Μια μεταμνημονιακή αξιολόγηση από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς με απρόβλεπτες «παγίδες» αρχίζει την Δευτέρα στην Αθήνα. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα επιδιώξει να αποσπάσει έγκριση νέων φορολογικών ελαφρύνσεων και του «γενναιόδωρου» ασφαλιστικού νομοσχεδίου Βρούτση, αλλά θα έχει να αντιμετωπίσει μια σοβαρή αλλαγή κλίματος στην Κομισιόν, που δεν δίστασε την Τετάρτη να «βγάλει στη σέντρα» για δημοσιονομικές αποκλίσεις ακόμη και την Πορτογαλία του Μάριο Σεντένο, προέδρου του Eurogroup.
Το πολιτικό κλίμα της νέας αξιολόγησης, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, δεν θυμίζει σε τίποτα την αμέσως προηγούμενη, όταν στις διαπραγματεύσεις έμπαινε μια νέα ελληνική κυβέρνηση, που είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες στις Βρυξέλλες, και στην άλλη πλευρά του τραπεζιού βρισκόταν μια «χαλαρή» Κομισιόν, με επικεφαλής τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ και επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων τον Γάλλο Πιερ Μοσκοβισί, που δεν είχε φήμη αυστηρού επιτηρητή.
Αυτή την φορά, στην Κομισιόν πνέει… γερμανικός άνεμος, μετά την ανάληψη καθηκόντων από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία φαίνεται ότι επιδιώκει να αλλάξει τους κανόνες παιχνιδιού στην επιτήρηση των οικονομιών της ευρωζώνης, ώστε να μειωθεί και η ένταση των επικρίσεων που ακούγονται, κυρίως στην Γερμανία, για τη «χαλαρή» μεταχείριση των δημοσιονομικών αποκλίσεων από τις Βρυξέλλες.
Είναι χαρακτηριστικό -και έχει θορυβήσει αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μεταξύ των οποίων και η Αθήνα- ότι η Κομισιόν δεν δίστασε την Τετάρτη να απευθύνει αυστηρές παρατηρήσεις στην πορτογαλική κυβέρνηση για μάλλον ασήμαντες δημοσιονομικές αποκλίσεις και παρότι στη Λισαβώνα έχει την έδρα του ο Μάριο Σεντένο, στον οποίο δόθηκε η προεδρία του Eurogroup ακριβώς επειδή αναγνωρίσθηκε η επιτυχημένη πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής που εφάρμοσε.
Η Κομισιόν ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι ο πορτογαλικός προϋπολογισμός του 2020, αν και προβλέπει πλεόνασμα, δεν παύει να διατρέχει τον κίνδυνο παραβίασης των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρώπης, εξαιτίας της ανεπαρκούς προόδου στη μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος. Αυτή ήταν η πρώτη γνώμη που διατυπώθηκε από το νέο επίτροπο Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, για ένα προϋπολογισμό κράτους – μέλους και σηματοδοτεί την αυστηροποίηση των κανόνων δημοσιονομικής επιτήρησης.
Ενδεικτικό της σκληρής γραμμής που ακολουθείται είναι ότι, όπως επισήμανε το υπουργείο Οικονομικών της Πορτογαλίας, η ίδια η Κομισιόν έχει αναγνωρίσει στις τελευταίες προβλέψεις της ότι η χώρα θα επιτύχει μικρό πλεόνασμα, 0,1% του ΑΕΠ, στη δημοσιονομική διαχείριση του 2020, ελάχιστα χαμηλότερο από την πρόβλεψη της Λισαβώνας για πλεόνασμα 0,2%. Παρότι η διαφορά αυτή είναι οριακή, η Κομισιόν επέλεξε να στρέψει την κριτική της στο εκτιμώμενο διαρθρωτικό αποτέλεσμα του προϋπολογισμού, που είναι ένας σημαντικός δείκτης για τις Βρυξέλλες, και να «βγάλει στη σέντρα» την Πορτογαλία.
