Πολλαπλά θα είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, χωρίς, όμως, αυτή η εξέλιξη να αποτελεί πανάκεια, όπως σημειώνει σε έκθεσή της η Εθνική Χρηματιστηριακή.
Η χρηματιστηριακή θεωρεί ότι η 8η Σεπτεμβρίου είναι η πρώτη ημερομηνία – σταθμός με την αξιολόγηση της DBRS, ενώ ακολουθούν η 20η Οκτωβρίου με τη Standard & Poor’s και η 1η Δεκεμβρίου με τον οίκο Fitch.
Το πρώτο ξεκάθαρο όφελος από μία αναβάθμιση θα είναι η περαιτέρω υποχώρηση του κόστους δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο, γεγονός το οποίο θα διοχετευθεί τόσο στις τράπεζες όσο και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Πάντως ένα μέρος από αυτό το όφελος έχει ήδη «περάσει» στην αγορά ομολόγων, καθώς η απόδοση για το 10ετές έχει υποχωρήσει 70 μονάδες βάσης από την αρχή του έτους και έχει υποχωρήσει από το 4%, σε πλήρη αντίθεση με το αντίστοιχο ιταλικό που παραμένει υψηλότερα από αυτό το επίπεδο.
Σημαντική είναι η θετική επίδραση για τις τράπεζες, καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης, θα μειώσει το κόστος για τις εκδόσεις ομολόγων στο πλαίσιο του MREL και θα βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Την ίδια ώρα η αύξηση των επενδύσεων που θα φέρει η επενδυτική βαθμίδα θα δώσει πρόσθετη ώθηση στο ΑΕΠ έως και 0,5 μονάδες το 2024. Θετική θα είναι, όπως είναι φυσικό, η εξέλιξη και για το Χρηματιστήριο Αθηνών, με ενίσχυση της επενδυτικής βάσης και είσοδο επενδυτών καλύτερης «ποιότητας», οι οποίοι παραμένουν στο περιθώριο της αγοράς λόγω και του γεγονότος ότι παραμένει χαμηλότερα από το επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας.
Η χρηματιστηριακή προσθέτει, πάντως, ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν αποτελεί πανάκεια, καθώς αυτό που θα πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και εφαρμογή οικονομικών πολιτικών που, πέραν όλων των άλλων, θα ενισχύσουν και την ανθεκτικότητα της οικονομίας και σε εξωγενείς διαταραχές.