Χαλαρό μηχανισμό δημοσιονομικής επιτήρησης προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης κρατώντας σαφείς αποστάσεις από τη Γερμανία.
Όπως ισχύει σχεδόν σε κάθε περίπτωση που αφορά δημοσιονομικά θέματα η ΕΕ είναι διχασμένη μεταξύ των χωρών του Νότου, οι οποίες έχουν τα υψηλότερα επίπεδα χρέους και αυτές του Βορρά, με επικεφαλής τη Γερμανία, η οποία παραδοσιακά επιθυμεί την εφαρμογή αυστηρών κανόνων και διατήρηση του χρέους όσο πιο κοντά στο όριο του 60% του ΑΕΠ.
Όμως η Επιτροπή πλέον θέλει να αλλάξει πλήρως τα δεδομένα και να δοκιμάσει το σύστημα των διμερών συμφωνιών με τα κράτη - μέλη αναφορικά με τους τρόπους που θα εφαρμόσουν ώστε να μειώσουν το χρέος τους και το έλλειμμά τους. Η Επιτροπή επιθυμεί να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τα κράτη μέλη σχετικά με τα σχέδια μείωσης του χρέους τους βάσει της λεγόμενης ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, ξεκινώντας μια πορεία για συγκράτηση δαπανών που αρχικά θα ορίζεται σε διάστημα τεσσάρων ετών, το οποίο θα μπορούσε να επεκταθεί σε επτά έτη.
Η πρόταση απαιτεί από τα κράτη - μέλη να διασφαλίσουν ότι ο λόγος του χρέους τους προς το ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερος στο τέλος του αρχικού τετραετούς χρονικού πλαισίου σε σύγκριση με την πιο πρόσφατη μέτρηση. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρήσουν την αύξηση των καθαρών δαπανών κάτω από τη μεσοπρόθεσμη οικονομική τους ανάπτυξη και δεν θα τους επιτρέπεται να αναβάλλουν τις δημοσιονομικές τους μεταρρυθμίσεις.
Πιο αναλυτικά η πρόταση της Κομισιόν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Για κάθε κράτος μέλος με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα εκδώσει μια «τεχνική πορεία» ανά χώρα. Η πορεία αυτή θα επιδιώκει να διασφαλίσει ότι το χρέος θα τεθεί σε εύλογα πτωτική πορεία ή θα παραμείνει σε συνετά επίπεδα και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει ή θα μειωθεί και θα διατηρηθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
- Για τα κράτη µέλη µε δηµόσιο έλλειµµα κάτω του 3% του ΑΕΠ και δηµόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα παρέχει τεχνικές πληροφορίες στα κράτη µέλη για να διασφαλίσει ότι το δηµόσιο έλλειµµα θα διατηρηθεί κάτω από την τιµή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ και µεσοπρόθεσµα.
- Αυτές οι τεχνικές πορείες και οι τεχνικές πληροφορίες θα καθοδηγήσουν τα κράτη μέλη κατά το σχεδιασμό των πολυετών στόχων δαπανών που θα συμπεριλάβουν στα σχέδιά τους. Θα εφαρμοστούν κοινές διασφαλίσεις για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Οι τιμές αναφοράς 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος θα παραμείνουν αμετάβλητες. Ο λόγος του δηµόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να είναι χαµηλότερος στο τέλος της περιόδου που καλύπτεται από το σχέδιο από ό,τι στην αρχή της περιόδου αυτής- και θα πρέπει να εφαρµόζεται ελάχιστη δηµοσιονοµική προσαρµογή 0,5% του ΑΕΠ ετησίως ως σηµείο αναφοράς, εφόσον το έλλειµµα παραµένει πάνω από το 3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, τα κράτη μέλη που επωφελούνται από μια παρατεταμένη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η δημοσιονομική προσπάθεια δεν μετατίθεται στα επόμενα έτη.
Η συνολική δέσμη μέτρων είναι οριακά αυστηρότερη από ό,τι είχε αρχικά προτείνει η Επιτροπή στα τέλη του περασμένου έτους, όταν παρουσίασε για πρώτη φορά το σχέδιο των μεταρρυθμίσεών της. Αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται των ετήσιων απαιτήσεων μείωσης του δημόσιου χρέους που επιδιώκει η Γερμανία. Το Βερολίνο επιθυμεί οι υπερχρεωμένες χώρες να είναι υποχρεωμένες να μειώνουν ετησίως το χρέους σε ποσοστό 1% του ΑΕΠ και οι υπόλοιπες κατά 0,5%, μέχρι να φτάσουν τον στόχο του 60%. Μάλιστα σε άρθρο του στους «Financial Times»,. ο Γερμανός υπ. Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ υποστηρίζει ότι «απαιτούνται διατάξεις διασφάλισης για να εξασφαλιστεί η πραγματική μείωση των λόγων χρέους που υπερβαίνουν τις τιμές αναφοράς του Μάαστριχτ κάθε χρόνο (σ.σ.: χρέος στο 60% του ΑΕΠ και έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ)».
Όμως η Κομισιόν θεωρεί ότι οι παραπάνω προτάσεις είναι πολύ αυστηρές και θα μπορούσαν να επιφέρουν πλήγμα στην ανάπτυξη. Σημειώνεται ότι οι προτάσεις της Κομισιόν θα πρέπει να εγκριθούν από το ο Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μια διαδικασία που δεν θα είναι καθόλου απλή και πιθανώς να αποδειχθεί αρκετά χρονοβόρα.
Υπενθυμίζεται ότι από το 2020 έως και φέτος οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχουν «παγώσει» ως αντίδραση στα μεγάλα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού και με δεδομένο ότι τα κράτη – μέλη της ΕΕ προχώρησαν σε μεγάλη αύξηση των δαπανών τους προκειμένου να εφαρμόσουν μέτρα στήριξης, τα οποία παρατάθηκαν μετά και το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης.
Αισιόδοξος για την επίτευξη συμφωνίας εμφανίστηκε σε πρόσφατες δηλώσεις του ο πρόεδρος του Eurogroup, Πασκάλ Ντόναχιου, ο οποίος εκτίμησε ότι η ΕΕ θα θα καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με την αναθεώρηση των κοινών δημοσιονομικών κανόνων της επειδή «πρέπει να το κάνουμε». Όπως τόνισε «υπάρχει πολύ μεγαλύτερη συναίνεση από ό,τι εκτιμούν οι περισσότεροι. Όλοι κατανοούμε ότι θα πρέπει να έχουμε αξιόπιστους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς κανόνες».
Η ανακοίνωση της Κομισιόν
Η Επιτροπή παρουσίασε σήμερα νομοθετικές προτάσεις για την εφαρμογή της πιο ολοκληρωμένης μεταρρύθμισης των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ μετά την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Κεντρικός στόχος των προτάσεων αυτών είναι η ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η προώθηση της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε όλα τα κράτη μέλη μέσω μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.
Οι προτάσεις αντιμετωπίζουν τις ελλείψεις του ισχύοντος πλαισίου. Λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη μείωσης των πολύ αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους, αξιοποιούν τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πολιτική αντίδραση της ΕΕ στην κρίση COVID-19 και προετοιμάζουν την ΕΕ για τις μελλοντικές προκλήσεις, υποστηρίζοντας την πρόοδο προς μια πράσινη, ψηφιακή, χωρίς αποκλεισμούς και ανθεκτική οικονομία και καθιστώντας την ΕΕ πιο ανταγωνιστική.
Οι νέοι κανόνες θα διευκολύνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις και θα συμβάλουν στη μείωση των υψηλών ποσοστών δημόσιου χρέους με ρεαλιστικό, σταδιακό και βιώσιμο τρόπο, σύμφωνα με την ομιλία της Προέδρου von der Leyen για την κατάσταση της Ένωσης το 2022. Η μεταρρύθμιση θα καταστήσει απλούστερη την οικονομική διακυβέρνηση, θα βελτιώσει την εθνική ιδιοκτησία, θα δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη μεσοπρόθεσμη προοπτική και θα ενισχύσει την επιβολή, εντός ενός διαφανούς κοινού πλαισίου της ΕΕ.
Οι προτάσεις είναι το αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης περιόδου προβληματισμού και μιας ευρείας διαδικασίας διαβούλευσης. Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των προτάσεων της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη θα σχεδιάζουν και θα υποβάλλουν σχέδια που θα καθορίζουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους, τα μέτρα για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τις μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις προτεραιότητας για μια περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Τα σχέδια αυτά θα αξιολογούνται από την Επιτροπή και θα εγκρίνονται από το Συμβούλιο βάσει κοινών κριτηρίων της ΕΕ.
Η ενσωμάτωση των δημοσιονομικών, μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών στόχων σε ένα ενιαίο μεσοπρόθεσμο σχέδιο θα συμβάλει στη δημιουργία μιας συνεκτικής και εξορθολογισμένης διαδικασίας. Θα ενισχύσει την εθνική ιδιοκτησία παρέχοντας στα κράτη μέλη μεγαλύτερη ευχέρεια στον καθορισμό της δικής τους πορείας δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων. Τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις προόδου για να διευκολύνουν την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και επιβολή της εφαρμογής αυτών των δεσμεύσεων.
Η νέα διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας θα ενσωματωθεί στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, το οποίο θα παραμείνει το κεντρικό πλαίσιο για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης. Η δημοσιονομική κατάσταση, οι προκλήσεις και οι οικονομικές προοπτικές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Ως εκ τούτου, δεν λειτουργεί μια προσέγγιση που να ταιριάζει σε όλους. Οι προτάσεις επιδιώκουν τη μετάβαση σε ένα πλαίσιο εποπτείας που θα βασίζεται περισσότερο στον κίνδυνο και θα θέτει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους στο επίκεντρό του, προωθώντας παράλληλα τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Η προσέγγιση αυτή θα ακολουθεί ένα διαφανές κοινό πλαίσιο της ΕΕ.
Τα σχέδια των κρατών μελών θα καθορίζουν τις πορείες δημοσιονομικής προσαρμογής τους. Αυτά θα διατυπωθούν σε όρους πολυετών στόχων δαπανών, οι οποίοι θα αποτελούν τον ενιαίο επιχειρησιακό δείκτη για τη δημοσιονομική εποπτεία, απλοποιώντας έτσι τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Για κάθε κράτος μέλος με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα εκδώσει μια «τεχνική πορεία» ανά χώρα. Η πορεία αυτή θα επιδιώκει να διασφαλίσει ότι το χρέος θα τεθεί σε εύλογα πτωτική πορεία ή θα παραμείνει σε συνετά επίπεδα και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει ή θα μειωθεί και θα διατηρηθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Για τα κράτη µέλη µε δηµόσιο έλλειµµα κάτω του 3% του ΑΕΠ και δηµόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα παρέχει τεχνικές πληροφορίες στα κράτη µέλη για να διασφαλίσει ότι το δηµόσιο έλλειµµα θα διατηρηθεί κάτω από την τιµή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ και µεσοπρόθεσµα.
Αυτές οι τεχνικές πορείες και οι τεχνικές πληροφορίες θα καθοδηγήσουν τα κράτη μέλη κατά το σχεδιασμό των πολυετών στόχων δαπανών που θα συμπεριλάβουν στα σχέδιά τους.
Θα εφαρμοστούν κοινές διασφαλίσεις για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Οι τιμές αναφοράς 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος θα παραμείνουν αμετάβλητες. Ο λόγος του δηµόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να είναι χαµηλότερος στο τέλος της περιόδου που καλύπτεται από το σχέδιο από ό,τι στην αρχή της περιόδου αυτής- και θα πρέπει να εφαρµόζεται ελάχιστη δηµοσιονοµική προσαρµογή 0,5% του ΑΕΠ ετησίως ως σηµείο αναφοράς, εφόσον το έλλειµµα παραµένει πάνω από το 3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, τα κράτη μέλη που επωφελούνται από μια παρατεταμένη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η δημοσιονομική προσπάθεια δεν μετατίθεται στα επόμενα έτη.
Γενικές και ειδικές ανά χώρα ρήτρες διαφυγής θα επιτρέπουν αποκλίσεις από τους στόχους δαπανών σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στην ΕΕ ή στη ζώνη του ευρώ συνολικά ή σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων που δεν ελέγχονται από το κράτος μέλος και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά. Το Συμβούλιο, βάσει σύστασης της Επιτροπής, θα αποφασίζει για την ενεργοποίηση και την απενεργοποίηση αυτών των ρητρών.
Οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις είναι αμφότερες απαραίτητες. Η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση, η ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας και η ανάγκη ενίσχυσης της ικανότητας ασφάλειας της Ευρώπης θα απαιτήσουν μεγάλες και συνεχείς δημόσιες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη παραμένουν βασικό στοιχείο αξιόπιστων σχεδίων μείωσης του χρέους. Η θετική αλληλεπίδραση μεταξύ μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων δείχνει ήδη τα οφέλη της στο πλαίσιο της διευκόλυνσης ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Επόμενης Γενιάς της ΕΕ.
Συνεπώς, οι προτάσεις αποσκοπούν στη διευκόλυνση και την ενθάρρυνση των κρατών μελών να εφαρμόσουν σημαντικά μέτρα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Τα κράτη μέλη θα επωφεληθούν από μια πιο σταδιακή πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής, εάν δεσμευτούν στα σχέδιά τους για ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που συμμορφώνονται με συγκεκριμένα και διαφανή κριτήρια.
Οι κανόνες απαιτούν επιβολή. Ενώ οι προτάσεις παρέχουν στα κράτη μέλη μεγαλύτερο έλεγχο όσον αφορά τον σχεδιασμό των μεσοπρόθεσμων σχεδίων τους, θέτουν επίσης σε εφαρμογή ένα αυστηρότερο καθεστώς επιβολής για να διασφαλίσουν ότι τα κράτη μέλη τηρούν τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά διαρθρωτικά τους σχέδια.
Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος, οι αποκλίσεις από τη συμφωνημένη πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής θα οδηγούν εξ ορισμού στην κίνηση διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Η μη εκπλήρωση των δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που δικαιολογούν την παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να οδηγήσει σε συντόμευση της περιόδου προσαρμογής.
Η ταχεία συμφωνία για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και άλλων στοιχείων του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία για την οικονομία της ΕΕ.
Το Συμβούλιο, σε συμπεράσματα που εγκρίθηκαν επίσης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ζήτησε να ολοκληρωθούν οι νομοθετικές εργασίες το 2023. Η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να καταλήξουν σε συμφωνία επί των νομοθετικών προτάσεων που παρουσιάζονται σήμερα το συντομότερο δυνατό, ώστε να ανταποκριθούν επαρκώς στις προκλήσεις που έρχονται.