Μία νέα πλατφόρμα για κοινές αγορές φυσικού αερίου από τα κράτη-μέλη εγκαινίασε χθες η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανοίγοντας τον δρόμο για την έναρξη των προμηθειών για τον επόμενο χειμώνα. Στόχος είναι να διασφαλιστεί αφενός η επάρκεια σε καύσιμα και αφετέρου η συγκράτηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα, καθώς θα αξιοποιηθεί η συλλογικής ισχύς της ΕΕ στην αγορά προκειμένου να επιτύχει καλύτερους όρους.
Μέσω του μηχανισμού AggregateEU, οι εταιρείες που θα συμμετάσχουν στις κοινές αγορές έχουν προθεσμία έως τις 2 Μαΐου προκειμένου να δηλώσουν τις ποσότητες φυσικού αερίου που προτίθενται να αγοράσουν. Στη συνέχεια, το σύστημα που θα αποκλείει την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου θα συλλέξει προσφορές από παγκόσμιους προμηθευτές για να καλύψει τη ζήτηση των εταιρειών. Μόλις ο μηχανισμός AggregateEU αντιστοιχήσει τη συλλογική ευρωπαϊκή ζήτηση με τις προσφορές από τους προμηθευτές θα προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις από τις εταιρείες, με την Επιτροπή να μη λαμβάνει μέρος στη διαδικασία. Οι πρώτες συμφωνίες αγοράς αναμένονται πριν από το καλοκαίρι.
Μέσα στο επόμενο διάστημα, ανά δύο μήνες για το επόμενο δωδεκάμηνο, θα υπάρξουν και νέες διαδικασίες υποβολής προσφορών, ενώ οι εταιρείες συνεχίζουν να έχουν το δικαίωμα να ενταχθούν στο σύστημα. Έως σήμερα έχουν εγγραφεί 76 εταιρείες.
Τα κράτη μέλη έχουν δεσμευτεί να συμμετέχουν στη συγκέντρωση της ζήτησης για τουλάχιστον το 15% των εθνικών τους στόχων αποθήκευσης αερίου, που αντιστοιχεί σε περίπου 13,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου ετησίως. Οι στόχοι αποθήκευσης και από κοινού αγοράς αερίου συμφωνήθηκαν το 2022 ως μέτρα έκτακτης ανάγκης ως απάντηση στη χρήση, εκ μέρους της Ρωσίας, των ενεργειακών της προμηθειών ως όπλου και στις πρωτοφανείς τιμές της ενέργειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Πώς θα λειτουργήσει ο νέος μηχανισμός
Στόχος του μηχανισμού AggregateEU είναι να εξασφαλίσει τον επαρκή εφοδιασμό με αέριο, μειώνοντας παράλληλα τον κίνδυνο πλειοδοσίας μεταξύ των εταιρειών στην παγκόσμια αγορά. Τον μηχανισμό της συγκέντρωσης της ζήτησης και από κοινού αγορών μέσω ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 2022 έχει αναλάβει η Prisma European Capacity Platform GmbH.
Μέσω του συστήματος αυτού θα καλυφθούν περί τα 13,5 δισ. bcm από τη συνολική ζήτηση φυσικού αερίου της ΕΕ που ανέρχεται σε περίπου 360 bcm. Υπενθυμίζεται ότι οι χώρες της ΕΕ υποχρεούνται να γεμίσουν τις αποθήκες φυσικού αερίου σε ποσοστό 90% έως τον Νοέμβριο. Οι αποθήκες της ΕΕ είναι ήδη περισσότερο από το ήμισυ γεμάτες -ένα ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο για την εποχή του έτους-, αφού η άνοδος των τιμών και οι ήπιες καιρικές συνθήκες περιόρισαν τη ζήτηση.
Μέσω του μηχανισμού οι εταιρείες μπορούν να επιδιώξουν παραδόσεις μέσω αγωγών ή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) μέσω του συστήματος, σε σχετικά μικρές ποσότητες - έως το ένα τρίτο ενός φορτίου LNG - για να βοηθηθούν οι μικρότερες εταιρείες να συμμετάσχουν. Πιο αναλυτικά υπάρχουν δύο διαφορετικά μοντέλα για να διευκολυνθεί η συγκέντρωση της ζήτησης και η μείωση των τιμών:
- Το πρώτο είναι μέσω ενός λεγόμενου Κεντρικού Αγοραστή (ενδεχομένως μια μεγάλη εταιρεία) που θα συμφωνεί να αγοράζει φυσικό αέριο για λογαριασμό άλλων εταιρειών βάσει διμερούς σύμβασης. Έτσι διασφαλίζεται ότι οι μικρές εταιρείες που δεν έχουν την απαραίτητη πιστοληπτική ικανότητα ή χρειάζονται μικρότερες ποσότητες μπορούν να αξιοποιήσουν την υπηρεσία και να επωφεληθούν από χαμηλότερες τιμές.
- Το δεύτερο μοντέλο είναι εκείνου ενός εκπροσώπου που μπορεί να παρέχει συμπληρωματικές υπηρεσίες, όπως η μεταφορά, σε εταιρείες που έχουν ήδη διαπραγματευτεί απευθείας με έναν προμηθευτή για την αγορά ενός συγκεκριμένου όγκου φυσικού αερίου.
Προβλέψεις για διατήρηση των χαμηλών τιμών
Με το φυσικό αέριο να διαπραγματεύεται στα 39,45 ευρώ, σε επίπεδα Ιανουαρίου 2022, οι χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου θα είναι το 2023 ισχυρή προωθητική δύναμη για ανάπτυξη της οικονομίας πάνω από τις αρχικές προβλέψεις καθώς θα πληρώνουμε λιγότερα για εισαγωγές φυσικού αερίου, όπως εκτιμούν στελέχη του οικονομικού επιτελείου.
Σύμφωνα με έρευνα της ΜcΚinsey, με την προϋπόθεση ότι η Ευρώπη μπορεί να διατηρήσει και να επιταχύνει ορισμένα βασικά μέτρα μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου, η αγορά είναι πιθανό να παραμείνει ισορροπημένη χωρίς σημαντικές αιχμές στις τιμές τα επόμενα χρόνια.
Όσον αφορά το μέλλον, εάν η Ευρώπη επιτύχει τους στόχους της REPowerEU και οι κυβερνήσεις συνεχίσουν να δίνουν κίνητρα για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και της βιομηχανίας, η ζήτηση φυσικού αερίου θα μπορούσε να μειωθεί από την προπολεμική πρόβλεψη κατά 27% το επόμενο έτος και κατά 28% και 14% έως το 2025 και το 2030, αντίστοιχα. Αυτό θα οδηγούσε σε μείωση της ευρωπαϊκής κατανάλωσης φυσικού αερίου από 495 δισ. κυβικά μέτρα το 2021 σε 378 δισ. κυβικά μέτρα το 2030 - μια μείωση κατά 24%.
Η παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου αναμένεται να ισορροπήσει εκ νέου από το 2026 και μετά, λόγω της εκκίνησης νέων έργων υγροποιημένου φυσικού αερίου (για παράδειγμα, στο Κατάρ και στον Καναδά). Κατά το δεύτερο μισό αυτής της δεκαετίας, οι τιμές του ευρωπαϊκού και ασιατικού ΥΦΑ θα καθορίζονται πιθανότατα από το κόστος πλήρους κύκλου του οριακού ΥΦΑ σε περίπου 9 έως 10 δολάρια ανά MMBtu26.
Η UBS προβλέπει πως τα αποθέματα φυσικού αερίου θα φθάσουν πριν τον επόμενο χειμώνα πάνω από τον στόχο που έχει θέσει για την αποθήκευση η ΕΕ καλύπτοντας το 100% των δυνατοτήτων της Ένωσης ενώ αναμένει στα τέλη του 2024 να φθάνουν περί του 50% εφόσον δεν υπάρξουν θερμοκρασίες πέραν των αναμενόμενων.
Στο πλαίσιο αυτό, ανάλυσή της ING στις αρχές Μαρτίου αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή της για το 2023 για τις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη από 70 ευρώ/MWh σε 57 ευρώ/MWh σημειώνοντας πως η περαιτέρω πτώση από τα τρέχοντα επίπεδα είναι περιορισμένη, καθώς το φυσικό αέριο θα καλύπτει την στροφή από τον άνθρακα όλο και περισσότερο. Παράλληλα, οι χαμηλότερες τιμές του ασιατικού LNG θα αυξήσουν τη ζήτηση.
Σημείωνε, επίσης ότι η Ευρώπη μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με μία σειρά κινδύνων όπως η πλήρης διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η μεγαλύτερη από την αναμενόμενη περί του 10% σε ετήσια βάση ανάκαμψη της κινεζικής ζήτησης και μια ισχυρότερη αντίδραση της ευρωπαϊκής ζήτησης.
Σε υψηλότερα επίπεδα «βλέπει» η Unicredit τις τιμές το δεύτερο εξάμηνο του 2023, όταν και η ζήτηση θα έχει σημειώσει σημαντική αύξηση. Πιο αναλυτικά, εκτιμά πως θα κινηθούν στο επίπεδο των 80-90 ευρώ/MWh.