Η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να ξεκινήσει τις από κοινού αγορές φυσικού αερίου εντός του Απριλίου, με πρώτο και βασικό στόχο να υπάρξει περαιτέρω αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών.
Όπως αναφέρει το Bloomberg οι αρχικές εκτιμήσεις ανεβάζουν την κοινή ζήτηση από τα 27 κράτη του μπλοκ και τρεις γειτονικές χώρες σε 24 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα για τα επόμενα τρία χρόνια, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μάρος Σέφτσοβιτς. Μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού τον Απρίλιο, η ΕΕ αναμένει ότι οι πρώτες συμβάσεις με προμηθευτές από τις ΗΠΑ έως τη Μέση Ανατολή και την Αφρική θα υπογραφούν γύρω στον Ιούνιο.
Οι κοινές αγορές φυσικού αερίου είναι ένα νέο εργαλείο που ανέπτυξε η ευρωζώνη για να περιορίσει την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους που προκλήθηκε από τη μείωση των ρωσικών προμηθειών μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία. Παρόλο που οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας είναι σήμερα πολύ χαμηλότερα από τα ρεκόρ που σημείωσαν τον Αύγουστο, εντούτοις συνεχίζουν να ενισχύουν τον πληθωρισμό και επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα των τοπικών εταιρειών έναντι των αντιπάλων τους στις ΗΠΑ και την Κίνα.
«Είναι σαφές ότι πρέπει να αντιστρέψουμε το οικονομικό ρεύμα στην Ευρώπη», δήλωσε ο Σέφτσοβιτς και προσέθεσε ότι «πιστεύω ότι δημιουργούμε ένα νέο σύστημα που θα αυξήσει τον ανταγωνισμό και θα φέρει νέους προμηθευτές και θα πιέσει τις τιμές της ενέργειας προς τα κάτω. Από τότε που ξεκινήσαμε αυτή, υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από διεθνείς προμηθευτές».
Υπενθυμίζεται ότι η ευρωζώνη προώθησε πέρυσι μια σειρά από κανονισμούς έκτακτης ανάγκης για να διασφαλίσει ότι οι πρωτοφανείς εκτοξεύσεις των τιμών δεν θα επαναληφθούν, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συγκέντρωσης της ζήτησης φυσικού αερίου για το 15% της αναπλήρωσης των αποθεμάτων. Αυτό θα ανερχόταν σε περίπου 13,5 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους, που εξακολουθεί να είναι ένα κλάσμα των 338 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων που εισήγαγε η ΕΕ το 2021.
Ο Σέφτσοβιτς δήλωσε ότι έχει δει ενδιαφέρον για κοινές αγορές από βιομηχανικούς καταναλωτές φυσικού αερίου σε τομείς όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, τα κεραμικά, το γυαλί και η παραγωγή αυτοκινήτων. Η ΕΕ θα ανοίξει την εγγραφή στην ενεργειακή πλατφόρμα για τις εταιρείες που ενδιαφέρονται να αγοράσουν φυσικό αέριο στις 15 Μαρτίου και μερικές ημέρες αργότερα θα απευθύνει πρόσκληση για τους λεγόμενους κεντρικούς αγοραστές και αντιπροσώπους. Οι πρώτοι θα συγκεντρώνουν τη ζήτηση, θα αναζητούν την καλύτερη δυνατή προσφορά από τους προμηθευτές και θα συνάπτουν συμβάσεις με τους τελικούς καταναλωτές. Οι traders θα βοηθούν στη διαμεσολάβηση για τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ προμηθευτών και τελικών καταναλωτών και θα προσφέρουν επίσης βοηθητικές υπηρεσίες, όπως η μεταφορά.
«Τον Απρίλιο, σχεδιάζουμε να ανοίξουμε την πλατφόρμα όπου οι εταιρείες θα παρουσιάσουν επίσημα πόση ποσότητα φυσικού αερίου θα θελήσουν να αγοράσουν μέσω του πρώτου διαγωνισμού», σημείωσε ο Σέφτσοβιτς και τόνισε ότι «αυτό που αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι ανοίγουμε κατά κάποιον τρόπο τη μεγάλη αγορά σε μικρές και μεσαίες εταιρείες, οι οποίες διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν μέρος του φορτίου υγροποιημένου φυσικού αερίου ή να έρθουν σε επαφή με έναν μεγάλο ενεργειακό οργανισμό».
Από την πλευρά της προσφοράς, περισσότερες από 50 εταιρείες από όλο τον κόσμο ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με την Ευρώπη μέσω της ενεργειακής πλατφόρμας, σύμφωνα με τον Σέφτσοβιτς. Μετά τον πρώτο διαγωνισμό, η ΕΕ θα οργανώσει περισσότερες κοινές αγορές σε τακτική βάση για να διασφαλίσει ότι το μπλοκ διαθέτει αρκετό φυσικό αέριο. Ενώ οι αποθήκες της Ευρώπης εξακολουθούν να είναι γεμάτες σε ποσοστό περίπου 61%, κυρίως χάρη στον ήπιο χειμώνα, η εστίαση μετατοπίζεται ήδη στην αναπλήρωση των αποθεμάτων ενόψει της επόμενης περιόδου θέρμανσης.
«Είμαι κάθετα αντίθετος σε κάθε εφησυχασμό ή στην αίσθηση ότι οι δύσκολες στιγμές του περασμένου έτους έχουν περάσει, επειδή δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει η φετινή χρονιά. Αυτό που γίνεται όλο και πιο σημαντικό είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις τιμές. Δεν μπορούμε να τροφοδοτούμε την οικονομία μας με τόσο μεγάλη διαφορά τιμών σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα», τόνισε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος.