Το 2022 ήταν χρονιά - ρεκόρ στην προσέλκυση κεφαλαίων από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι συναλλαγές άγγιξαν τα 12 δισ. ευρώ και αναλύονται ως εξής: 10,4 δισ. από εξαγορές και συγχωνεύσεις, 500 εκατ. ευρώ από έκδοση εταιρικών ομολόγων, 600 εκατ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις και 400 εκατ. από συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ειδικότερα, για εξαγορές και συγχωνεύσεις, όπως προκύπτει από τη μελέτη της PwC, δαπανήθηκε το ποσό των 10,4 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσιο σε σχέση με τα 4,2 δισ. ευρώ του 2021. Οι μεγαλύτερες συναλλαγές ήταν η πώληση της Chipita στη Mondelez (1,4 δισ ευρώ), η πώληση της Wind στo United Group (1 δισ.), η πώληση της Viva στην JP Morgan (830 εκατ. ευρώ), η πώληση της Άνεμος στη Motor Oil (670 εκατ. ευρώ) και η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής στο CVC (357 εκατ. ευρώ).
Το ρεκόρ αποδίδεται στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών για την Ελλάδα που μετουσιώθηκε σε αγορά ελληνικών assets. Πού οφείλεται όμως αυτό το κλείσιμο του «κενού εμπιστοσύνης» που είχε δημιουργηθεί την προηγούμενη δεκαετία;
Σύμφωνα με τα στελέχη της PwC oφείλεται στους παρακάτω παράγοντες:
- Στην ανάκαμψη του τουρισμού. Το δεκάμηνο του 2022 (τελευταία επίσημα στοιχεία) τα έσοδα από τον τουρισμό προσέγγισαν τη χρονιά ρεκόρ του 2019 όταν είχαν εισρεύσει στη χώρα πάνω από 18 δισ. ευρώ.
- Στη σημαντική αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το 2021 είχαν ανέλθει στα 6 δισ. ευρώ, ποσό ρεκόρ έως τότε, αλλά σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ στο πεντάμηνο του 2022 οι άμεσες ξένες επενδύσεις διαμρφώθηκαν στα 5 δισ ευρώ. Αρα, θα ξεπεράσουν κατά πολύ τις επιδόσεις του 2021.
- Στην αυξημένη συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ, πλην ναυτιλίας και καυσίμων. Το 2022 οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 25% σε σχέση με το 2021 και συμμετέχουν με διπλάσιο ποσοστό στη διαμόρφωση του ΑΕΠ σε σχέση με το 2010.
- Στην ικανότητα του οικονομικού επιτελείου να αντλεί με ευκολία ρευστότητα από τις διεθνείς αγορές. Πέρυσι αντλήσαμε 8,3 δισ. νωρίς και με καλά επιτόκια και φέτος, το πρώτο τρίμηνο του 2023, η Ελληνική Δημοκρατία έχει ήδη καλύψει το 60% των αναγκών του έτους.
- Στη δραστική μείωση της ανεργίας στο 11,6% αλλά και στη μείωση των κόκκινων δανείων στο 9,2% του συνόλου των δανείων.
Για το 2023, οι προοπτικές όταν έκλεινε το 2022 δεν ήταν ευοίωνες. Η ενεργειακή κρίση, η απειλή της ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία, οι πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση των επιτοκίων και το ρίσκο των εκλογών είχαν δημιουργήσει ένα προβληματικό επενδυτικό περιβάλλον.
Σταδιακά οι συνθήκες άλλαξαν. Οι ενεργειακές τιμές αποσυμπιέστηκαν και η παγκόσμια οικονομία θα έχει μικρότερη επιβράδυνση της ανάπτυξης σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Επίσης, η Ελλάδα δεν κινδυνεύει με δημοσιονομικό εκτροχιασμό όπως σε ανάλογες προεκλογικές περιόδους στο παρελθόν. Οι στόχοι για ανάπτυξη 1,2% και πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% για το 2023, δείχνουν ότι θα ξεπεραστούν.
Γενικά οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία το 2023 είναι θετικές αλλά υπάρχουν κίνδυνοι που δεν πρέπει να υποτιμηθούν, όπως να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα, να συνεχιστεί η δημοσιονομική προσήλωση, να μην «κολλήσει» η μεταρρυθμιστική ατζέντα και να συνεχίσουν με τον ρυθμό του 2022 οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάπτυξης
Σε ό,τι αφορά στην προσέλκυση κεφαλαίων από τις ελληνικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα πιαστούν τα 12 δισ. ευρώ του 2022. Και αυτό γιατί υπάρχουν δρομολογημένες συμφωνίες που φτάνουν έως και το 60% των συναλλαγών του 2022. Μεταξύ αυτών είναι η εξαγορά της Sani/Ikos από την GIC έναντι 2,5 δισ. ευρώ, η εισαγωγή του 30% του Ελευθέριος Βενιζέλος με αποτίμηση 1 δισ, ευρώ, το οικονομικό κλείσιμο της πώλησης της Εγνατίας Οδού, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, η πώληση της Εnel Ελλάδος προς 500 εκατ. ευρώ κ.α.
Αυτό που τόνισαν χθες τα στελέχη της PwC είναι ότι η ποιότητα των επενδυτών που επενδύουν σε ελληνικά assets έχει αναβαθμιστεί. Το 35% της αξίας των συναλλαγών για εξαγορές και συγχωνεύσεις προήλθε από το εξωτερικό με μέση αξία συναλλαγής τα 203 εκατ. ευρώ. Η αύξηση του ύψους της μέσης αξίας συναλλαγής δείχνει ότι οι ξένοι δεν φοβούνται πλέον την Ελλάδα.
Όπως επισημαίνουν τα στελέχη της PwC, στην Ελλάδα τοποθετούνται πλέον επενδυτές που προσδοκούν σε ετήσιες αποδόσεις 3%-4% με ορίζοντα αποεπένδυσης τα 20 χρόνια και όχι funds που στοχεύουν σε ετήσιες αποδόσεις 15% με ορίζοντα αποεπένδυσης τα τρία με τέσσερα χρόνια.
Η ενέργεια, τα τρόφιμα, η τεχνολογία και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα μονοπωλήσουν πάλι το ενδιαφέρον εγχώριων και ξένων επενδυτών το τρέχον έτος.