«Αυτό το οποίο κάνει η Ελλάδα και το κάνει συστηματικά, είναι να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει για να πιέσει το Βρετανικό Μουσείο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό κάνουμε συστηματικά» τόνισε για το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδωνη. Σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό Thema Radio 104,6 η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδωνη, αναφέρθηκε στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα και των διεθνών συμβάσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου, έπειτα από την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ.
«Στη σύμβαση αυτή τη στιγμή γίνεται αναφορά στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών από το παράνομο εμπόριο. Δεν είναι αναφορά ειδικά στα Γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι μια στοιχειώδης συνθήκη που προστατεύει τη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών ανάμεσα στις χώρες. Το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι κατά κύριο λόγο μία διμερής υπόθεση ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο περιοριστικά η συνθήκη. Από εκεί και πέρα, αυτό το οποίο υποστηρίζουν πολλοί και αυτό το οποίο προκύπτει και από διεθνή δημοσιεύματα, είναι ότι από τη στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή οικογένεια, οι φωνές από την ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι πολύ πιθανό ότι θα αυξηθούν και θα ενισχύσουν το διαρκές αίτημα της Ελλάδας για τη μόνιμη επιστροφή στην Αθήνα και επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα με το μνημείο» δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Περαιτέρω ανέφερε πως ανεξάρτητα από τη συμμετοχή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε σθεναρά το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών στην κοιτίδα τους, δηλαδή στην Αθήνα και σημείωσε: «Δεν υπήρξε καμία στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση διαφοροποίησε την επίσημη θέση: Δεν μπορεί να αποδεχθεί νομή, κατοχή και κυριότητα από το Βρετανικό Μουσείο και το Ηνωμένο Βασίλειο για τα Γλυπτά. Αυτό ήταν πάντοτε σταθερό». Η κ. Μενδώνη υπογράμμισε προσέτι πως πριν από μερικούς μήνες, με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, του Κυριάκου Μητσοτάκη, το θέμα έπεσε ξανά δυνατά στο τραπέζι και τόνισε: «Αυτή τη στιγμή, αυτό το οποίο κάνει η Ελλάδα, είναι να ενισχύσει -και μπορεί να ενισχυθεί και από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες- την πίεση, την οποία ασκεί προς το Βρετανικό Μουσείο. Το θέμα αυτό μπορεί να έχει εξαιρετικά καλά αποτελέσματα. Είναι ασφυκτικό για έναν φορέα με το κύρος του Βρετανικού Μουσείου, να βάλλεται, σε μία εποχή που η νομιμότητα και η ηθική -αν θέλετε- των πολιτιστικών αγαθών έχει αποκτήσει εντελώς διαφορετική έννοια από την εποχή της αποικιοκρατίας, η οποία ως νοοτροπία συνεχιζόταν έως πρόσφατα».
Εστιάζοντας στο συγκεκριμένο άρθρο της Συνθήκης, είπε πως αναφέρεται στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την παράνομη διακίνηση, είτε αυτή προέρχεται από τις ευρωπαϊκές χώρες είτε προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο και προσέθεσε: «Η Ελλάδα σήμερα πρωτοστατεί στα θέματα προστασίας των πολιτιστικών αγαθών από το παράνομο εμπόριο. Θα επιμείνει στο άρθρο, ακριβώς γιατί θεωρεί ότι τα πολιτιστικά αγαθά πρέπει να συνδέονται και να βρίσκονται στον χώρο που τα δημιούργησε». Επίσης, ανέφερε πως δεν υπάρχει τίποτα σχετικό αυτή τη στιγμή σε σχέση με την ομάδα, η οποία χειρίζεται το θέμα της Συνθήκης και της μετάβασης στη νέα πραγματικότητα, αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Το άρθρο αυτό είναι γενικότερο. Αυτό το οποίο κάνει η Ελλάδα και το κάνει συστηματικά, είναι να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει για να πιέσει το Βρετανικό Μουσείο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό κάνουμε συστηματικά» συμπλήρωσε.
Καταληκτικά, επισήμανε πως υπάρχουν μετρήσεις αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τις οποίες ανά τον κόσμο, η κοινή γνώμη έχει σαφέστατα τοποθετηθεί υπέρ του ελληνικού αιτήματος και παρατήρησε: «Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες έχουν δημιουργηθεί νέες διεθνείς επιτροπές, οι οποίες πιέζουν για την επιστροφή των Γλυπτών και στηρίζουν το ελληνικό αίτημα. Επίσης -πάντοτε με μετρήσεις- η ίδια η βρετανική κοινή γνώμη είναι πλέον συντριπτικά υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Αυτά όλα είναι μέσα πίεσης προς έναν θεσμό πολιτιστικό, με το κύρος του Βρετανικού Μουσείου».