Να καθησυχάσει τους Ευρωπαίους πολίτες μετά την ανακοίνωση ότι είχε μηδενικά κέρδη για το 2022 και μάλιστα αυτό επετεύχθη με χρήση έξτρα κεφαλαίων που είχε «αποθηκεύσει», φροντίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με ειδική ανακοίνωσή της.
Σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας όπως άλλες κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ αποκομίζουν έσοδα από διάφορες πηγές, μεταξύ άλλων από τους τόκους επί των δανείων προς εμπορικές τράπεζες, τους τόκους επί των ομολόγων που αγοράζονται στο πλαίσιο των προγραμμάτων αγοράς στοιχείων ενεργητικού και τους τόκους επί των συναλλαγματικών διαθεσίμων και επενδύσεων. Όλα αυτά είναι στοιχεία ενεργητικού τα οποία διακρατεί η ΕΚΤ ή/και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Από την άλλη, τα στοιχεία παθητικού αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από τα τραπεζογραμμάτια που έχει ο πολίτης στο πορτοφόλι του, τα οποία δεν αποφέρουν τόκο και αποτελούν τη βάση του νομισματικού εισοδήματος. Άλλο σημαντικό στοιχείο παθητικού είναι και οι καταθέσεις που τηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ, για τις οποίες λαμβάνουν τόκο που για την ΕΚΤ αποτελεί έξοδο. Πρόκειται για μια βασική συνιστώσα της νομισματικής πολιτικής. Για παράδειγμα, αν αυξηθεί το επιτόκιο που οι τράπεζες εισπράττουν για τις καταθέσεις που τηρούν στην ΕΚΤ, τα επιτόκια στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα αυξηθούν και αυτά, κάτι το οποίο έχει αντίκτυπο στις συνθήκες χρηματοδότησης σε ολόκληρη την οικονομία.
Αυτό, με τη σειρά του, τονώνει την αποταμίευση και περιορίζει τις δαπάνες, επιβραδύνοντας έτσι την οικονομία και μειώνοντας τον πληθωρισμό. Μπορεί επίσης οι τόκοι-έξοδα που καταβάλλει η ΕΚΤ στις τράπεζες να μην αντισταθμίζονται βραχυπρόθεσμα από ισοδύναμη αύξηση των εσόδων από τα στοιχεία ενεργητικού που διακρατεί, ιδίως εάν αυτά τα στοιχεία έχουν τοκομερίδιο σταθερού επιτοκίου και μακρά διάρκεια. Όπως άλλες σημαντικές κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με πιο μακροπρόθεσμες διάρκειες προκειμένου να μειώσουμε τα επιτόκια σε μια περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια πολιτικής είχαν προσεγγίσει το επίπεδο που στην πράξη είναι το ελάχιστο δυνατό (effective lower bound). Αυτό ήταν απαραίτητο για να στηρίξει την επάνοδο του πληθωρισμού –ο οποίος ήταν υπερβολικά χαμηλός για παρατεταμένη χρονική περίοδο– στον στόχο.
Ένας από τους διαύλους μέσω των οποίων οι αγορές στοιχείων ενεργητικού οδήγησαν σε μείωση των επιτοκίων ήταν η μεταφορά μέρους του κινδύνου των μελλοντικών μεταβολών των επιτοκίων από την αγορά στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών. Αυτός ο κίνδυνος αρχίζει να εκδηλώνεται σήμερα σε όλο τον κόσμο, καθώς μια σειρά πρωτόγνωρων διαταραχών οδήγησε σε πρωτοφανείς υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, τους οποίους πρέπει να καταπολεμήσουμε αυξάνοντας τα επιτόκια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τόκων-εξόδων που καταβάλλουμε στις τράπεζες.
Στην περίπτωση αυτή, τα κέρδη μειώνονται και μπορεί ακόμη και να υπάρξουν ζημίες. Με την πάροδο του χρόνου, οι ζημίες αυτές θα μειωθούν καθώς θα αυξηθούν τα έσοδα των κεντρικών τραπεζών από τη διακράτηση ομολόγων και λοιπών στοιχείων ενεργητικού και τη χορήγηση δανείων. Επιπλέον, οι ζημίες θα μπορούσαν επίσης να μειωθούν εάν περιοριστούν τα στοιχεία ενεργητικού και σημειωνόταν μείωση των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Τελικά, η επάνοδος σε ένα θετικό περιβάλλον επιτοκίων στηρίζει την κερδοφορία του ευρωσυστήματος μεσοπρόθεσμα.