Σχέδια για ελαφρύνσεις
Σε αυτό το κλίμα, η ελληνική κυβέρνηση εισέρχεται στις διαπραγματεύσεις με αντίθετη φορά από την Κομισιόν, καθώς επιδιώκει σημαντική δημοσιονομική χαλάρωση, την ώρα που η Επιτροπή προσπαθεί να «σφίξει τα λουριά» σε όλα τα κράτη της ευρωζώνης. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι πριν λίγες ημέρες η Moody’s κατέταξε την Ελλάδα ως τη χώρα της ευρωζώνης που θα προχωρήσει, το 2020, στη μεγαλύτερη δημοσιονομική χαλάρωση.
Ο Χρήστος Σταϊκούρας και οι συνεργάτες του στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, όπως και ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης, καλούνται να πείσουν την Κομισιόν ότι στη διαχείριση του 2020 μπορούν να «χωρέσουν» σημαντικές φοροελαφρύνσεις, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά και ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εργασίας μπορεί να «χωρέσει» τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, με τις οποίες «ξηλώνονται», κυρίως λόγω δικαστικών αποφάσεων, μέτρα του νόμου Κατρούγκαλου.
Ειδικότερα, η ελληνική πλευρά αναμένεται ότι θα έχει σχετικά εύκολο έργο στην υποστήριξη της νέας μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 8% μεσοσταθμικά, καθώς την απώλεια εσόδων θα ισορροπήσει η αύξηση εσόδων από την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών και την ένταξη 3.000 περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα.
Λιγότερο εύκολο, όμως, θα είναι να εξηγηθεί πώς θα «χωρέσει» στον προϋπολογισμό η υπεσχημένη από την κυβέρνηση μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, που θα έχει κόστος 200 – 300 εκατ. ευρώ και προορίζεται να αποτελέσει μια σημαντική πολιτική κίνηση της κυβέρνησης για τη στήριξη της μεσαίας τάξης. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση έως 30% στο τέλος επιτηδεύματος, που θα έχει κόστος της τάξεως των 150 εκατ. ευρώ.
Αν για τα φορολογικά θέματα οι υπολογισμοί είναι σχετικά απλοί, πολύ δυσκολότερη θα είναι η συζήτηση για το ασφαλιστικό, όπου η Κομισιόν θα πρέπει να αξιολογήσει τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες οι αυξήσεις ποσοστών αναπλήρωσης, που οδηγούν σε αύξηση των συντάξεων, η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών και πολλές ακόμη αναμενόμενες αλλαγές δεν θα διογκώσουν εκ νέου τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος, ώστε να αναιρεθεί η δέσμευση της κυβέρνησης ότι δεν θα παραβιασθεί το πλαφόν δαπανών που έχει τεθεί για το υπουργείο Εργασίας.
Πέρα από τα δημοσιονομικά, όμως, θέματα που κρύβουν πολλά αγκάθια σε αυτές τις συζητήσεις εντοπίζονται στα ενεργειακά και στο χρηματοπιστωτικό «φάκελο». Για το μονοπώλιο της ΔΕΗ στο λιγνίτη και τη μείωση του μεριδίου της στην αγορά, η Κομισιόν δεν έχει πεισθεί ότι αρκούν τα μέτρα που ήδη λήφθηκαν με το νόμο του υπ. Ενέργειας. Επίσης, δεν έχει πεισθεί ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει επαρκώς την προετοιμασία του νέου θεσμικού πλαισίου για την αφερεγγυότητα, που θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ από την 1η Μαΐου, αμέσως μόλις λήξει η ισχύς του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Ευτύχημα για την κυβέρνηση είναι ότι, αυτή την φορά, η αξιολόγηση της Κομισιόν δεν θα κρίνει την εκταμίευση μιας επιστροφής κερδών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από ελληνικά ομόλογα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εύκολα ανεκτή μια αξιολόγηση με πολλές δυσμενείς παρατηρήσεις, που θα επιδράσει αρνητικά στο κλίμα για την ελληνική οικονομία, αλλά και στην επόμενη διαπραγμάτευση, της έκτης αξιολόγησης, όπου θα κριθεί όχι μόνο η επιστροφή κερδών του Ευρωσυστήματος, αλλά και το ελληνικό αίτημα για μείωση του στόχου για το πλεόνασμα το 2021 και το 2022.