Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα JPMorgan αναβαθμίζει σε overweight τις ελληνικές μετοχές καθώς εκτιμά ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις ενώ παράλληλα βλέπει πιθανή μια νέα άνοδο στην αγορά μετοχών με αφορμή την αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα.
Επίσης τοποθετεί τη μετοχή της Alpha Bank στις δέκα κορυφαίες της επιλογές για την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Οι δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών είναι πάνω από τις τράπεζες του δείκτη Eurostoxx Banks.
«Βλέπουμε περαιτέρω άνοδο χάρη στη μετεκλογική επαναξιολόγηση και αναβαθμίζουμε τη σύσταση των ελληνικών μετοχών σε οverweight από neutral στη ζώνη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA), με τον τίτλο της Alpha Bank ήδη να βρίσκεται στις κορυφαίες επιλογές της συγκεκριμένης ζώνης», σημειώνει η J.P. Morgan.
«Παρά την άνοδο της ελληνικής αγοράς, το ράλι έχει δρόμο, δεδομένου των προεξοφλημένων αποτιμήσεων, των ισχυρών κερδών, του προφίλ ανάπτυξης και της ευνοϊκής πορείας ανάπτυξης λόγω της εκτέλεσης των μεταρρυθμίσεων. Ο MSCI Greece έχει την καλύτερη απόδοση στην αγορά των χωρών της περιοχής CEEMEA, με τις ελληνικές τράπεζες να παρέχουν την πρώτη θέση. Ο συνδυασμός ενός καλύτερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος, της δυναμικής των πωλήσεων στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών και της μείωσης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχει συμβάλει στη στήριξη του ράλι», τονίζει η αμερικανική επενδυτική τράπεζα.
Σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών, οι αμερικανική τράπεζα σημειώνει ότι «διασφαλίζει μια παρατεταμένη και ισχυρή επέκταση της ελληνικής οικονομίας. Για φέτος προβλέπει ανάπτυξη 2%, σημαντικά υψηλότερη από το 0,6% της Ευρωζώνης. Η αξιοσημείωτη βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί μία από τις υψηλότερες επιδόσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ», σημειώνει η τράπεζα, ενώ τονίζει ότι το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ υποχώρησε στο 171% από 194%.
Τέλος υπογραμμίζεται ότι ο δείκτης χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι υψηλός, όμως υπάρχουν τρεις ελαφρυντικοί παράγοντες: Σχεδόν το 100% του ελληνικού χρέους είναι σταθερού επιτοκίου, ο σταθμισμένος μέσος όρος ωρίμανσης είναι πολύ υψηλός και τα επιτόκια είναι χαμηλά λόγω του ότι τα περισσότερα δάνεια χορηγούνται στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.