιόν για ευρωπαϊκό πακέτο, κάνει λόγο για «καθυστερημένη µεν, αλλά ποιοτικά προωθημένη αντίδραση», καθώς «η πρόταση συμπεριλαμβάνει μια σειρά από διεκδικήσεις των προοδευτικών δυνάμεων και του Νότου». Ωστόσο επισημαίνει ότι δεν θα πρέπει να μπλοκαριστεί από βόρειες χώρες και να μην δοθεί με αιρεσιμότητες που θα έχουν στον πυρήνα τους «καταστροφικές πολιτικές και υφεσιακή λιτότητα».
Τονίζει ότι η ενίσχυση είναι σημαντική και θετική, υπογραμμίζοντας πως το σημαντικό είναι να οργανωθεί σωστά η επόμενη μέρα, εκφράζοντας σοβαρές επιφυλάξεις για τη διαχείριση της κυβέρνησης. Αποκαλύπτει ότι κρατά επαφή μεταξύ άλλων µε τον Μακρόν και τη Μέρκελ, αλλά και µε τον Σάντσεθ, τον Αντόνιο Κόστα, τον Κόντε, τον Ζάεφ και τον Ράµα, καθώς και ότι αντάλλαξαν μηνύματα στην πανδημία με τη Γερμανίδα Καγκελάριο, για την οποία αναφέρει ότι με τη γερμανική προεδρία το επόμενο εξάμηνο, έχει μια ευκαιρία στο τέλος της θητείας της να αφήσει μια θετικότερη παρακαταθήκη.
«Εκλογές εν µέσω πανδημίας θα ήταν μια τυχοδιωκτική κίνηση από τον κ. Μητσοτάκη», υποστηρίζει, τονίζοντας πάντως ότι δεν φοβάται. Σημειώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, «η καρδιά της μεγάλης προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης, αργά ή γρήγορα, θα είναι σε θέση να διεκδικήσει ξανά την κοινωνική πλειοψηφία». Υπογραμμίζει ότι «η χώρα χρειάζεται μια πρόταση προοδευτική, σύγχρονη, κοινωνικά φιλελεύθερη» και αυτή «θα είναι σε θέση να τη δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από την πορεία ανασυγκρότησής του». Προαναγγέλλει ότι το επόμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία θα καταθέσει την πρόταση του «για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο».
Ο κ. Τσίπρας τονίζει ότι η απλή αναλογική δεν ήταν καιροσκοπική αλλά συνειδητή επιλογή, που πηγάζει από την αντίληψη ότι η χώρα μπορεί και πρέπει να κυβερνάται µε ευρύτερες συνεργασίες και προγραμματικές συγκλίσεις. Αναφέρει μεταξύ άλλων ότι δεν έχει επιλέξει πολιτική απορρόφησης ή άλωσης απέναντι στο ΚΙΝΑΛ, «ο κ. Μητσοτάκης το επιλέγει απ' ό,τι βλέπω». «Η διαπλοκή έχει, νομίζω, λιγότερη δύναμη, αλλά είναι πιο άγρια», απαντά στο ερώτημα αν μειώθηκε αυτή μετά τη διακυβέρνηση του.
Ερωτηθείς σχετικά με τη Novartis, είπε ότι δεν παραφουσκώθηκε και πως είναι ένα «πολύ μεγάλο ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σκάνδαλο», που «προφανώς δεν έγινε χωρίς πολιτικές ευθύνες». Κατηγόρησε την κυβερνητική πλειοψηφία για τους χειρισμούς της στην προανακριτική, για να σχολιάσει ότι «θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε χειριστεί µε λιγότερη αφέλεια την υπόθεση και να πούμε: Ποιοι είναι οι τρεις που εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη σχέση µε το σκάνδαλο; Ε, αυτούς τους τρεις τους πάμε σε Προανακριτική και δεν θα επιστρέψουμε τη δικογραφία στη Δικαιοσύνη για να κρίνει αυτή». «Με βάση όσα λέει η ΝΔ περί δήθεν σκευωρίας, θα έπρεπε να πάει εμένα στην Προανακριτική. Κατάλαβε όμως ότι αν το κάνει θα έχει τεράστιο πολιτικό κόστος, θα συγκρούεται κατάφωρα µε την αλήθεια», είπε.
«Σήμερα έχουμε εξαιρετικά ανησυχητικές εξελίξεις στα εθνικά µας θέματα, ο κ. Μητσοτάκης δεν επιθυμεί διάλογο για διαμόρφωση εθνικής γραμμής», δηλώνει ο κ. Τσίπρας. Ερωτηθείς για το «επεισόδιο» στον Έβρο, λέει πως «όταν έχουμε την είσοδο σε ελληνικό έδαφος Τούρκων στρατιωτών (…) δεν ήταν κάτι ασήμαντο» και υπογραμμίζει ότι το ζήτημα είναι ποια στρατηγική έχει η χώρα απέναντι σε μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα παραβατικότητας ή επιθετικότητας.
Τονίζει ότι «υπάρχει ένα θέμα διαφορετικής αντίληψης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», ότι ο ίδιος στις πιο δύσκολες στιγμές είχε τη δυνατότητα να σηκώσει το τηλέφωνο και να επικοινωνήσει µε τον Ερντογάν, όμως «ο κ. Μητσοτάκης δεν την έχει και συγχρόνως δεν προχωρά ούτε τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, δεν έχει κανένα πλαίσιο θετικής ατζέντας ή διαλόγου και δεν έχει και κανένα πλαίσιο απειλής».