Τι γίνεται με εάν υπάρξουν κέρδη
Αν υπάρξουν κέρδη, μπορεί να χρησιμοποιηθούν κάποια χρήματα για τον σχηματισμό γενικών προβλέψεων και αποθεματικών ώστε να διασφαλιστεί η προστασία έναντι πιθανών μελλοντικών ζημιών. Τυχόν εναπομένοντα κέρδη θα κατανεμηθούν στη συνέχεια μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών της ζώνης του ευρώ, οι οποίες είναι οι μέτοχοι της ΕΚΤ. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν επίσης να πράξουν το ίδιο, αλλά τα εναπομένοντα κέρδη τους συνήθως καταλήγουν στην κυβέρνηση της χώρας, συνεισφέροντας έτσι στον προϋπολογισμό της. Αυτό λειτουργεί προς όφελος των πολιτών της ζώνης του ευρώ.
Τι γίνεται σε περίπτωση ζημίας
Το σημαντικότερο για την ΕΚΤ είναι η αποστολή που της έχει ανατεθεί για διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών. Αυτό υπερισχύει όλων των άλλων ζητημάτων. Θα εφαρμόσει τις σωστές πολιτικές για την επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό, ακόμη και αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα λιγότερα κέρδη ή ακόμη και ζημίες. Αν υπάρξει ζημία, κατ' αρχάς θα χρησιμοποιήσει τις προβλέψεις που σχημάτισε τα προηγούμενα χρόνια.
Η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν πραγματοποιήσει σημαντικά κέρδη εδώ και αρκετά χρόνια –τα κέρδη προ φόρων και γενικών προβλέψεων ανήλθαν σε περίπου 300 δισ. ευρώ μεταξύ 2012 και 2021– σε μεγάλο βαθμό χάρη στη νομισματική πολιτική που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ιδίως στα προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού και στην καταβολή αρνητικών τόκων – δηλ. στην είσπραξη τόκων – επί των τραπεζικών καταθέσεων.
Έχοντας επίγνωση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που αναλαμβάνει η ΕΚΤ χρησιμοποίησε μέρος αυτών των κερδών για να σχηματίσει χρηματοοικονομικά αποθέματα ασφαλείας, όπως γενικές προβλέψεις και αποθεματικά, εντός των καταστατικών μας ορίων. Επιπλέον, ορισμένα χρηματοοικονομικά αποθέματα ασφαλείας δημιουργούνται από την αναπροσαρμογή της αξίας ορισμένων στοιχείων ενεργητικού των κεντρικών τραπεζών. Αυτά αποτελούν επίσης μέρος της καθαρής μας θέσης και συμβάλλουν στην οικονομική μας ευρωστία.
Σε ό,τι αφορά την ΕΚΤ, εάν η γενική πρόβλεψη έναντι κινδύνων δεν επαρκεί, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ μπορεί να καλύψουν την εναπομένουσα ζημία με δικά τους έσοδα από πράξεις νομισματικής πολιτικής. Κάθε επιπλέον ποσό μπορεί να καταγραφεί στον ισολογισμό της ΕΚΤ, για να αντισταθμιστεί από τυχόν καθαρά έσοδα στο μέλλον.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι όπως οι συνήθεις επιχειρήσεις: μπορούν να καταγράψουν ζημίες αλλά συνεχίζουν να λειτουργούν αποτελεσματικά. Πάντως, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια.
Συνοπτικά, τα χρηματοοικονομικά αποθέματα ασφαλείας, τα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων και άλλες δικλίδες ασφαλείας που έχει στη διάθεσή της η ΕΚΤ διασφαλίζουν ότι τυχόν ζημίες δεν θα επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του Ευρωσυστήματος να επιδιώκει και να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών.