Καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζει σχέδια για την ανοικοδόμηση των πληγεισών περιοχών της Θεσσαλίας, αντιμετωπίζει ένα πρωτόγνωρο δίλημμα: να επισκευάσει τα κατεστραμμένα σπίτια ή να μεταφέρει ολόκληρους οικισμούς σε ασφαλέστερα και υψηλότερα σημεία; Πρόκειται για ένα δίλημμα που όλο και περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουν λόγω κλιματικής αλλαγής και τώρα ήρθε η σειρά της Ελλάδας να πάρει κάποιες δύσκολες αποφάσεις.
Στην αντιμετώπιση των ζημιών από μια φυσική καταστροφή η κυβέρνηση συνήθως ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία. Δηλαδή, εκτιμάται η ζημιά που προκλήθηκε από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων και στην αποζημιώνονται οι πληγέντες με τη λογική ότι είναι ένα «μεμονωμένο» περιστατικό. Ωστόσο, τώρα που οι αυξάνεται η συχνότητα και σφοδρότητα των φυσικών καταστροφών δεν έχει νόημα να επισκευάζονται τα σπίτια που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε πλημμύρες και πυρκαγιές, με αποτέλεσμα να απαιτούνται ριζικές προτάσεις, τονίζουν ειδικοί.
Στον θεσσαλικό κάμπο, οι πραγματικές ζημιές που υπέστησαν τα σπίτια, επιτείνουν ακόμα περισσότερο την ανάγκη να εξεταστούν όλες οι εναλλακτικές λύσεις, ώστε να είναι όλοι έτοιμοι για την επόμενη πλημμύρα. Ο καθηγητής αντισεισμικών κατασκευών, Παναγιώτης Καρύδης, τονίζει ότι πρέπει «να ξεχάσουμε τις πλημμυρισμένες περιοχές» και να μετεγκατασταθούν οι οικισμοί που επλήγησαν από την κακοκαιρία.
«Δυστυχώς, ήρθε ο καιρός να πληρώσουμε πλέον τα σφάλματα του παρελθόντος, των τελευταίων 70 ετών», τονίζει στην ΕΡΤ και κάνει λόγο «για άναρχη, πρόχειρη και σαθρή ανάπτυξη χωρίς σωστό προγραμματισμό και σωστό σχεδιασμό» σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, της Μαγνησίας, της Καρδίτσας και άλλων περιοχών που βυθίστηκαν στα νερά και τη λάσπη.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της κακοκαιρίας Daniel στις υποδομές, ο κ. Καρύδας τονίζει ότι το νερό, σε αυτές τις ποσότητες, δημιουργεί, υπερπιέσεις και κάτω από τα θεμέλια των κτηρίων με συνέπεια τα οικήματα ή οι τσιμεντένιες κατασκευές να γέρνουν και τα κτίρια να μετακινούνται και να πέφτουν. Ο καθηγητής παρομοίασε τις συνέπειες στη σταθερότητα των κτισμάτων με εκείνες ενός σεισμού 8,5 Ρίχτερ. Την ίδια στιγμή επιστήμονες, δηλώνουν προβληματισμένοι για τη στατική επάρκεια των σπιτιών και των κτηρίων στις πλημμυρισμένες περιοχές.
Ο καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και Πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύμιος Λέκκας, σημείωσε ότι ακόμα και παλιά σπίτια που δεν κατέρρευσαν στις πληγείσες περιοχές είναι ακατάλληλα καθώς δεν έχουν πλέον αντοχές. Σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, σημαντικά προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και οι ιδιοκτήτες πιο σύγχρονων σπιτιών που έχουν χτιστεί με τούβλα καθώς «και αυτά έχουν υποστεί πολύ μεγάλες ζημιές και θα πρέπει να ελεγχθούν προσεκτικά έτσι ώστε να διαπιστώσουμε την στατική τους επάρκεια».
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, επιπλέον κίνδυνο αποτελεί η άνοδος του υδροφόρου ορίζοντα καθώς «έφτασε σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους και μπορεί να έχουμε διόγκωση των υλικών των πετρωμάτων και αυτή η διόγκωση να προκαλέσει μακροπρόθεσμες βλάβες στα κτήρια».
Πώς μεταφέρονται οικισμοί
Πώς γίνεται η μεταφορά; Σύμφωνα με την διεθνή εμπειρία, η μεταφορά ενός οικισμού σε μια νέα περιοχή απαιτεί 3 στοιχεία: την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, οικονομικά κίνητρα από την κυβέρνηση, έναν νέο ελκυστικό προορισμό. Συνήθως η νέα περιοχή βρίσκεται 2-3 χιλιόμετρα από αυτή που εγκαταλείπεται ενώ οι νέοι είναι οι πρώτοι που παίρνουν την απόφαση για αλλαγή. Τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρονται ποικίλλουν από χώρα σε χώρα αλλά πολλές φορές η κυβέρνηση προσφέρει ένα ποσό να αγοράσει το ακίνητο που εγκαταλείπεται ώστε να μπορεί ο πολίτης μετά να χτίσει ή αγοράσει νέα κατοικία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης μεταφοράς είναι η πόλη Valmeyer στο νοτιοδυτικό Ιλινόις, ΗΠΑ, όπου ο ποταμός Μισισιπής προκαλούσε τεράστιες πλημμύρες το 1993. Σε μια διαδικασία που διήρκησε 4 χρόνια, περίπου 700 άνθρωποι μετακινήθηκαν από την πλημμυρική πεδιάδα σε μια περιοχή σε ανηφορικό σημείο όπου υπήρχαν χωράφια καλαμποκιού.
Στo Queensland της Αυστραλίας, επίσης, οι κάτοικοι του χωριού Grantham αποφάσισαν να κάνουν μια νέα αρχή το 2011 μετά από μια πλημμύρα όπου πνίγηκαν 13 άνθρωποι. Ωστόσο, αρκετοί ήταν αυτοί που δεν θέλησαν να φύγουν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις πλημμυρες. Έρευνες δείχνουν, ότι παρά την απειλή των φυσικών καταστροφών, οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να μην φύγουν από τα σπίτια τους.
Στις ΗΠΑ, μια δημοσκόπηση από το NPR δείχνει ότι το 66% των Αμερικανών προτιμούν να ανοικοδομήσουν την κατοικία τους από το να προχωρήσουν σε μετεγκατασταση εάν το σπίτι τους απειλείται από φυσική καταστροφή. Οι λόγοι; Η ανακατασκευή συχνά είναι μια πιο οικονομική λύση ενώ πολλοί θέλουν να παραμείνουν με τους φίλους και τους γείτονες τους. Εν ολίγοις, η αίσθηση της κοινότητας για πολλούς ανθρώπους τοποθετείται πάνω από όλα.