Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (Ecofin), συμφώνησε σήμερα σε βασικούς προσανατολισμούς για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, προβλέποντας πως τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια για να τεθεί το χρέος σε μια αρκετά πτωτική πορεία, διατηρώντας παράλληλα τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και προωθώντας τις μεταρρυθμίσεις και τις δημόσιες επενδύσεις.
«Η πανδημική κρίση καθώς και οι συνέπειες του ρωσικού πολέμου κατά της Ουκρανίας συνέβαλαν στην περαιτέρω αύξηση των ήδη υψηλών επιπέδων χρέους, τα οποία πρέπει να μειωθούν με σταδιακό και ρεαλιστικό τρόπο», αναφέρουν στα συμπεράσματά τους οι Υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ.
Οι τομείς σύγκλισης απόψεων μεταξύ των κρατών-μελών σχετικά με ένα μεταρρυθμισμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης είναι οι εξής:
Οι τιμές αναφοράς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στο 3% για το δημοσιονομικό έλλειμα και 60% για το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς, παραμένουν αμετάβλητες. Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι αυτές οι τιμές αναφοράς τηρούνται με πιο αποτελεσματικό, αποδοτικό και βιώσιμο τρόπο.
Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρουσιάσουν εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια, μόλις τεθεί σε ισχύ ένα μεταρρυθμισμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να καλύπτουν τη δημοσιονομική πολιτική, τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις. Τα σχέδια θα πρέπει να θέτουν μια εθνική δημοσιονομική πορεία που θα καθορίζεται από το επίπεδο των καθαρών πρωτογενών δαπανών.
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν μια δημοσιονομική προσπάθεια για να τεθεί το χρέος σε μια αρκετά πτωτική πορεία ή να διατηρηθεί σε συνετά επίπεδα, διατηρώντας παράλληλα τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και προωθώντας τις μεταρρυθμίσεις και τις δημόσιες επενδύσεις.
Η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να παραταθεί, εάν ένα κράτος μέλος δεσμευτεί σε ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης και αντιμετωπίζουν τις στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ, όπως οι δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και η ενίσχυση αμυντικών δυνατοτήτων.
Για όλα τα κράτη μέλη, τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ελλείμματος ή επαρκή και αξιόπιστη πρόοδο προς τη συμμόρφωση σύμφωνα με, κατά περίπτωση, τυχόν σχετικές συστάσεις του Συμβουλίου. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για τα κράτη-μέλη που παραβιάζουν το όριο του 3% του ΑΕΠ, θα παραμείνει αμετάβλητη.
Για τα κράτη μέλη με αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ άνω του 60%, τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η αναλογία μειώνεται επαρκώς. Για τα κράτη μέλη με αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κάτω του 60%, αλλά με προκλήσεις για το δημόσιο χρέος, το εθνικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο πρέπει να διασφαλίζει ότι ο λόγος παραμένει σε συνετά επίπεδα.
Για τα κράτη μέλη με χαμηλές προκλήσεις για το δημόσιο χρέος, η δημοσιονομική πορεία στα εθνικά σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το έλλειμμα διατηρείται αξιόπιστα κάτω από 3% σε συνεχή βάση ή επαρκώς μειώνεται σε αυτό το όριο, και ότι ο δείκτης χρέους διατηρείται σε συνετό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη συσσώρευση χρέους.
Η επιβολή των κανόνων θα πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική, μεταξύ άλλων μέσω μεγαλύτερης διαφάνειας. Το κοινό εποπτικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων που θα είναι λιγότερο περιοριστικές, αλλά πιο ρεαλιστικές στην εφαρμογή τους.
Οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν δημοσιεύσει τις νομοθετικές της προτάσεις (εντός του Απριλίου), να λάβει υπόψη τις συγκλίνουσες απόψεις των κρατών μελών και να συνεχίσει να συνεργάζεται με τα κράτη μέλη στους τομείς όπου χρειάζονται πρόσθετες συζητήσεις.
Τα σημερινά συμπεράσματα για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να εγκριθούν από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα υποβάλει τη νομοθετική της πρόταση στις αρχές Απριλίου, με στόχο την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στο Συμβούλιο και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν από το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου.