Εκπλήσσει ευχάριστα, όπως προκύπτει από τη νέα, τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, που οφείλεται κυρίως στις καλύτερες από το αναμενόμενο επιδόσεις στην κατανάλωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών προχωρά σε σημαντική, θετική αναπροσαρμογή των εκτιμήσεών του για την ανάπτυξη του 2022 και ανεβάζει επίσης σημαντικά την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2023.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την ανάπτυξη του 2022 το ΙΟΒΕ είχε αναπροσαρμόσει αρνητικά την πρόβλεψή του από το 6% στο 5,2%, στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεσή του, ενώ τώρα, λαμβάνοντας υπόψη το πολύ καλό τέταρτο τρίμηνο, την ανεβάζει και πάλι, στο 6,1%. Αντίστοιχα, για το 2023 είχε χαμηλώσει τον «πήχη» από 1,6% σε 1,4%, αλλά στις προβλέψεις που ανακοινώθηκαν σήμερα τον ανεβάζει στο 2,4%.
Οι νέες προβλέψεις του ΙΟΒΕ
Όπως εξήγησε ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, τέσσερις είναι οι παράγοντες που προσδίδουν αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία: η ισχυρή ανάκαμψη της κατανάλωσης, η τόνωση του διεθνούς τουρισμού, οι επενδύσεις με κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και η προστασία που έχει η ελληνική οικονομία στο περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων εκ του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους είναι ρυθμισμένο με σταθερό επιτόκιο.
Ο κ. Βέττας υπογράμμισε τη μεγάλη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην ανάπτυξη, σημειώνοντας τη στήριξη που παρασχέθηκε στη διάρκεια της πανδημίας από το κράτος στα νοικοκυριά, με αποτέλεσμα να έχουν σωρεύσει αποταμιεύσεις. Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται ότι υπάρχει και μια αλλαγή στη ροπή προς κατανάλωση, που είναι ένα διεθνές φαινόμενο μετά την πανδημία, καθώς πολλά νοικοκυριά δεν αναβάλλουν για το μέλλον καταναλωτικές δαπάνες, αλλά ικανοποιούν άμεσα τις ανάγκες τους, ενόψει της αβεβαιότητας που επικρατεί.
Επίσης, ο διευθυντής του ΙΟΒΕ σημείωσε ότι η πανδημία και η ενεργειακή κρίση είχαν ορισμένες ευνοϊκές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Η χώρα ευνοήθηκε από τον σχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης και θα λάβει μεγαλύτερη εισροή από άλλες χώρες. Επίσης, ο έντονος πληθωρισμός «ήταν ένα κούρεμα χρέους ονομαστικά, για το οποίο σε άλλες εποχές θα παρακαλούσαμε»,όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας. «Ο πληθωρισμός διαβρώνει παραγωγική βάση και τα κίνητρα στην οικονομία, αλλά αγοράσαμε χώρο και χρόνο», πρόσθεσε.
Το ΙΟΒΕ σημειώνει την καλύτερη από το αναμενόμενο ανάκαμψη στην Ελλάδα στο τέταρτο τρίμηνο του 2022 και τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης του περασμένου έτους, τονίζοντας ότι:
- «Επιταχύνθηκε η οικονομική μεγέθυνση στο 5,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2022 (έναντι 4,4% στο προηγούμενο τρίμηνο), με κινητήριες δυνάμεις τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση.
- Ανασταλτικά στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στα τέλη του 2022 λειτούργησε η διεύρυνση του ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης των εισαγωγών (+7,5%), σε συνδυασμό με την υποχώρηση των εξαγωγών (-3,5%) για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο.
- Μετά την αναθέρμανση της ελληνικής οικονομίας κατά το 4ο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται στο 6,1% για το 2022.
- Ο ισχυρός ρυθμός μεγέθυνσης του προηγούμενου έτους στηρίχθηκε πρωτίστως στην ιδιωτική κατανάλωση (+7,9%) και στις επενδύσεις (+21,8%).
- Στις αρνητικές εξελίξεις για το 2022 συγκαταλέγεται η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (-9,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ), με τις εισαγωγές (+10,9%) να αυξάνονται κατά ποσοστό σχεδόν διπλάσιο των εξαγωγών (+4,9%).
- Ο βαθμός εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε στο επίπεδο ρεκόρ του 82% το 2022».
Επισημαίνεται, επίσης, ότι και οι δημοσιονομικές επιδόσεις ήταν καλύτερες από τις προσδοκίες:
- «Η εκτέλεση του προϋπολογισμού κινήθηκε ταμειακά καλύτερα από τον στόχο για το 2022. Καταγράφηκε υπέρβαση στα δημόσια έσοδα (+8,6%) λόγω της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού.
- Σε ταμειακή βάση, ο Κρατικός Προϋπολογισμός κατέγραψε έλλειμμα €11.656 εκατ. (5,5% του ΑΕΠ) και πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €2.308 εκατ. (1,0% του ΑΕΠ).
- Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης κινήθηκε περαιτέρω πτωτικά ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022, στο 178,2% το τρίτο τρίμηνο.
- Στο πρώτο δίμηνο του 2023 συνεχίστηκε η υπεραπόδοση στα δημόσια οικονομικά, σε ταμειακούς όρους, με πλεόνασμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους €2.308 εκατ. (1,0% του ΑΕΠ) και πρωτογενές Πλεόνασμα ύψους €4.215 εκατ. (1,9% του ΑΕΠ)».
Τι προβλέπεται για το τρέχον έτος
Η φετινή χρονιά θα φέρει επιβράδυνση της οικονομίας, που όμως το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι θα είναι μικρότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις. Όπως εξηγεί, «η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, η αργή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, τα δημοσιονομικά μεγέθη, η εκτέλεση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», η εκλογική περίοδος και η χορήγηση επενδυτικής βαθμίδας, θα αποτελέσουν τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης του ΑΕΠ το 2023».
Οι παραδοχές του βασικού σεναρίου, βάσει του οποίου προβλέπτεται ανάπτυξη με ρυθμό 2,4% φέτος, περιλαμβάνουν:
- (α) αδύναμη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη κατά 1,0% το 2023, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της ΕΚΤ
- (β) μη περαιτέρω όξυνση της γεωπολιτικής αστάθειας,
- (γ) απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας το β’ εξάμηνο του 2023,
- (δ) μικρή καθυστέρηση στην υλοποίηση του ελληνικού σχεδίου «Ελλάδα 2.0»,
- (ε) ελαφρά υψηλότερες δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τον Προϋπολογισμό του 2023 και
- (στ) επίδοση εσόδων από τουρισμό παρόμοια με το 2019.
Έτσι, «το ΙΟΒΕ αναθεωρεί προς τα πάνω την εκτίμηση για ανάκαμψη το 2023, σε 2,4%, σε σταθερές τιμές, λόγω αναμενόμενης ισχυρότερης ανόδου των επενδύσεων και περισσότερο ανθεκτικής κατανάλωσης.
Ως προς τις συνιστώσες της ανάπτυξης το 2023, οι πάγιες επενδύσεις αναμένεται να έχουν την υψηλότερη συμβολή, με ετήσια διεύρυνση κατά 10,0%, ενώ η κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,2% λόγω ανθεκτικής ιδιωτικής κατανάλωσης. Αναμένεται επίσης μικρή βελτίωση στο εξωτερικό ισοζύγιο, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2023 κατά 3,2% και 2,6% αντιστοίχως. Ο μέσος πληθωρισμός για το 2023 αναμένεται ελαφρά ηπιότερος από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη, στην περιοχή του 4,3%, ενώ η ανεργία προβλέπεται ότι θα αποκλιμακωθεί περαιτέρω, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, στην περιοχή του 11%».
Κίνδυνοι και θετικοί παράγοντες
Οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ρυθμό χαμηλότερο από τον προβλεπόμενο είναι αρκετοί, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ: «Καθυστέρηση στον σχηματισμό κυβέρνησης, υψηλό εξωτερικό έλλειμμα, επίμονος πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα, νέος γύρος ανόδου διεθνών τιμών ενεργειακών αγαθών στα τέλη του 2023, αστάθεια στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, σταδιακά σφιχτότερο δημοσιονομικό πλαίσιο, καθυστέρηση στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων του σχεδίου "Ελλάδα 2.0" δύο, νέα έξαρση ληξιπρόθεσμων οφειλών λόγω ανόδου επιτοκίων και κόστους διαβίωσης, επιβράδυνση στην κλαδική διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης».
Υπάρχουν, ωστόσο, και αρκετοί παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερη επίδοση: «Αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων και μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, διατήρηση της ενισχυμένης εξωστρέφειας με βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, χορήγηση επενδυτικής βαθμίδας, επιτάχυνση υλοποίησης δανειακού σκέλους στο σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επίπεδο οικονομίας και σταδιακή επανένταξη στο τραπεζικό σύστημα, σχεδιασμός νέου πλαισίου δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη και έγκαιρη αξιοποίηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων όπως του REpowerEU».
Τρεις συστάσεις για τη χάραξη πολιτικής
Σε ό,τι αφορά τις συστάσεις για τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι «δεδομένων των ισχυρών πιέσεων από την παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα από το ευρωπαϊκό περιβάλλον, και καθώς η θετική επίδραση που είχαν πρόσφατα ορισμένοι παράγοντες στη μεγέθυνση αναπόφευκτα εξασθενεί, ενώ η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική διαδικασία, αποτελεί προϋπόθεση για την εμπέδωση αναπτυξιακής δυναμικής στη συνέχεια να υπάρξει κατάλληλη στόχευση σε τρεις κομβικές περιοχές της οικονομικής πολιτικής.
Πρώτον, ακόμη και εάν ήταν ήδη αναγκαία η στροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, πλέον γίνεται ακόμη πιο επείγον να ακολουθηθεί στο επόμενο διάστημα πολιτική που θα προωθεί την ευρωστία των δημοσιονομικών, με επίτευξη και της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό. Ήδη από την τρέχουσα χρονιά είναι σημαντικό να υπάρξει καθαρό πρωτογενές πλεόνασμα και το οποίο να είναι διατηρήσιμο, ώστε να μην εκτροχιαστεί η χώρα προς υψηλό ρίσκο με επίπτωση στις προοπτικές μεγέθυνσής της. Η εξισορρόπηση του ταμείου ώστε να υπάρχουν πλεονάσματα, προϋποθέτει και απεξάρτηση της οικονομίας από τα μεγάλου ύψους επιδόματα τα οποία κατέστησε αναγκαία η πανδημία και η έντονη ενεργειακή κρίση. Αυτά είναι κρίσιμο να αντικατασταθούν εφεξής από μέτρα υποστήριξης της εργασίας, άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων, και κατάλληλη στόχευση με μέτρα υποστήριξης μόνο των πραγματικά ευάλωτων νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, η μείωση του διαφορικού κόστους χρηματοδότησης από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, μπορεί να εξουδετερώσει, εν μέρει και όσον αφορά τα εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τη διεθνή αύξηση των επιτοκίων.
Δεύτερον, καθώς το παγκόσμιο πλαίσιο πλέον δεν ευνοεί κατά τα άλλα επενδύσεις και εξαγωγές, πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, μέσα και από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της χώρας. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, το κενό που πρέπει να καλυφθεί όσον αφορά το επίπεδο των εξαγωγών συνολικά και των επενδύσεων στη χώρα παραμένει μεγάλο. Σχετικά, έχει ιδιαίτερη σημασία η σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής ώστε να μην εκτίθενται σε υπερβολική αβεβαιότητα οι επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν μακροπρόθεσμα σε νέο παραγωγικό δυναμικό. Το πλέγμα των αναγκαίων παρεμβάσεων, εκτείνεται από τον δημόσιο τομέα για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση, ενόψει και της ανάγκης διατήρησης και προσέλκυσης πληθυσμού στη χώρα.
Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει ο χειρισμός του πληθωρισμού, αφενός για να μην πληγεί η σχετική ανταγωνιστική θέση της χώρας με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση των εισοδημάτων, και αφετέρου ώστε να μην υπάρχει συνεχιζόμενη έντονη πίεση στα νοικοκυριά και ιδίως όσα βρίσκονται σε ασθενή οικονομική θέση. Εκτός των άλλων, έχει ιδιαίτερη κρισιμότητα η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και του ανταγωνισμού στην αγορά, ιδίως μέσω της διευκόλυνσης των επενδύσεων και της εισόδου νέων επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας ως άτυπο και όχι επίσημο, αφενός συντηρεί αδήλωτα εισοδήματα που αυξάνουν τη ζήτηση σε επίπεδο που άλλα νοικοκυριά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν, και αφετέρου δημιουργεί άνισες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ανάμεσα σε επιχειρήσεις. Η ένταση μέτρων για τη στροφή από την άτυπη στην επίσημη οικονομία αποτελεί προϋπόθεση για τη συνολική ανάπτυξή της στη συνέχεια.