Προσθέτει ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις και στη Δεξιά στην εξωτερική πολιτική, «είναι ότι η Δεξιά πάντοτε φοβάται την ευθύνη». Αναφέρει ότι υπέστη «άθλια αντιπολίτευση» στην επίλυση του μακεδονικού, «µε κίνδυνο για τη χώρα όχι για µένα» και ότι εκείνος δεν θα κάνει το ίδιο. «Αλλά εθνική συνεννόηση δεν σημαίνει να αποφασίζει µόνος του και εμείς να ακολουθούμε», σημειώνει.
Με αφορμή και το θέμα των οικοπέδων, ο κ. Τσίπρας δηλώνει ανήσυχος με τις τελευταίες εξελίξεις και τη «διαρκώς ποιοτικά εντεινόμενη ένταση από την Τουρκία». «Άλλο αυτοπεποίθηση και άλλο απόκρυψη της πραγματικότητας», σχολιάζει για τη στάση της κυβέρνησης. Λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κρατούσε νηφάλια και εποικοδομητική στάση εκεί που μπορούσε, «αλλά σκληρή εκεί που απειλούνται η κυριαρχίας μας». Αναφέρεται εκτενώς στη στρατηγική που ακολούθησε στην εξωτερική πολιτική η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι «σήμερα αυτή η στρατηγική εγκαταλείπεται. Μόνο αμηχανία». Αναφέρει ότι απόπειρα ερευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα έγινε και επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ στο Καστελόριζο, «αλλά υπήρξε αποτροπή» και θεωρεί ότι και τώρα θα γίνουν τέτοιες απόπειρες «αμφισβητώντας ντε φάκτο όχι µόνο την ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά και άλλα κυριαρχικά µας δικαιώματα».
Ερωτηθείς σχετικά με την επέκταση χωρικών υδάτων, επισήμανε ότι ο κ. Κοτζιάς φεύγοντας είχε αφήσει σχέδιο ΠΔ, το οποίο είχε εγκρίνει ο κ. Τσίπρας, αλλά θεωρούσε αναγκαίο να προχωρήσει με νομοθετική διαδικασία. Τόνισε δε ότι έπρεπε, μετά τις Πρέσπες, να βρεθεί το timing για την επέκταση στο Ιόνιο, όπου η κυβέρνηση είχε τη διαπραγμάτευση για ΑΟΖ µε την Αλβανία και την Ιταλία, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο και για την επέκταση στην Κρήτη, όπου υπήρχε η διαπραγμάτευση ΑΟΖ µε την Αίγυπτο.
«Εάν το ερώτημά σας είναι εάν θα επιτρέπαμε στην Τουρκία να κάνει έρευνα 6 μίλια από τα ελληνικά νησιά, η απάντηση είναι προφανώς όχι. Όπως δεν της επιτρέψαμε και τον Οκτώβριο του 2018...», σημειώνει. Αναφέρει πως ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να καλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς και να αποφασίσει αν θα συνεχίσει ή θα αλλάξει τη στρατηγική «που είχαμε». Υπογράμμισε ότι είναι διατεθειμένος να δώσει συναίνεση «σε κρίσιμες αποφάσεις που δεν μπορεί να τις πάρει η κυβέρνηση», αναφερόμενος «στην εθνικά επωφελή στρατηγική να κλείσουμε τη συμφωνία µε την ΑΟΖ µε Αίγυπτο, Ιταλία και Αλβανία».
Για το αν πρέπει να πάμε στη Χάγη με την Τουρκία, είπε ότι η στρατηγική πρέπει να είναι να κλείσουμε την ΑΟΖ µε την Αλβανία, την Ιταλία και την Αίγυπτο και αμέσως μετά να ορίσουμε και εμείς συντεταγμένες. Είπε ότι είναι παράνομο το σύμφωνο που έχει καταθέσει η Τουρκία στον ΟΗΕ και πως η Ελλάδα «διαμορφώνοντας συνεργασίες, αναδεικνύοντας την ευρωτουρκική πτυχή, θα πρέπει να προχωρήσουμε στην κατάθεση συντεταγμένων µε στόχο να προχωρήσουμε μέσα από διερευνητικές για την επίλυση της διαφοράς µας». Τόνισε δε ότι πρέπει να αξιοποιηθεί η ευκαιρία της γερμανικής προεδρίας σε σχέση με τον ευρωτουρκικό διάλογο και άσκησε κριτική ότι η κυβέρνηση δεν διεκδικεί κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας. Υπογράμμισε ότι η ΕΕ πρέπει να έχει πάνω στο τραπέζι και την απειλή και τη θετική προοπτική, «πρέπει να έχεις στο τραπέζι και τις κυρώσεις αλλά και την αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης», καθώς και τη δυνατότητα ενός ισχυρού συστήματος νόμιμης επανεγκατάστασης προσφύγων από την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είπε ότι θα στήριζε την κυβέρνηση εάν αποφασίσει να πάει σε διαπραγμάτευση για να πάει μετά στη Χάγη, «εάν αυτό εντάσσεται σε μια συνολικότερη στρατηγική», όπως την περιέγραψε, «και δεν είναι μια επιχείρηση αυτοκτονίας, αλλά ένα επεξεργασμένο σχέδιο όπου θα είναι το τέλος μιας ολόκληρης στρατηγικής». Δεν θα συμφωνούσε καθόλου αν δεν έχουν γίνει πριν αυτές οι κινήσεις «και σίγουρα όχι µόνο για την Ανατολική Μεσόγειο, θα ήταν καταστροφικό».